γ) Η κατάνυξη και τα δάκρυα στην προσευχή γεννιούνται όταν ο άνθρωπος προσεύχεται με σύνεση, και δεν λέγει άλλα με το στόμα και άλλα μελέτα με το νου του, αλλά ο νους του είναι αφοσιωμένος ολωσδιόλου στα λεγόμενα, κι έτσι εννοεί και γεύεται ολη τους την ποιότητα, όπως ακριβώς γίνεται με τη γεύση που αισθάνεται και κατά κάποιο τρόπο συλλειτουργεί με την ποιότητα του φαγητού. Γι’ αυτό και ο μέγας Βασίλειος, ερμηνεύοντας το ρητό «ψάλατε συνετώς», λέγει; «όταν κάποιος που προσεύχεται βάλει τη διάθεση της ψυχής μαζί με τη δύναμη των λόγων της προσευχής, όπως ακριβώς βάζει μαζί με την ποιότητα του κάθε φαγητού τη διάθεση της γεύσεως, αυτός έχει εφαρμόσει εκείνη την εντολή που λέγει «ψάλατε συνετώς»» (Όροι κατ’ επιτομήν, σοθ’).Παράλληλα με τούτα τα λόγια είναι κι εκείνα του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, ο όποιος αναφέρει: «εσύ ν’ αγωνίζεσαι ν’ αναφέρεις στο Θεό, μάλλον δε ν’ αποκλείεις την έννοια των λεγομένων στα ρήματα της προσευχής· και αν τύχει εκείνη να κουραστεί ως νήπιο και να πέσει, εσύ ανάλαβε την πάλι και ανέβασε τη στο θρόνο του Θεού· γιατί ξέρουμε πως χαρακτηριστικό του νου είναι η αστάθεια, ενώ του Θεού είναι το να μπορεί όλα να τ’ ανορθώνει» (Λόγος κη’).
δ) Η κατάνυξη και τα δάκρυα γεννιούνται στην προσευχή, όταν εκείνος που προσεύχεται, δεν νομίζει πως τα λόγια της προσευχής τα είπε κάποιος άλλος, ή πως έχουν γραφεί για κάποιον άλλον άνθρωπο, αλλά πως έχουν γραφεί για κείνον, και αυτός ακριβώς είναι που τα λέει, αυτοπροσώπως. Και, ότι αυτός είναι εκείνος που διέπραξε όλα εκείνα τ’ αμαρτήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στα λόγια της προσευχής. Το βεβαιώνει αυτό και ο άγιος Μάρκος ο ασκητής; «ο ταπεινόφρων, που αναλαμβάνει να κάνει έργο πνευματικό, διαβάζοντας τις άγιες Γραφές, όλα τ’ αναφέρει στον εαυτό του και για λογαριασμό του, και όχι γι’ άλλον» (Περί νόμου πνευματικού, κεφ. ζ’).
Ωστόσο, οποίος έλαβε άνωθεν το χάρισμα να κατανύγεται και να χύνει δάκρυα στην προσευχή αδιάλειπτα και αβίαστα, αυτός πρέπει να προσέχει καλά να μην περηφανευτεί, γιατί κινδυνεύει να χάσει αυτό το χάρισμα και ν’ απομείνει πάλι ξηρός, άνυδρος και τυφλός, όπως μας λένε ο παραπάνω άγιος Μάρκος και ο Όσιος Ισαάκ. Ο άγιος Μάρκος γράφει: «μην επαίρεσαι, που αξιώθηκες να χύνεις δάκρυα στην προσευχή σου· διότι ο Χριστός είναι που άγγιξε τα μάτια σου και σ’ έκαμε ν’ αναβλέψεις νοερά». Και ο θείος Ισαάκ προσθέτει: «όποιος αξιώθηκε να πιει από τούτο το κρασί (δηλαδή των δακρύων) και υστέρα να το στερηθεί, αυτός μόνο γνωρίζει σε ποιά δυστυχία εγκαταλείφθηκε και τι πολύτιμο έχασε, εξαιτίας της χαυνώσεως στην οποία περιέπεσε» (Λογ. ιγ’).
