ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
Η γνώση της αλήθειας για τον Θεό και τον κόσμο δεν είναι τόσο ανάγκη να έχει ως δασκάλους ανθρώπους. Μπορεί από μόνη της να γίνει γνωστή. Την καθιστούν γνωστή τα έργα της και κυρίως η διδασκαλία του Χριστού που την παρουσιάζει πιο λαμπρή κι από τον ήλιο.
Επειδή όμως ποθείς ν’ ακούσεις τα σχετικά μ’ αυτή τη γνώση, έλα, αγαπητέ μου, να σου πω λίγα, απ’ όσα γνωρίζω, για τη χριστιανική πίστη. Μπορείς βέβαια να τα μάθεις κι από την Αγία Γραφή, αλλά κι απ’ άλλους, αφού αγαπάς τη γνώση. Η Αγία Γραφή, όντας θεόπνευστη, αρκεί από μόνη της να σου γνωρίσει την αλήθεια Υπάρχουν ακόμη γι’ αυτό το σκοπό και πολλά συγγράμματα των αγίων Πατέρων. Όποιος τα μελετά, θα μάθει την ορθή ερμηνεία της Γραφής Και θα πάρει τη γνώση που επιθυμεί.
Επειδή όμως δεν έχω στα χέρια μου τα συγγράμματα των Πατέρων, οφείλω να σου πω και να σου γράψω όσα έμαθα από εκείνους. Εννοώ βέβαια για την πίστη στο Σωτήρα Χριστό. Έτσι, κανείς δεν θα θεωρεί ανάξια λόγου τη χριστιανική μας διδασκαλία, αλλά και ούτε θα την πιστεύει για ανόητη.
Διότι οι ειδωλολάτρες, με πρόσχημα το σταυρό του Χριστού, μας συκοφαντούν χλευάζοντας και κοροϊδεύοντας την πίστη μας. Κι είναι εύκολο να γκρεμίσει κανείς τις ανόητες απόψεις τους για το σταυρό του Κυρίου.
Δεν βλέπουν τη δύναμη του σταυρού που διαδόθηκε σ’ όλο τον κόσμο; Δεν βλέπουν πως με τη δύναμή του φανερώνονται σ’ όλους τα έργα του Θεού; Δεν θα κορόϊδευαν το τόσο μεγάλο σημείο του σταυρού, αν και οι ίδιοι είχαν στ’ αλήθεια παραδεχθεί τη θεότητα του Κυρίου. Το αντίθετο μάλιστα· κι αυτοί μαζί μας θά πίστευαν το Σωτήρα του κόσμου και θα παραδέχονταν ότι ο σταυρός δεν αποτελεί ζημιά αλλά μεγάλη ωφέλεια του κόσμου. Διότι με τη σταύρωση του Κυρίου έσβησε η δύναμη της ειδωλολατρείας. Ακόμη, με το σημείο του σταυρού φυγαδεύεται κάθε ψεύτικη δύναμη του σατανά. Με το σταυρό, μόνο το Χριστό προσκυνάμε και χάρη σ’ αυτόν γνωρίζουμε και το Θεό Πατέρα. Ντροπιάζονται οι αντίθετοι.
Ο σταυρός καθημερινά φωτίζει και αλλάζει μυστικά τις καρδιές των εχθρών του. Μετά απ’ όλ’ αυτά, πώς μπορεί να ισχυρίζεται κάποιος ότι πρόκειται γι’ ανθρώπινο τέχνασμα και να μην παραδέχεται ότι αυτός που ανέβηκε στο σταυρό δεν είναι άνθρωπος αλλά ο Θεός Λόγος και Σωτήρας Κύριος;
Μου φαίνεται ότι οι συκοφάντες του σταυρού είναι σαν εκείνον που, ενώ θαυμάζει το φως του ήλιου που φωτίζει όλη την κτίση, κατηγορεί όμως τον ίδιο τον ήλιο όταν τον βλέπει σκεπασμένο με σύννεφα. Και όπως το φως μας οδηγεί στο ανώτερό του, τον ήλιο, που είναι η πηγή του φωτός, έτσι και η θεία γνώση που κατέκλυσε όλο τον κόσμο μας παραπέμπει υποχρεωτικά στον αίτιο και δημιουργό αυτού του κατορθώματος, που δεν είναι άλλος από το Θεό και τον Υιό Λόγο του.
Θα μιλήσουμε, όσο μας είναι δυνατό, ελέγχοντας πρώτα την αμάθεια όσων δεν πιστεύουν. Έτσι, αφού αποδειχθούν τα ψέμματά τους, θα λάμψει η αλήθεια από μόνη της. Και συ, άνθρωπέ μου, που ασπάζεσαι την αλήθεια θα πάρεις θάρρος· δεν διαψεύστηκες για την εμπιστοσύνη σου στο Χριστό. Επειδή αγαπάς το Χριστό, θέλεις και να συζητείς για Εκείνον.
Γι’ αυτό, πιστεύω ακράδαντα ότι η γνώση για τον Χριστό και η πίστη σ’ Αυτόν αποτελεί το πολυτιμότερο αγαθό απ’ όλα.
Από την αρχή δεν υπήρχε κακία. Ούτε και τώρα δεν υπάρχει μεταξύ των αγίων, καθόλου μάλιστα. Στη συνέχεια, οι άνθρωποι δημιούργησαν την κακία και τη χρησιμοποιούν ο ένας εναντίον του άλλου. Έτσι έφτασαν στο σημείο να πλάθουν στο νου τους τη φαντασία των ειδώλων. Φαντάζονται να υπάρχουν αυτά που δεν υπάρχουν.
Διότι, ο δημιουργός και βασιλέας του κόσμου Θεός, που είναι πάνω από κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και νόηση, επειδή είναι αγαθός και υπέρκαλλος, δημιούργησε τον άνθρωπο όμοιο με τη δική του εικόνα. Τον δημιούργησε ο ίδιος ο Υιός του Θεού και Λόγος, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Κατασκεύασε τον άνθρωπο όμοιο με τον εαυτό Του, να μπορεί να μελετά και να γνωρίζει όλα τα δημιουργήματα. Τον προίκισε με τη δυνατότητα να γνωρίζει την αϊδιότητα του Θεού.
