Διπλό θαύμα γιορτάζομε σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί και συναμαρτωλοί, την επιστροφή μιας πόρνης στο Χριστό, της Ευδοκίας της από Σαμαρειτών.
Διπλό γιατί πρώτα – πρώτα ήταν Σαμαρείτις και οι Σαμαρείται πάντοτε στάθηκαν αδιάλλακτοι απέναντι στους Ιουδαίους και στο Χριστό που ήταν Ιουδαίος. Διπλό γιατί υστέρα έγινε η μεταστροφή μιας πόρνης σε νύμφη Χριστού με το θαυμαστό φως του Ευαγγελίου το όποιον σαν «δάδα» εκράτησαν ανέκαθεν ψηλά άγιοι της πίστεως άνδρες και «εφώτισαν τα έθνη τα εσκοτισμένα» και εκάλεσαν στο θαυμαστό φως του Κυρίου μας Τελώνες και Πόρνες.
Πατρίδα της οσιομάρτυρος αγίας Ευδοκίας ήταν η Ηλιούπολις της Λιβανησίας στη Φοινίκη. Έζησε και έδρασε βουτιγμένη μέσα στην αμαρτία και απολαμβάνοντας την υπογάστρια ηδονή με πολλούς εραστές του φθαρτού της και μάταιου κάλλους στα χρόνια του αυτοκράτορα της Ρώμης Τραϊανού.
Πλούτον απόκτησε πολύ με την έκδοσι του σώματος της και την αμαρτία της σάρκας της. Ήταν όμως πλούτος μολυσμένος όχι τίμιος και ευλογημένος. Η ίδια δεν αισθανόταν άνετα. Ένοιωθε τα μάτια όλου του κόσμου περιφρονητικά να την βλέπουν και η αγωνία και η ανησυχία την έτρωγε. Πότε τέλος πάντων και με ποιο τρόπο θα εγλύτωνε; Πότε και με ποια δύναμι θα ξεπέταγε το βάρος πού ένοιωθε στη συνείδηση της;
Ευλογημένος όμως ο Θεός, ο όποιος και απέστειλε τον εκλεκτό του ένα γέροντα και ζηλωτή Μοναχό πού ωναμαζόταν Γερμανός ο όποιος και της ανέπτυξε τα υπέροχα και σωστικά θέματα της μετανοίας και της ευσεβείας και κατάλαβε η Ευδοκία την αξία της εν Χριστώ ζωής και την απαξία του αμαρτωλού της παρελθόντος. Ένοιωθε ήδη τη χάρι του αγίου Πνεύματος να της «θωπεύη» την ψυχή και μια αύρα λεπτή να της δροσίζη το φλογισμένο από την αμαρτία σώμα.
Και τότε ακριβώς στην αρχή της μετάνοιας της και της αποστροφής της αμαρτίας αξιώθηκε θείου οράματος. Άγγελοι την πήραν και την ανέβασαν στον ουρανό και μυριάδες άλλων μαζεύτηκαν και επανηγύρισαν τη μετάνοια της Ευδοκίας και την επιστροφή στο Χριστό. Κάποιος δε δαίμονας μαύρος και άγριος «έβρυχε και κατεβόα» διαμαρτυρόταν και μούγκριζε ότι τάχα τον αδίκησαν οι άγγελοι γιατί πήραν μέσα από τα χέρια του την επί τόσα χρόνια μπλεγμένη στα νύχια του και δοσμένη στην ακολασία Ευδοκία. Την διεκδικούσαν οι δαίμονες όπως άλλοτε το σώμα του Μωσέως κατά την καθολική επιστολή του αδελφοθέου Ιούδα.
Αλλά η μακαρία Ευδοκία είχε ήδη ξεφύγει τα γαμψά και αρπακτικά νύχια των δαιμόνων. Αμετάκλητη ήταν η μετάνοια της και η θέλησί της ολοκληρωτικά δοσμένη στο Χριστό. Δικαίως δε ποθούσε το βάπτισμα, το όποιο και έλαβε από τον Επίσκοπο Θεόδοτο.
Ω! και τι αλλαγή ήταν εκείνη! Εις Χριστόν εβαπτίσθη άλλα και τον Χριστόν ενεδύθη η μακαρία. Εγκολπώθηκεν ήδη ολα του τα θεία λόγια και ήταν έτοιμη ακόμη και για τις μεγαλύτερες θυσίες. Πρώτα – πρώτα επούλησε όλα της τα υπάρχοντα τα όποια με τα άτιμα πάθη της σαρκός είχεν αποκτήσει και τα εμοίρασεν όλα στους πτωχούς για να εξαγιασθούν έτσι και να πιάσουν τόπο πραγματικό.
Ελεύθερη πλέον από την αμαρτία και αδέσμευτη από κάθε τι πού την έδενε με τον κόσμο, από τους ενόχους εραστές και τα αμαρτωλά της χρήματα, έφυγε σε Μοναστήρι όπου έζησε τον πιο αυστηρό Μοναχικό βίο αποδυθείσα στην άσκησι, τη νηστεία την αγρυπνία και τη χαμευνία. Η μετάνοια της ήταν ειλικρινής όπως αργότερα της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας και έγινε δεκτή από το Θεό σαν την πιο ευάρεστη θυσία.
Η οσία όμως Ευδοκία δεν αρκέστηκε σ’ αυτό για να ευχαρίστηση τον ουράνιο Νυμφίο της ψυχής της το Χριστό στον οποίο τόσο αργά είχε γυρίσει χάριν πολλών άλλων αμαρτωλών εραστών και αποφάσισε να θυσιάση και τη ζωή της προς χάρι του αγίου Του ονόματος.
Οι παλαιοί της ερασταί επειδή την είχαν χάσει και είχαν στερηθή τις αμαρτωλές ώρες πού περνούσαν άλλοτε μαζί της την κατήγγειλαν στο βασιλέα Αυρηλιανό τον οποίο η οσία εκάλεσε στο Χριστό με ένα μεγάλο θαύμα πού έκαμε και ανάστησε το παιδί του πού κατά αγαθή συγκυρία τότε μπροστά του βρισκόταν νεκρό.
Έτσι οι άνομοι εραστές «εματαιώθησαν εν τη ματαιότητι αυτών».
Ύστερα από χρόνια εξετάστηκε από τον ηγεμόνα της Ηλιουπόλεως Διογένη και κατά θεία συνεργεία με το ίδιο θαύμα και πάλιν ελεύθερη αφέθηκε. Αλλά από το διάδοχο του Βικέντιο υστέρα από πολλά και φριχτά βασανιστήρια στον δι΄ αποκεφαλισμού θάνατο καταδικάστηκε, και εκεί, «πρότερον ασκήσασα, και της σαρκός τα σκιρτήματα, εγκράτεια μαράνασα, αθλήσει το δεύτερον, του εχθρού καθείλε τας μηχανουργίας και νίκην ήρε κατ’ αυτού η Ευδοκία η παμμακάριστος διό και εστεφάνωται επί διπλοίς αγωνίσμασι και χορεύει συγχαίρουσα μετ’ Αγγέλων» ουρανίων.
Άμποτε, αγαπητοί μου αδελφοί, να μισήσωμε κι εμείς το έργο της αμαρτίας και να περιπατήσωμε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας «ως τέκνα φωτός» «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν ότι αι ημέραι πονηραί εισί» «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος· ιδού νυν ήμερα σωτηρίας».