Ενώπιον της Συνόδου αυτής οι αρειανοί προσέθεσαν και άλλες κατηγορίες κατά του αγίου Αθανασίου. Συγκεκριμένα: κατηγόρησαν τον Άγιο ότι σκότωσε κάποιον επίσκοπο, ονόματι Αρσένιο, και, αφού του έκοψε το δεξιό χέρι, το μεταχειριζόταν σε διάφορες μαγικές ενέργειες. Ο Μέγας Κωνσταντίνος διέταξε σχετικές ανακρίσεις και έρευνες, ύστερα από τις οποίες διαπιστώθηκε ότι ο Αρσένιος ήταν ζωντανός και τον έκρυβαν οι αρειανοί σε κάποιο μέρος. Μόλις λοιπόν βρήκαν τον επίσκοπο εκείνο, τον οδήγησαν αμέσως ενώπιον της Συνόδου. Δείχνοντας δε ο Αθανάσιος και τα δύο χέρια του Αρσενίου, ο οποίος έγινε όργανο της σκευωρίας των αρειανών, είπε: «Άλλην χείρα ζητείτω μηδείς• δύο γαρ ανθρώπων έκαστος παρά του ποιητού των όλων εδέξατο χείρας».
Οι εχθροί όμως του Αθανασίου αποδείχτηκαν άφθαστοι στο να κατασκευάζουν συκοφαντίες εναντίον του. Έτσι λοιπόν, κατά τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Ρουφίνο (345-410 μ.Χ.) και μετέπειτα ιστορικούς, παρουσίασαν ενώπιον της Συνόδου μια αναίσχυντη και κακοηθέστατη γυναίκα, η οποία, κατά συμβουλή τους, κραύγαζε λέγοντας πως ήταν παρθένα και τη διέφθειρε ο Αθανάσιος. Τότε ο Άγιος προσήλθε στη Σύνοδο, συνοδευόμενος από έναν φίλο του ιερέα, ονόματι Τιμόθεο. Ο ιερέας εκείνος, ενώ ο Αθανάσιος σιωπούσε, προσποιούμενος τον Αθανάσιο, τον οποίο δεν εγνώριζε ούτε εξ όψεως η αδιάντροπη αυτή γυναίκα, τη ρώτησε: «Εγώ σε συνάντησα ποτέ και εισήλθα ποτέ στην οικία σου;»
Το γύναιο δε εκείνο, νομίζοντας ότι ο Τιμόθεος ήταν ο Αθανάσιος, κραύγαζε με μέγιστη αναίδεια και, κινώντας το δάκτυλο της, έλεγε προς τον Τιμόθεο: «Ναι, εσύ μου αφαίρεσες την παρθενία• εσύ μου στέρησες τη σωφροσύνη.» Αμέσως δε τότε οι σκηνοθέτες της σκευωρίας φυγάδευσαν το αναίσχυντο γύναιο, παρά τις διαμαρτυρίες του αγίου Αθανασίου, ο οποίος ζητούσε να γίνει ανάκριση, ώστε να αποκαλυφτούν εκείνοι που σκηνοθέτησαν την ανίερη εκείνη υπόθεση. Τοιουτοτρόπως οι αρειανοί έγιναν καταγέλαστοι για τις ραδιουργίες τους.
Παρά ταύτα όμως οι εχθροί της Αλήθειας και της Ορθής Πίστεως δεν σταμάτησαν να συκοφαντούν τον άγιο Αθανάσιο. Κατασκεύασαν λοιπόν εν συνεχεία δύο συκοφαντίες. Συγκεκριμένα: τον κατηγόρησαν στον Μέγα Κωνσταντίνο, τον αυτοκράτορα, πρώτον, ότι συνωμοτούσε εναντίον του και ότι έστειλε πολύ χρυσάφι σε έναν επαναστάτη και, δεύτερον, ότι παρεμπόδιζε την αποστολή σίτου από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας, δυστυχώς, πείστηκε στους συκοφάντες και πρόσταξε να εξοριστεί ο Αθανάσιος στην πόλη Αυγούστα των Τρεβήρων της Γαλλίας. Πρόκειται για την πρώτη εξορία του Μεγάλου Αθανασίου (Ιούλιος 335 – Νοέμβριος 337).
Φθάνοντας ο Άγιος στον τόπο της εξορίας του, έγινε δεκτός μετά πολλής χαράς και έτυχε μεγάλης περιποιήσεως από τον επίσκοπο Μαξιμίνο και τους άρχοντες του τόπου, αφού η φήμη του είχε φτάσει σε όλον τον χριστιανικό κόσμο. Κατά τον χρόνο της εξορίας αυτής του Αγίου έγιναν συντονισμένες ενέργειες για την εκκλησιαστική αποκατάσταση του αιρεσιάρχη Αρείου, η οποία όμως δεν έγινε, διότι τον πρόλαβε ο θάνατος (336 μ.Χ.). Σύνοδος από εκατό επισκόπους, που συνήλθε στην Αλεξάνδρεια, δικαίωσε τον Αθανάσιο και τον επανέφερε από την εξορία. Ο λαός της Αλεξάνδρειας υποδέχτηκε τον Ποιμενάρχη του με απερίγραπτο ενθουσιασμό και αγαλλίαση.