Έτσι, διατηρεί την ομοιότητα με το Θεό και ποτέ δεν ξεφεύγει από την ορθή αντίληψη για Εκείνον. Έχοντας ο άνθρωπος τη Χάρη του Θεού, δεν διακόπτει την κοινωνία με τους Αγίους. Με τη δύναμη του Θεού ο άνθρωπος χαίρεται να συνομιλεί με το Θεό. Ζει την ανώδυνη και ευτυχισμένη ζωή που δεν γνωρίζει θάνατο. Τίποτε δεν τον εμποδίζει στη γνώση του Θεού. Ανάλογα με τη καθαρότητά του βλέπει την εικόνα του Θεού Πατέρα, δηλαδή τον Υιό Λόγο, τον οποίο και εικονίζει. Μένει κατάπληκτος από τη πρόνοια του Θεού για τον κόσμο.
Ο κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπος ξεπερνά κάθε τι το αισθητό, ακόμη και το ίδιο του το σώμα, και ενώνεται νοητά με τα ουράνια θεία ενεργήματα. Όταν ο ανθρώπινος νους ξεφύγει από τα αισθητά και δεν επιθυμεί τίποτε απ’ αυτά τα γήϊνα, τότε υπερβαίνει τον εαυτό του και βρίσκεται στην αρχική κατάσταση της δημιουργίας πριν την πτώση. Υπερβαίνει κάθε τι το ανθρώπινο και αισθητό, μεταρσιώνεται και βλέπει τον Υιό Λόγο και μαζί και τον Πατέρα Του Χαίρεται σ’ αυτή τη θεοπτία και ανανεώνεται μέσα του ο θείος πόθος.
Συμβαίνει ό,τι έγινε με τον πρώτο άνθρωπο, που στα εβραϊκά ονομαζόταν Αδάμ. Λέει η Αγία Γραφή, ότι ο πρώτος άνθρωπος χωρίς ντροπή και με παρρησία είχε στραμμένο το νου του προς το Θεό. Απολάμβανε με τους αγίους (αγγέλους) τη θεωρία των νοητών που ζούσαν σ’ εκείνο τον τόπο του παραδείσου, όπως τον έλεγε μεταφορικά ο Μωϋσής. Διότι, η καθαρότητα της ψυχής είναι ικανή να καθρεπτίσει το Θεό μέσα της. Το λέει και ο ίδιος ο Κύριος: «Ευτυχισμένοι όσοι έχουν καθαρή καρδιά, διότι αυτοί θα δουν με τα ίδια τους τα μάτια το Θεό». Έτσι, λοιπόν, όπως διηγηθήκαμε παραπάνω, ο Δημιουργός έφτιαξε το ανθρώπινο γένος· κι έτσι θέλει να μείνει για πάντα. Οι άνθρωποι, όμως, παραμέλησαν τα υψηλά και αδιαφόρησαν για την σπουδή τους. Αγάπησαν περισσότερο ό,τι βρίσκεται κοντά τους· και πιο κοντά τους είναι το σώμα και οι αισθήσεις του.
Έτσι, λοιπόν, απομάκρυναν το νου τους από τα πνευματικά και στράφηκαν προς τα σωματικά. Η στροφή όμως του νου προς το σώμα και τα αισθητά οδήγησε σε απατηλή εκτίμηση του εαυτού τους. Έπεσαν σε επιθυμία του εαυτού τους γιατί προτίμησαν τα ανθρώπινα από τα θεία. Απορροφήθηκαν στ’ ανθρώπινα και δεν θέλουν να ξεφύγουν από τα γήϊνα. Καταδίκασαν την ψυχή τους στις σωματικές ηδονές, να είναι πάντα ταραγμένη και ζυμωμένη με τα πάθη.
Στο τέλος, λησμόνησαν και την εξουσία με την οποία τους προίκισε ο Δημιουργός. Και την αλήθεια για όλα αυτά μπορεί κανείς να τη διαπιστώσει από τη διήγηση της Αγίας Γραφής για τους πρωτοπλάστους. Διότι και ο Αδάμ, έως ότου είχε το νου στραμμένο προς το Θεό, απέφευγε την ενασχόληση με τα γήϊνα. Όταν όμως άκουσε τη συμβουλή του διαβόλου που είχε τη μορφή φιδιού και αποστάτησε από τη θέα του Θεού, τότε στράφηκε εγωϊστικά προς τον εαυτό του. Έτσι οι πρωτόπλαστοι έπεσαν στις σαρκικές επιθυμίες και αντιμετώπισαν τη γυμνότητα με πονηρία. Γι’ αυτήν ένιωσαν ντροπή.
Δεν ένιωσαν ντροπή για την έλλειψη ενδυμάτων αλλά γιατί έχασαν την επαφή τους με το Θεό και στράφηκε ο νους τους προς τα πονηρά. Η αποστασία από τη γνώση και τον πόθο του ενός και μοναδικού Θεού, οδήγησε τους ανθρώπους σε διάφορες και επί μέρους σωματικές επιθυμίες. Στη συνέχεια, όπως συνήθως συμβαίνει, οι επιμέρους και πολλές επιθυμίες δημιούργησαν μια καταναγκαστική μεταξύ τους εξάρτηση, ώστε να φοβούνται να τις εγκαταλείψουν.
Γι’ αυτό το λόγο προκλήθηκαν στη ψυχή τους φόβοι, δειλία, ηδονές και γήϊνο φρόνημα. Δεν θέλει να χάσει η ψυχή τις σωματικές επιθυμίες· και γι’ αυτό φοβάται το θάνατο και το χωρισμό από το σώμα. Και το χειρότερο, όταν δεν ικανοποιούνται οι επιθυμίες της ψυχής, τότε οδηγούν σε φόνους και αδικίες. Ας εξηγήσουμε τον τρόπο που τα κάμει αυτά. Η ψυχή, μετά την αποστασία από τη θεωρία των θείων, κάνοντας κατάχρηση των επιμέρους σωματικών επιθυμιών, ευχαριστείται από την απόλαυση του σώματος. Της άρεσε η ηδονή. Πλανήθηκε και στη χρήση ονόματος του καλού. Νόμισε ότι αυτή η ηδονή αποτελεί το όντως καλό. Συνέβη κάτι παρόμοιο μ’ εκείνον που σάλεψε στο μυαλό νομίζει ότι θα φέρει την τάξη στην κοινωνία, αν χρησιμοποιεί το ξίφος και τα όπλα ενάντια στους απειθείς.