ε) Και τελευταίον, η κατάνυξη και τα δάκρυα γεννιούνται και από την εξωτερική στάση του σώματος· δηλαδή, όταν κάποιος προσεύχεται με το κεφάλι ακάλυπτο, με τα γόνατα κεκλιμένα, χτυπώντας το στήθος, και παρουσιάζοντας εικόνα ενός καταδίκου, ο όποιος στέκεται μπροστά στον Δικαστή, επειδή και από την εξωτερική στάση και το σχήμα του σώματος η ψυχή συσχηματίζεται ανάλογα και παίρνει την κατάλληλη διάθεση, όπως λέγει πάλι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Η ψυχή εξομοιώνεται με την εξωτερική κατάσταση και τις ασχολίες, κι ευθυγραμμίζεται με όσα πράττει, προς τα οποία και συσχηματίζεται» (Λόγ. κε’. Περί ταπεινοφροσύνης). Ακόμα, βοηθάει στην κατάνυξη της καρδιάς και ο πιο ήσυχος τόπος οπού κατοικεί ο καθένας, και στον οποίο βέβαια πρέπει ν’ αποσύρονται όταν προσεύχονται όσοι αγαπούν να κατανύγονται.
Επίσης, βοηθάει πολύ ο ήσυχος χρόνος, όπως πιο πολύ προσφέρεται ο καιρός της νύχτας, όταν οι άλλοι άνθρωποι ησυχάζουν και αναπαύονται. Γι’ αυτό και ο Κύριος, θέλοντας να μας δείξει ένα παράδειγμα, έφευγε πολλές φορές ανεβαίνοντας στα βουνά και σε τόπους έρημους, κατά τη διάρκεια της νύχτας, κι εκεί προσευχότανε. Το αναφέρει επιγραμματικά ο ιερός ευαγγελιστής Ματθαίος: «ανέβηκε στα βουνά μόνος Του για να προσευχηθεί· κι όταν βράδιασε βρισκόταν εκεί μόνος Του» (Ματθ. ιδ’ 23). Και τούτο το λόγο ερμηνεύοντας ο ιερός Χρυσόστομος λέγει: «γι’ αυτό και φεύγει συνέχεια (ο Κύριος) στις έρημους, όπου πολλές φορές περνάει όλη τη νύχτα προσευχόμενος, για να μας διδάξει ότι, και από την άποψη του χρόνου και από την άποψη του τόπου, πρέπει ν’ αναζητούμε την αταραξία στην ώρα της προσευχής· γιατί μητέρα της ησυχίας είναι η έρημος».
Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει κάτι το σχεδόν όμοιο, ότι δηλαδή η ησυχία είναι μητέρα της προσευχής» (Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν). Σε άλλο σημείο, πάλι ο θειος Χρυσόστομος, λέγει: «συλλογίσου καλά, πόσο μεγάλο πράγμα είναι, μέσα στη βαθειά νύχτα, όταν όλοι οι άνθρωποι κοιμούνται και βασιλεύει μια ησυχία βαθύτατη, να σηκώνεσαι μόνος σου απ’ το κρεβάτι, και με παρρησία να συνομιλείς με τον Δεσπότη και Κύριο μας. Είναι, βέβαια, γλυκός ο ύπνος, μα τίποτε δεν είναι από την προσευχή γλυκύτερο! Αν κατορθώσεις έτσι να συνομιλήσεις μόνος προς μόνον, θα καταφέρεις πολλά να φέρεις εις πέρας, καθώς δεν θα σ’ ενοχλεί κανείς κι ούτε κανείς θόρυβος θα διακόψει τη δέηση σου· διότι, τότε έχεις σύμμαχο και τον καιρό για να πετύχεις εκείνα που θέλεις» (Λόγος εις τους Αγίους Πάντας).