Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (=αυτός που φέρει τον Χριστό) υπήρξε Επίσκοπος Αντιοχείας επί εποχής του αυτοκράτορα Τραϊανού (98-117 μ.Χ.). Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν το μικρό παιδί που έστησε ο Χριστός ‹‹εν μέσω των μαθητών του››, καθώς τους δίδασκε. Την σκηνή αυτή περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέροντας ότι: ‹‹Εν εκείνη τη ώρα προσήλθον οι μαθηταί τω Ιησού λέγοντες: τις άρα μείζων εστίν τη Βασιλεία των ουρανών; Και προσκαλεσάμενος ο Ιησούς, έστησεν αυτό εν μέσω αυτών και είπεν: εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλεία των ουρανών. Όστις εστίν ο μείζων εν τη Βασιλεία των Ουρανών›› (Ματθ.18 2-3) .
Ο Χριστός χρησιμοποιώντας αυτά τα λόγια, εκτός από το ότι ήθελε να δώσει έμφαση στην αγνότητα της καρδιάς των παιδιών, προείπε και τη λαμπρή πνευματική πορεία του συγκεκριμένου παιδιού, που μεγαλώνοντας αξιώθηκε να γίνει Επίσκοπος και Άγιος. Πράγματι, ο Ιγνάτιος έγινε μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη, ακολούθως χειροτονήθηκε Ιερέας από τους Αποστόλους και τελικά εκλέχθηκε Επίσκοπος Αντιοχείας.
Την εποχή που ήταν Επίσκοπος, έτυχε ο αυτοκράτορας Τραϊανός να βρίσκεται στην Αντιόχεια και να προετοίμαζε εκστρατεία κατά των Περσών. Πληροφορήθηκε ότι ο Ιγνάτιος δίδασκε τους κατοίκους της Αντιοχείας να καταφρονούν τους ψεύτικους θεούς των ειδώλων και να αψηφούν τις διαταγές των τοπικών αρχόντων για την προσκύνηση των ειδώλων.
Γεμάτος οργή, διέταξε να παρουσιαστεί μπροστά του ο Ιγνάτιος, για να απολογηθεί. Ο Άγιος παρουσιάστηκε μπροστά του και με θάρρος καταδίκασε την πλάνη των ειδώλων. Παρ’ όλες τις φιλοφρονήσεις και τις υποσχέσεις του Τραϊανού για πλούτη και αξιώματα, ο Ιγνάτιος παρέμεινε ακλόνητος στην αληθινή πίστη και απέρριψε κάθε πρόταση. Ο αυτοκράτορας μη μπορώντας να τον μεταπείσει, διέταξε να τον ρίξουν στη φυλακή.
Μετά από προτροπή των συμβούλων του, αποφάσισε να τον στείλει στη Ρώμη και να τον ρίξει στον Ιππόδρομο, για να τον κατασπαράξουν τα θηρία. Παρέδωσε τον Άγιο σε ένα στρατιωτικό απόσπασμα, με την εντολή να τον οδηγήσουν, αλυσοδεμένο, στη Ρώμη. Από όπου και αν περνούσε, παρηγορούσε και έδινε θάρρος στους χριστιανούς που θρηνούσαν για το επικείμενο τέλος του. Θέλοντας να αποτρέψει πιθανή στάση των χριστιανών της Μικράς Ασίας ή της Ρώμης κατά των αρχών, με σκοπό να τον απελευθερώσουν, τους απέστειλε επιστολή.
Σε ένα σημείο της επιστολής χαρακτηριστικά ανέφερε ότι : ‹‹… είμαι σιτάρι του Θεού και πρέπει να μ’ αλέσουν τα δόντια των θηρίων, για να βρεθώ άρτος καθαρός και Άγιος…››. Συνεχίζοντας, γιατί ο κύριος σκοπός του ήταν να εμποδίσει πιθανή προσπάθεια απελευθέρωσής του, τόνιζε στους εν Χριστώ αδελφούς: ‹‹… συγχωρείστε με αδελφοί και μη μ’ εμποδίσετε σας παρακαλώ από τον θάνατο, αλλ’ αφήστε ν’ απολαύσω τον ποθούμενο Χριστό μου με το θάνατο…››.
Όταν έφθασε στη Ρώμη, τον παρέδωσαν στον έπαρχο της Ρώμης, ο οποίος εκτέλεσε πιστά τις εντολές του αυτοκράτορα και τον έριξε στο Ιππόδρομο. Στο τεράστιο αυτό χώρο συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου για να δει το θέαμα.
Ο Άγιος γαλήνιος και με γενναιότητα παρακάλεσε ξανά το Θεό, όχι για να τον σώσει, αλλά για να τον κατασπαράξουν τα θηρία, ώστε να γίνει ‹‹άρτος καθαρός και άσπιλος››. Υπέμεινε το φρικτό μαρτύριο μέχρι τέλους, με χαρά και απίστευτη ηρεμία, για τη Χάρη του Χριστού.
Από το άγιο σώμα του διασώθηκαν λίγα μεγάλα λείψανα, τα οποία περισυνέλλεξαν μερικοί ευλαβείς χριστιανοί της Ρώμης. Τα ενταφίασαν, σε μυστικό μέρος της πόλης, με όλες τις τιμές στις 20 Δεκεμβρίου. Λίγο αργότερα, στις 29 Ιανουαρίου, έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του, τα οποία μεταφέρθηκαν από τη Ρώμη στην Αντιόχεια.
Η αγέρωχη στάση του Αγίου μπροστά στα θηρία, εντυπωσίασε τον Τραϊανό, που μετάνιωσε για την πράξη του και εξέδωσε διάταγμα να μη θανατωθεί κανένας χριστιανός, όσο θα ήταν αυτός αυτοκράτορας. Έτσι ο Άγιος με τη θυσία του πρόσφερε έμπρακτα μεγάλη υπηρεσία στην Εκκλησία του Χριστού και σταμάτησαν για λίγο καιρό οι διώξεις κατά των χριστιανών.
Ας έχουμε την ευχή του και είθε να μας αξιώσει ο Κύριος να αποκτήσουμε, έστω και στο ελάχιστο, κάτι από το θάρρος του και την αγάπη του για τον Χριστό.