Η ψυχή ερωτεύθηκε την ηδονή και άρχισε να την απολαμβάνει ποικιλότροπα. Επειδή είναι ευκίνητη η ψυχή, ακόμη κι όταν απομακρυνθεί από το καλό, δεν χάνει την ευκινησία της. Μόνο που τώρα δεν κινείται προς την αρετή ούτε προς τη θέα του Θεού. Σκέφτεται τα ανύπαρκτα. Σαν αυτεξούσια που είναι, αλλοιώνει την εξουσία που έχει μέσα της και κάνει κατάχρηση σε ψεύτικες επιθυμίες. Όπως μπορεί να στραφεί προς τα καλά, μπορεί και το αντίθετο. Η αποστροφή των καλών οδηγεί σίγουρα στη θεωρία των αντιθέτων. Διότι ποτέ η ψυχή δεν σταματά να κινείται, επειδή έχει στη φύση της την κίνηση. Κατανοώντας το αυτεξούσιό της, διαπιστώνει τη δυνατότητα που έχει να κινεί τα μέλη του σώματος και προς τα δύο, και προς υπάρχοντα και προς τα μη υπάρχοντα. Υπάρχοντα είναι τα καλά και μη υπάρχοντα είναι τα κακά. Λέω τα υπάρχοντα καλά, διότι έχουν το πρότυπό τους στο Θεό που είναι ο υπάρχων. Και λέω τα μη υπάρχοντα κακά, διότι τα έχει πλάσει η φαντασία των ανθρώπων·
γι’ αυτό είναι ανύπαρκτα.
Και συμβαίνει το εξής παράδοξο: το σώμα έχει τα μάτια για να βλέπει τα δημιουργήματα και από την αρμονία της τάξης του σύμπαντος ν’ αναγνωρίζει το Δημιουργό· παρόμοια, έχει και αυτιά για ν’ ακούει τα λόγια του Θεού και τις εντολές Του· το ίδιο έχει και χέρια, για τις αναγκαίες εργασίες και για να τα υψώνει στη διάρκεια της προσευχής προς το Θεό. Αντίθετα, η ψυχή, επειδή αποστάτησε από τη θεωρία των καλών και την κίνηση προς αυτά, βρίσκεται σε πλάνη και κινείται προς τα κακά.
Έπειτα, όπως είπα παραπάνω, βλέποντας η ψυχή τις δυνατότητές της να κάνει κακή χρήση, σκέφτηκε ότι μπορεί να κινήσει τα μέλη του σώματος και προς τα αντίθετα. Με αποτέλεσμα, το μάτι αντί να βλέπει τα δημιουργήματα, να κινείται προς τις επιθυμίες. Πιστεύει ότι κι αυτό μπορεί να το κάνει.
Νομίζει η ψυχή ότι, εφόσον κινείται, πιστοποιεί την αξία της και ότι δεν αμαρτάνει εφόσον κινεί τις δυνάμεις της. Απατάται, διότι δεν γνωρίζει ότι δημιουργήθηκε όχι απλά για να κινείται, αλλά να κινείται σε όσα αρμόζει. Σχετικά μ’ αυτό μαρτυρεί και ο λόγος του Αποστόλου: «Όλα επιτρέπονται, αλλά δεν συμφέρουν όλα».
Η ανταρσία όμως των ανθρώπων δεν κοίταξε το συμφέρον και πρέπον, αλλά τι μπορεί να κάνει· έτσι, κινήθηκε προς τα αντίθετα. Γι’ αυτό, κίνησε τα χέρια προς τα αντίθετα και άρχισε τους φόνους· οδήγησε την ακοή σε ανυπακοή· και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος στη μοιχεία αντί για τη νόμιμη συζυγία. Η γλώσσα κινείται αντί για ευλογίες σε βλασφημίες, ύβρεις και επιορκίες. Τα χέρια πάλι κινούνται στην κλοπή και τη χειροδικία των αδελφών. Η όσφρηση ξέπεσε σε ποικίλα ερωτικά αρώματα. Τα πόδια τρέχουν να χύσουν αίμα. Το στομάχι δεν χορταίνει το μεθύσι και την πολυφαγία. Συμπερασματικά, όλα αυτά συνιστούν την κακία και την αμαρτία της ψυχής.
Αιτία όλων αυτών των κακών δεν είναι άλλη από την απομάκρυνση από τα καλύτερα.
Συμβαίνει ό,τι και με τον ηνίοχο, που αδιαφορεί για τον σκοπό για τον οποίο οδηγεί τα άλογα στο στάδιο. Διότι οδηγώντας χωρίς σκοπό, οδηγεί τα άλογα απλά όπου μπορεί· και μπορεί όπου θέλει. Και πολλές φορές άλλοτε πέφτει πάνω στους περαστικούς και άλλοτε στούς γκρεμούς. Κατευθύνεται όπου τον παρασύρει η ταχύτητα των αλόγων. Έχει την ψευδαίσθηση ότι, τρέχοντας έτσι, δεν αστοχεί στο στόχο του. Διότι προσέχει μόνο το δρόμο και δεν αντιλαμβάνεται ότι ξέφυγε από το σκοπό του. Όπως λοιπόν γίνεται με τον ηνίοχο, έτσι και με την ψυχή που ξέφυγε από το δρόμο του Θεού και ικανοποιεί άπρεπα τα μέλη του σώματος. Ή καλύτερα, μαζί με το σώμα, η ψυχή εξωθείται κι από τον εαυτό της ν’ αμαρτάνει και να κυοφορεί μέσα της το κακό.