Οι αντίπαλοι όμως του αγίου Αθανασίου δεν ησύχασαν• συνέχισαν τις ραδιουργίες και πέτυχαν και πάλι την καθαίρεση του Αγίου και την εξορία του στη Ρώμη δεύτερη εξορία του Μεγάλου Αθανασίου (Μάρτιος 340 – Οκτώβριος 346). Στη Ρώμη ο Αθανάσιος έτυχε μεγάλης περιποιήσεως από τον πάπα Ιούλιο (337-352). Όντας δε ο Άγιος εξόριστος στη Ρώμη, συνέβαλε πάρα πολύ στη διάδοση του μοναχισμού στη Δύση, προβάλλοντας ως υπόδειγμα την αρετή και τον τρόπο ασκήσεως του Μεγάλου Αντωνίου. Επιστρέφοντας από την εξορία ο Άγιος, έμεινε στον πατριαρχικό του θρόνο συνεχώς επί μία δεκαετία, ήτοι από το 346 μέχρι το 356. Οι εχθροί του όμως άρχισαν και πάλι να κινούνται εναντίον του και πέτυχαν να τον απομακρύνουν για τρίτη φορά από τον θρόνο του (Φεβρουάριος 356 – Φεβρουάριος 362).
Τη φορά αυτή ο Άγιος εξορίστηκε στην έρημο της Αιγύπτου. Εκεί βρήκε πολλούς ασκητές και έμενε μαζί τους, ακολουθώντας τον τρόπο της ζωής τους. Όντας δε ο Άγιος στην έρημο δεν έπαυσε ούτε για μια στιγμή να ενδιαφέρεται και να προσεύχεται για το ποίμνιο που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός, το οποίο και τον υπεραγαπούσε και τον λάτρευε και λαχταρούσε να τον ιδεί να αποκαθίσταται στον πατριαρχικό του θρόνο. Ακολούθησαν και δύο άλλες εξορίες του μεγάλου Αθανασίου: μία από τον Οκτώβριο του 362 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 363 και μία άλλη η 5η κατά σειρά από τον Οκτώβριο του 365 μέχρι τον Ιανουάριο του 366. Ο Αθανάσιος όμως, παρ’ όλες τις συκοφαντίες, τις σκευωρίες, τους κατατρεγμούς και τις εξορίες, έμεινε βράχος ακλόνητος, πιστός στις πεποιθήσεις του και στα πιστεύματά του και πρόθυμος να υποστεί τα πάντα χάριν αυτών.
Τελικώς στους κατατρεγμούς, στις διώξεις και στις εξορίες του Μεγάλου Αθανασίου έθεσε τέρμα ο Ουάλης, αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως (364-378). Ο Ουάλης, αν και ήταν φιλοαρειανός, φοβούμενος μήπως η εξορία του αγίου Αθανασίου γίνει αιτία να διασαλευτεί η τάξη, ένεκα της μεγάλης αγάπης που έτρεφε ο λαός προς τον Άγιο, αναγκάστηκε να τον επαναφέρει στον πατριαρχικό του θρόνο τον Φεβρουάριο του 366 μ.Χ. Έτσι τέθηκε τέρμα οριστικό στις μεγάλες περιπέτειες του υπέροχου αυτού ανδρός. Επανελθών στον θρόνο του ο Μέγας Αθανάσιος, πηδαλιούχησε θεοφιλώς την πατριαρχική του περιφέρεια μέχρι της προς Κύριον εκδημίας του, ήτοι μέχρι τις 2 Μαίου του έτους 373 μ.Χ. Έφυγε δε ο Άγιος από την παρούσα ζωή με την ικανοποίηση ότι είδε εξασφαλιζόμενη την Ορθοδοξία, για την οποία αγωνίστηκε, χωρίς να υποκύψει ποτέ στην κτηνώδη βία που χρησιμοποιούσαν οι εχθροί της Ορθής Πίστεως.
δ.’ Το συγγραφικό έργο του Μ. Αθανασίου
Παρά τις μεγάλες περιπέτειες και αντιξοότητες της ζωής του, ο Μέγας Αθανάσιος έβρισκε χρόνο να διαθέτει για συγγραφική δράση. Το συγγραφικό έργο του Αγίου είναι πλουσιότατο από απόψεως και ποιού και ποσού. Και πράγματι, ο Μέγας Αθανάσιος δέσποζε ως εκκλησιαστική μορφή της εποχής του όχι μόνο ως μαχητής της Ορθοδοξίας, αλλά και ως δοκιμότατος συγγραφέας αξιολογότατων έργων.