Δεν αντιλαμβάνεται ότι έχασε το δρόμο της και βγήκε έξω από τον αληθινό σκοπό της. Γι’ αυτόν το σκοπό είναι που λέει ο μακάριος και χριστοφόρος απόστολος Παύλος: «Επιδιώκω το σκοπό που δεν είναι άλλος από το βραβείο της ουράνιας πρόσκλησης του Ιησού Χριστού». Έχοντας λοιπόν ο απόστολος ως στόχο πάντοτε το καλό, ποτέ δεν ξέφυγε να κάμει τα κακό.
Ορισμένοι λοιπόν ειδωλολάτρες πλανήθηκαν από τον ορθό δρόμο και δεν γνώρισαν το Χριστό· θεωρούν ότι το κακό υπάρχει αυθύπαρκτα. Κάνουν διπλό σφάλμα. Από τη μιά, θεωρούν ότι ο Θεός ως Δημιουργός δεν έπλασε τα όντα. Γιατί αν η κακία είναι κι αυτή ον, υπάρχει δηλαδή από μόνη της,τότε δεν μπορεί ο Θεός να δημιουργεί τα όντα, ό,τι υπάρχει. Διότι, από την άλλη, αν θεωρούν το Θεό δημιουργό των όντων, πρέπει να Τον δεχθούν ότι είναι και δημιουργός του κακού. Διότι, γι’ αυτούς, και το κακό ανήκει στα όντα (έχει ύπαρξη).
Αυτό όμως είναι παράλογο και αδύνατο. Διότι τό κακό δεν προέρχεται κακό, ούτε υπάρχει μέσα σ’ αυτό, ούτε μέσω αυτού. Γιατί το καλό δεν θα ήταν καλό αν είχε μικτή φύση ή ήταν αίτιο του κακού.
Δυστυχώς, οι αιρετικοί ξέφυγαν από τη διδασκαλία της Εκκλησίας και πλανήθηκαν στην πίστη. Αυτοί πιστεύουν λαθεμένα ότι το κακό έχει ύπαρξη αληθινή. Κατασκευάζουν για τους εαυτούς τους, εκτός από τον αληθινό Θεό Πατέρα του Χριστού, έναν άλλο θεό. Τον θεωρούν κι αυτόν αδημιούργητο και δημιουργό του κακού και κάθε κακίας. Τον ταυτίζουν με το δημιουργό του κόσμου.
Εύκολα κανείς και από την Αγία Γραφή και με την κοινή λογική ανατρέπει τις πλάνες τους. Διότι με τη λογική διατύπωσαν αυτές τις τρελές ιδέες. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός στο ευαγγέλιό του πιστοποιεί τα λόγια του Μωϋσή, «ότι, ένας είναι ο Θεός και Δημιουργός». Και αλλού λέει: «Εσένα δοξάζω, Θεέ Πατέρα, που δημιούργησες τον ουρανό και τη γη». Αν, λοιπόν, ένας είναι ο Θεός και ο ίδιος που δημιούρησε τη γη και τον ουρανό, πώς είναι δυνατό να υπάρχει άλλος θεός εκτός απ’ αυτόν; Επίσης, σε ποιό τόπο θα βρίσκεται αυτός ο άλλος δικός τους θεός αφού παντού, και στον ουρανό και στη γη, βρίσκεται ο μοναδικός αληθινός Θεός;
Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει άλλος δημιουργός των όντων, όταν σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σωτήρα, δημιουργός των όντων είναι ο Θεός που είναι και Πατέρας του Κυρίου Ιησού Χριστού; Εκτός πια αν υποστηρίξουν ότι μπορεί ο θεός του κακού να διεκδικεί και τα έργα του καλού Θεού, για να υπάρχει μεταξύ τους ισότητα. Αν όμως λένε κάτι τέτοιο, πρόσεξε σε πόση ασέβεια πέφτουν! Διότι μεταξύ ίσων δεν υπάρχει ανώτερο και καλύτερο. Επειδή, ανεξάρτητα από τη θέληση του ενός, το άλλο υπάρχει. Με αποτέλεσμα, και η δύναμη και η αδυναμία και των δύο να είναι εξίσου ίδια. Είναι ίση η δύναμή τους, διότι, με το υπάρχουν, νικά το ένα τη θέληση του άλλου. Και είναι ίδια η αδυναμία και των δύο, διότι εξελίσσονται τα πράγματα ανεξάρτητα από τη θέληση του καθένα.
Ο καλός υπάρχει ανεξάρτητα από τη γνώμη του κακού· το ίδιο και ο κακός υπάρχει ανεξάρτητα από τη θέληση του καλού. Εξάλλου, θα μπορούσε να πει κανείς και το εξής στους ειδωλολάτρες: αν δημιουργήματα ανήκουν στον κακό θεό, ποιό είναι το έργο του αγαθού Θεού; Τίποτε άλλο εκτός από τό ότι έφτιαξε το δημιουργό. Και ποιό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Θεού, εφόσον δεν έχει έργα από τα οποία να τον γνωρίσουμε; Διότι τον δημιουργό τον γνωρίζεις από τα έργα του. Και πως είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο αντίθετοι θεοί; Τί είναι αυτό που τους ξεχωρίζει ώστε να υπάρχει ο ένας χωρίς τον άλλον;
Είναι αδύνατο να υπάρχουν συγχρόνως οι δυο θεοί, εφόσον ο ένας αναιρεί τον άλλο· ούτε και ο ένας μπορεί ν’ αναμειχθεί μέ τον άλλο, επειδή η φύση τους είναι διαφορετική και αταίριαστη. Αναγκαστικά θα εμφανιστεί μια τρίτη δύναμη που είναι κι αυτή θεός. Και τί είδους φύση θα έχει αυτός ο τρίτος θεός; καλή ή κακή; Αδιευκρίνιστο. Ένα είναι σίγουρο: δεν μπορεί να έχει τη φύση και των δύο.
Συμπερασματικά, αυτές οι θεωρίες είναι αβάσιμες. Καιρός είναι να λάμψει η αλήθεια που πηγάζει από τη θεολογία της Εκκλησίας. Κι αυτή είναι: το κακό δεν προέρχεται από το Θεό· ούτε υπάρχει μέσα Του ούτε το δημιούργησε από την αρχή ούτε αποτελεί μέρος της φύσης του Θεού. Το δημιούργησαν οι άνθρωποι: έχασαν την έννοια του καλού κι έτσι άρχισαν να φαντάζονται και να δημιουργούν, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, κι αυτά που δεν έφτιαξε ο Θεός. Συμβαίνει ό,τι και με τον ήλιο· ενώ φέγγει και φωτίζει όλη τη γη με τη λαμπρότητά του, αν εμείς κλείσουμε τα μάτια, νομίζουμε ότι είμαστε στο σκοτάδι, ενώ στην πραγματικότητα δέν υπάρχει· κι έτσι περπατάμε σαν τυφλοί στο σκοτάδι, πέφτουμε κάτω και βαδίζουμε στο γκρεμό· νομίζουμε ότι δεν υπάρχει φως αλλά σκοτάδι. Νομίζουμε ότι βλέπουμε, ενώ δεν βλέπουμε καθόλου.
Έτσι έκανε και η ψυχή των ανθρώπων. Σφράγισε τα μάτια με τα οποία μπορεί να βλέπει το Θεό και επινόησε μέσα της το κακό μέσα στο οποίο κινείται. Νομίζει ότι κάνει κάτι, ενώ δεν κάνει τίποτε. Διότι φαντάζεται πράγματα ανύπαρκτα. Η ψυχή δέν είναι όπως τη δημιούργησε ο Θεός αλλά φαίνεται όπως η ιδια κατάντησε τον εαυτό της. Τη δημιούργησε ο Θεός για να Τον βλέπει και να τη φωτίζει. Εκείνη όμως προτίμησε στη θέση του Θεού τα φθαρτά και το σκοτάδι, όπως λέει και το Άγιο Πνεύμα στην Αγία Γραφή: «ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο απλό· εκείνος όμως διανοείται πολλούς ψευδείς λογισμούς».
Έτσι λοιπόν από την αρχή προέκυψε και διαμορφώθηκε η εφεύρεση και η επινόηση της κακίας. Πρέπει όμως τώρα να διηγηθούμε, πώς ξέπεσαν οι άνθρωποι στη μανία της ειδωλολατρείας· για να γνωρίζεις ότι η επινόηση των ειδώλων καθόλου δεν προέρχεται από το καλό αλλά από το κακό. Κι αυτό που από την κατασκευή του είναι κακό, με τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί καλό, διότι όλο είναι κακό.
Παρ’ όλ’ αυτά η ψυχή των ανθρώπων δεν αρκέστηκε στην επινόηση της κακίας και άρχισε να οδηγεί τον εαυτό της στα χειρότερα. Επειδή συνήθισε στις ποικίλες ηδονές και λησμόνησε τα θεία, ικανοποιούνταν μόνο στα σωματικά πάθη. Αποβλέποντας μόνο στα παρόντα και την πρόσκαιρη καλοπέρασή τους, πίστεψε ότι δεν υπάρχει τίποτε πέρα απ’ αυτά που βλέπουν τά μάτια. Μόνο οι πρόσκαιρες σωματικές ηδονές είναι το καλό.
Αφού λοιπόν άλλαξε κατεύθυνση και λησμόνησε ότι είναι πλασμένη κατ’ εικόνα του αγαθού Θεού, έφτασε στο σημείο να μήν μπορεί να δει με τη δική της δύναμη το Λόγο του Θεού, σύμφωνα με τον οποίο πλάστηκε. Βγήκε έξω από το δημιουργικό σκοπό της και επινοεί και φαντάζεται τα ανύπαρκτα. Με τη μαυρίλα των σωματικών επιθυμιών λέρωσε τον εσωτερικό της καθρέφτη, στον οποίο μπορεί ν’ αντικατοπτριστεί η εικόνα του Θεού Πατέρα. Έτσι η ψυχή δεν μπορεί να δει μέσα της αυτά που πρέπει. Αποσπάται σε κάθε τι άλλο και βλέπει μόνον εκείνα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις.
Για το λόγο αυτό, η ψυχή κορεσμένη από κάθε σαρκική επιθυμία και ταραγμένη από τους λογισμούς που οι επιθυμίες προκαλούν, αναπαριστά φανταστικά τον λησμονημένο Θεό με αισθητές παραστάσεις. Έτσι ονοματίζει τα ορατά φαινόμενα με το όνομα του Θεού. Εξυμνεί μόνον αυτά που η ίδια θέλει και τα θεωρεί ευχάριστα σ’ αυτήν.
Επομένως, η κακία αποτελεί την αιτία της ειδωλολατρείας. Πρώτα έμαθαν οι άνθρωποι να επινοούν σε βάρος τους την ανύπαρκτη κακία, και στη συνέχεια έπλασαν για τον εαυτό τους τους ανύπαρκτους θεούς. Όπως κάποιος βυθίστηκε στο βυθό και δεν βλέπει πλέον το φως ούτε όσα υπάρχουν στο φως· τα μάτια του είναι στραμένα προς τα κάτω και τον σκεπάζει το νερό. Επειδή βλέπει μόνο αυτά που είναι στο βυθό, νομίζει ότι τίποτε εκτός από αυτά δεν υπάρχει· θεωρεί ότι αυτά που βλέπει είναι τα πιο σπουδαία απ’ όλα που υπάρχουν.
Κατά παρόμοιο τρόπο, από την αρχαία εποχή οι άνθρωποι παραφρόνησαν και βυθίστηκαν στις σαρκικές επιθυμίες και φαντασιώσεις· λησμόνησαν το Θεό και τη λατρεία Του. Έχοντας σκοτισμένο το νου ή, το χειρότερο, χωρίς καθόλου λογική, πίστεψαν σαν θεούς τα αισθητά φαινόμενα. Λάτρεψαν αντί για το Δημιουργό τα δημιουργήματα· θεοποίησαν τ’ ανθρώπινα έργα στη θέση του Κυρίου και Θεού που τα έπλασε Σύμφωνα με το προηγούμενο παράδειγμα, εκείνοι που βυθίζονται στο βυθό, όσο κατεβαίνουν προς τα κάτω, τόσο περισσότερο ορμούν σε πιο σκοτεινά και βαθιά νερά. Έτσι έπαθε και το γένος των ανθρώπων.