Τα συγγράματα του αγίου Αθανασίου κατατάσσονται σε πέντε κατηγορίες, ήτοι σε:
α) απολογητικά υπέρ του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας,
β) έργα κατά αρειανών,
γ) ερμηνευτικά της Αγίας Γραφής,
δ) ασκητικά και
ε) επιστολές,
τα οποία και είναι δημοσιευμένα σε τέσσερις τόμους της «Ελληνικής Πατρολογίας» του Migne, και συγκεκριμένα στους τόμους 25 μέχρι και 28. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ο Μέγας Αθανάσιος μέσα από τα συγγράματά του και τα κηρύγματά του έθεσε τη σφραγίδα της διδασκαλίας του όχι μόνο στους σύγχρονούς του, αλλά και στη χριστιανική σκέψη πολλών γενεών μετά από αυτόν. Και αυτοί ακόμη οι μεγάλοι φωστήρες της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, αντλούσαν «ώσπερ από πηγής» από τα συγγράματα του Μεγάλου Αθανασίου, όπως εύστοχα σημειώνει ο σοφός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος (820-893 μ.Χ).
ε.’ Χαρακτηρισμός του Μεγάλου Αθανασίου
Ο Αθανάσιος ανήκει στις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας, όχι τόσο για την εξαίρετη άλλωστε συγγραφική του δράση, όσο κυρίως για τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, τη θερμουργό προς την Εκκλησία αγάπη του και την υπέροχη προσωπικότητάτου, όπως ορθά παρατηρεί άλλος μεγάλος πατήρ της Εκκλησίας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, γράφοντας: «Ο βίος του Αθανασίου κατέστη υπόδειγμα επισκόπου και η διδασκαλία του νόμος ορθοδοξίας, καθόσον ο μεν βίος του ήταν καθοδηγός της διδασκαλίας του, η δε διδασκαλία του ήταν επισφράγιση του βίου του». Το όνομα του Αθανασίου απέβη συνώνυμο της αρετής, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει πάλι ο Γρηγόριος: «Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι ταύτόν γαρ εκείνον τε ειπείν και αρετήν επαινέσαι» (Εγκώμ. τις Αθανάσιον I).
Με τους διαρκείς υπέρ της Ορθοδοξίας αγώνες του ο Αθανάσιος απέβη «Της του Θεού Εκκλησίας αληθής στύλος και θεμέλιον», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος Α (412-444 μ.Χ.). Ο Αθανάσιος κατέστησε τον βίο του, πράγματι, ζώσα έκφραση και ερμηνεία της Ορθής Πίστεως, της οποίας την υπεράσπιση έταξε ως σκοπό των αγώνων του. Όντας έξοχη ηθική και εκκλησιαστική προσωπικότητα, επιβαλλόταν με τα λόγια του και τα έργα του στην κοινή συνείδηση των χριστιανών. Το κύρος του «ως πατρός της Ορθοδοξίας» διατηρήθηκε ακέραιο και μετά την προς Κύριον εκδημία του, τα δε συγγράμματά του απέκτησαν οικουμενική διάσταση, ως περιέχοντα τη γνήσια και αυθεντική διδασκαλία της Εκκλησίας, και χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα από τους μετέπειτα εκκλησιαστικούς συγγραφείς και τις οικουμενικές Συνόδους προς διατύπωση των ορθόδοξων δογμάτων της Εκκλησίας μας.
Ο Μέγας Αθανάσιος, στους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας, αντιμετώπισε και τους πλέον ισχυρούς αντιπάλους και δεν κάμφθηκε ποτέ μπροστά στους κατατρεγμούς και στις εξορίες. Έτσι, δικαίως χαρακτηρίστηκε ως «ο ηρωικότερος των αγίων και ως ο αγιότερος των ηρώων». Η Εκκλησία, εκτιμώντας τα κατορθώματά του, τον τοποθέτησε κοντά στους αποστόλους, στους ευαγγελιστές και στους μάρτυρες, στη χορεία των αγίων, και οι πιστοί του απέδιδαν και του αποδίδουν τιμές, τις οποίες αναγνώρισαν και καθιέρωσαν οι επερχόμενες γενεές μέχρι σήμερα. Δικαίως ο υμνωδός της Εκκλησίας μας, η οποία εορτάζει τη μνήμη του στις 18 Ιανουαρίου και στις 2 Μαΐου, γράφει: «Αθανάσιον, και θανόντα, ζην λέγω• οι γαρ δίκαιοι ζώσι και τεθνηκότες», δηλαδή: τον Αθανάσιο, αν και πέθανε, τον θεωρώ ζωντανόν, διότι οι δίκαιοι ζουν και μετά τον θάνατο.