Δεν έμπλεξαν σε μια απλή μορφή ειδωλολατρείας, ούτε παρέμειναν στο στο αρχικό της στάδιο· όσο περισσότερο καιρό έμεναν στο πρώτο στάδιο, τόσες περισσότερες δεισιδαιμονίες σκαρφίζονταν. Δεν χόρταιναν με τα πρώτα αλλά έμπλεκαν σε άλλες χειρότερες κακίες.
Πρόκοβαν στην αισχρότητα και επέκτειναν την ασέβεια πέρα από τον εαυτό τους Αυτό το ομολογεί και η Αγία Γραφή: «Όταν ο ασεβής προοδεύσει στο κακό, τότε περιφρονεί (και γίνεται χειρότερος)». Μόλις ο νους των ανθρώπων απομακρύνθηκε από το Θεό, άρχισαν οι άνθρωποι να πέφτουν στους λογισμούς και τις σκέψεις. Πρώτα έδωσαν θεϊκή τιμή στον ουρανό, τον ήλιο, τη σελήνη και τα άστρα· τα πίστεψαν όχι μόνο ως θεούς αλλά τα θεώρησαν και ως δημιουργούς των άλλων δημιουργημάτων που έγιναν μετά απ’ αυτά.
Έπειτα, οι άνθρωποι έπεσαν σε χειρότερους λογισμούς· αποκάλεσαν θεούς τον αιθέρα, τον αέρα κι όσα βρίσκονται σ’ αυτά. Προχωρώντας ακόμη στην κακία, λάτρεψαν ως θεούς ακόμη και τις συστατικές ιδιότητες των σωμάτων, δηλαδή τη θερμότητα, ψυχρότητα και υγρασία. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν όπως συμβαίνει μ’ αυτούς που πέφτουν ολοκληρωτικά στη γη και σύρονται στο χώμα σαν τα σαλιγκάρια. Έτσι και οι πιο ασεβείς από τους ανθρώπους ξέπεσαν από τη θεωρία του Θεού και θεοποίησαν ανθρώπους ή ανθρωπομορφές, άλλους ακόμη ζωντανούς και άλλους ήδη νεκρούς.
Ήδη όμως μηχανεύθηκαν κι άλλα χειρότερα, και απέδωσαν το θείο και υπερκόσμιο όνομα του Θεού σε πέτρες, ξύλα, θαλάσσια ζώα και ερπετά της γης, και σ’ αυτά ακόμη τα άγρια άλογα ζώα.
Απονέμουν σ’ αυτά όλες τις τιμές που αρμόζουν στο Θεό, ενώ παράλληλα αποστρέφονται τον όντως αληθινό Θεό και Πατέρα του Χριστού. Και μακάρι το θράσος των ανοήτων ανθρώπων να έφτανε ώς αυτό το σημείο και να μην αναμειγνύονταν σε μεγαλύτερες ασέβειες. Γιατί ορισμένοι τόσο ξέπεσαν και σκοτίσθηκαν στο νου ώστε να επινοούν και να θέλουν να θεοποιούν αυτά που είναι ανύπαρκτα και ούτε φαίνονται ανάμεσα στα δημιουργήματα. Ανάμιξαν λογικά πλάσματα με άλογα· έμπλεξαν πράγματα ανόμοια στη φύση τους και τα προσκυνούν ως θεούς.
Τέτοιοι είναι οι θεοί των Αιγυπτίων που έχουν κεφάλι σκύλου ή φιδιού ή γαϊδουριού· ακόμη και ο θεός των Λιβύων Άμμωνας πού έχει κεφάλι κριού. Άλλοι πάλι διαίρεσαν τα μέρη του σώματος σε κεφάλι, ώμο, χέρια και πόδια και το καθένα ξεχωριστά το ανύψωσαν σε θεό και το προσκύνησαν. Δεν τους έφτανε φαίνεται να λατρεύουν γενικά όλο το σώμα!
Άλλοι πάλι αύξησαν τόσο την ασέβειά τους ώστε θεοποίησαν ακόμη και την ηδονή και τις σαρκικές επιθυμίες που προκαλούν αυτές και την κακία και τις προσκυνούν Τέτοιοι θεοί είναι ο Έρωτας και η Αφροδίτη της Πάφου. Άλλοι πάλι απ’ αυτούς, σαν να φιλοδοξούν τα χειρότερα, τόλμησαν ν’ ανυψώσουν ως θεούς τους άρχοντές τους ή και τους νεαρούς ερωμένους των αρχόντων· τό έκαναν ή προς τιμήν των αρχόντων ή από το φόβο της εξουσίας. Για παράδειγμα, στην Κρήτη είναι ο φοβερός Ζεύς, στην Αρκαδία ο Ερμής, στην Ινδία ο Διόνυσος, στην Αίγυπτο η Ίσις, ο Όσιρις και ο Ώρος· και τώρα ο Αντίνοος ο νεαρός ερωμένος του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού. Αυτόν τον προσκυνούν διότι φοβούνται αυτόν που τους διέταξε να το κάνουν, αν και γνωρίζουν πώς είναι άνθρωπος, και μάλιστα όχι σεμνός αλλά γεμάτος από ασέλγεια.
Διότι, όταν ο Αδριανός επισκέφτηκε τη χώρα της Αιγύπτου και πέθανε εκεί ο δούλος του Αντίνοος, που του ικανοποιούσε τα πάθη, έδωσε εντολή να τον λατρεύουν ως θεό. Ο Αδριανός λοιπόν ήταν ερωτευμένος με το δούλο ακόμη και μετά το θάνατο αυτού· σε μας όμως έδωσε μια απόδειξη κι ένα επιχείρημα εναντίον κάθε μορφής ειδωλολατρεία, ότι δηλαδή την εφεύραν οι άνθρωποι όχι για κανένα άλλο λόγο αλλά για τα πάθη τους.
Αυτό το μαρτυρεί από την Παλαιά Διαθήκη και η σοφία του Θεού, που λέει: «Η επινόηση των ειδώλων έχει ως αιτία την πορνεία». Και να μην απορήσεις ούτε να θεωρήσεις αναξιόπιστο αυτό που λέω· αφού πριν από λίγο καιρό, ίσως και μέχρι τώρα, η σύγκλητος των Ρωμαίων αναγορεύει ως θεούς αυτούς που βασίλεψαν από τα αρχαία χρόνια· νομοθετεί να προσκυνούν ως θεούς όλους αυτούς ή όποιους αυτή θέλει και αποφασίζει.
Οι συγκλητικοί, όσους βέβαια βασιλείς τους μισούν, τους κηρύσσουν φυσικούς εχθρούς τους και τους ονομάζουν κοινούς θνητούς· όσους όμως συμπαθούν, γι’ αυτούς διατάζουν να λατρεύονται ως τάχα καλοί άνδρες. Λες και έχουν την εξουσία να αναγορεύουν θεούς, ενώ οι ίδιοι είναι άνθρωποι και μάλιστα κοινοί θνητοί. Θα έπρεπε όμως, εφόσον αναγορεύουν θεούς, οι ίδιοι να είναι θεοί.
Διότι πρέπει ο τεχνίτης να είναι ανώτερος από το δημιούργημα και ο δικαστής να εξουσιάζει αυτόν που κρίνει· το ίδιο, αυτός που προσφέρει να χαρίζει οπωσδήποτε αυτό που έχει.Έτσι και ο βασιλιάς να χαρίζει αυτό που έχει, καθώς είναι πιο ισχυρός και μεγάλος απ’ αυτούς που παίρνουν. Εφόσον λοιπόν αυτοί αναγορεύουν ως θεούς αυτούς που θέλουν, πρέπει πρώτα οι ίδιοι να είναι θεοί. Το παράδοξο όμως είναι το εξής: οι ίδιοι που θεοποιούν πεθαίνουν ως άνθρωποι, κι έτσι αποδεικνύουν ότι η απόφασή τους είναι άκυρη.
Αυτή η συνήθεια δεν είναι νέα, ούτε άρχισε με απόφαση της ρωμαϊκής συγκλήτου, αλλά από την αρχή τη μελετούσαν με σκοπό την επινόηση των ειδώλων.
Διότι και οι περίφημοι αρχαίοι θεοί των Ελλήνων όπως ο Δίας, ο Ποσειδών, ο Απόλλων, ο Ήφαιστος και ο Ερμής και οι γυναικείες θεότητες Ήρα, Δήμητρα, Αθηνά και Άρτεμις, ανακηρύχθηκαν θεοί με εντολή του Θησέα, για τον οποίο μας διηγούνται οι Έλληνες. Και αυτοί που έδωσαν την εντολή πέθαναν ως άνθρωποι και τους θρηνούν. Ενώ, αυτοί για τους οποίους βγήκε η εντολή, προσκυνούνται ως θεοί. Αλίμονο στη μεγάλη τους αντινομία και παραφροσύνη! Ενώ γνωρίζουν αυτόν που έδωσε την εντολή, προτιμούν να λατρεύουν αυτούς για τους οποίους εκδόθηκε. Μακάρι η μανία τους για τα είδωλα να περιοριζόταν μέχρι τις ανδρικές θεότητες και να μην αποδιδόταν το όνομα του Θεού και σε γυναικείες μορφές. Ακόμη και τις γυναίκες, με τις οποίες είναι ανασφαλές ν’ αποφασίζει κανείς από κοινού, κι αυτές τις λατρεύουν και τις προσκυνούν ως θεότητες. Αυτές είναι όσες προβλέπουν οι διαταγές του Θησέα, όπως ήδη αναφέραμε. Στους Αιγύπτιους είναι η Ίσις, που λέγεται Κόρη και Νεαρότερη· σέ άλλους ανήκει η Αφροδίτη. Τα ονόματα των υπολοίπων θεωρώ απρέπεια και να τα αναφέρω, διότι προκαλούν ντροπή.
Πολλοί πάλι, όχι μόνο τα αρχαία χρόνια αλλά και τα σημερινά, έχασαν αγαπητά πρόσωπα, αδέλφια, συγγενείς και γυναίκες· και πολλές γυναίκες έχασαν τους άνδρεςτους. Όλους αυτούς, που η ζωή απέδειξε ότι είναι θνητοί άνθρωποι, αυτούς από το μεγάλο τους πένθος τούς ζωγράφησαν και τους έκαναν αγάλματα και τους πρόσφεραν θυσίες. Αυτούς οι μετέπειτα, λόγω της τέχνης και της ικανότητας του τεχνίτη του αναθήματος, τους θεοποίησαν, πράγμα αφύσικο.
Όλους αυτούς οι γονείς τους τους έκλαψαν διότι ήξεραν ότι δεν είναι θεοί· αν το γνώριζαν, δεν θα τους θρηνούσαν σαν χαμένους. Άλλωστε, όχι μόνο δεν τους θεωρούσαν θεούς, αλλά επειδή πίστευαν ότι δεν υπάρχουν καθόλου, τους αναπαράστησαν σε εικόνες ώστε, βλέποντας την εικόνα τους, να παρηγορούνται για την ανυπαρξία τους. Σ’ αυτούς όμως οι ανόητοι προσεύχονται και τους αποδίδουν τις τιμές του αληθινού Θεού. Έτσι λοιπόν, στην Αίγυπτο ακόμη και τώρα γίνεται θρήνος για το θάνατο του Όσιρι, του Ώρου, του Τυφώνα και των υπολοίπων.
Και οι χάλκινοι λέβητες στη Δωδώνη και οι κορύβαντες στην Κρήτη αποδεικνύουν ότι ο Δίας δεν είναι θεός αλλά άνθρωπος· κατάγεται μάλιστα από ανθρωποφάγο πατέρα. Και το αξιοθαύμαστο, ο μεγαλύτερος Έλληνας φιλόσοφος, που καυχήθηκε ότι φιλοσόφησε πολλά για το Θεό, ο Πλάτωνας, κατέβηκε κι αυτός στον Πειραιά με το Σωκράτη, για να προσκυνήσει την Άρτεμη, έργο ανθρώπινης τέχνης!
Όλες αυτές τίς επινοήσεις της λατρείας των ειδώλων η Αγία Γραφή τίς σημείωνε από καιρό, λέγοντας: «Η ειδωλολατρεία έχει για θεμέλιο την πορνεία. Η επινόησή της καταστρέφει τη ζωή». Διότι ούτε στην αρχή της ζωής υπήρχε ούτε στο μέλλον θα υπάρξει. Την έφερε στον κόσμο η κενοδοξία των ανθρώπων, και γι’ αυτό θά έχει σύντομο τέλος.
Ένας πατέρας πού πενθεί το νεκρό παιδί του, φτιάχνει εικόνα του πρόωρα πεθαμένου παιδιού του· έτσι, τιμά τώρα σαν ζωντανό το νεκρό παιδί του και τελεί με τους δούλους του μυστήρια και λατρευτικές τελετές. Με το πέρασμα του χρόνου το ασεβές έθιμο γίνεται μόνιμη τελετή. Με διαταγή των τυράννων λατρεύονταν και τα αγάλματά τους. Διότι, όσοι υπήκοοί τους κατοικούσαν μακριά και δεν τους έβλεπαν αυτοπροσώπως για να τους τιμήσουν, έφτιαξαν το άγαλμα του βασιλιά σε εμφανές σημείο, για να τιμούν δουλικά τον απόντα ως παρόντα. Και η καλλιτεχνία του δημιουργού παρότρυνε τά θύματα της άγνοιας σε υπερβολική λατρεία.
Ο μεν τεχνίτης, επειδή θέλει να αρέσει στον άρχοντα, προσπαθεί ν’ αποδώσει τέλεια την ομοιότητα της εικόνας. Ο λαός όμως, παρασύρεται από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και θεωρεί τον πριν από λίγο τιμώμενο άνθρωπο ως σεβάσμιο θεό. Κι αυτό υπήρξε ολίσθημα στη ζωή. Διότι, οι άνθρωποι, όντας εξαρτώμενοι σε συμφορά ή τυραννία, «απέδωσαν το σεβάσμιο όνομα του Θεού σέ πέτρες και ξύλα».
Αφού, λοιπόν, αυτή είναι, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, η επινόηση των ειδώλων που έπλασαν οι άνθρωποι, είναι ώρα να προχωρήσω για χάρη σου και στην ανατροπή της. Θα χρησιμοποιήσω αποδείξεις όχι από ξένες πηγές αλλά από τα δικά τους φρονήματα.
Ας ξεκινήσω πρώτα από τα πιό ελαφρά επιχειρήματα. Αν εξετάσεις κανείς τίς πράξεις των θεωρουμένων ως θεών, θα διαπιστώσει ότι όχι μόνο θεοί δεν είναι, αλλά φανερώνονται ως οι πιο αισχροί από τους ανθρώπους. Για παράδειγμα, τί σημαίνει να διαβάζει κανείς στους ποιητές τους έρωτες και τις αισχρότητες του Δία; Τί σημαίνει ν’ ακούει ότι αυτός αρπάζει τον Γανυμήδη και διαπράτει κρυφές μοιχείες; Τί σημαίνει να φοβάται, μήπως, παρά τη θέλησή του, καταστραφούν τα τείχη της Τροίας; Τί σημαίνει να βλέπει το Δία να λυπάται για το θάνατο του γιού του Σαρπηδόνα και να μή μπορεί να τον βοηθήσει, αν και το θέλει;
Επίσης, τι σημαίνει να βλέπει κανείς το Δία να πέφτει θύμα συνομωσίας από άλλους δήθεν θεούς, όπως η Ήρα και ο Ποσειδώνας, ενώ τον βοηθεί μια γυναίκα, η Θέτιδα και ο Αιγαίωνας με τα εκατό χέρια; Ακόμη, να τον νικούν οι ηδονές, να γίνεται δούλος γυναικών και για χάρη τους να ριψοκινδυνεύει μεταμορφούμενος σε τετράποδο ζώο ή σε πτηνό· Καί πάλι τί σημαίνει ο Δίας να κρύβεται επειδή τον κυνηγά ο πατέρας του, ενώ ο ίδιος έκλεισε στη φυλακή τον πατέρα του Κρόνο και στη συνέχεια τον ευνούχισε; Συμπερασματικά, αξίζει αυτόν να τον θεωρούν θεό, που έκανε τόσα και έχει κατηγορηθεί για αδικήματα τα οποία το κοινό ρωμαϊκό δίκαιο δεν επιτρέπει ούτε σε κοινούς ανθρώπους;
Και επειδή είναι πολλά, αναφέρω λίγα απ’ αυτά. Ποιός άνθρωπος δεν θα χλευάσει και καταδικάσει σε θάνατο τον Δία, όταν δει τη μοιχεία και τη διακόρευση που έκανε στη Σεμέλη, τη Λήδα, την Αλκμήνη, την Άρτεμη, τη Λητώ, τη Μαία, την Ευρώπη, τη Δανάη και την Αντιόπη; Ή για το θράσος να έχει την ίδια και αδελφή και γυναίκα, δεν θα τον χλευάσει και τιμωρήσει με θάνατο;
Και όχι μόνο διέπραξε μοιχεία, αλλά και τα παιδιά πού απόκτησε απ’ αυτήν τα θεοποίησε και απέδωσε λατρευτικές τιμές. Ως κάλυμμα της ασέλγειάς του είχε την επινόηση της θεοποίησης. Τέτοια θεοποιηθέντα παιδιά του Δία είναι ο Ηρακλής, οι Διόσκουροι, ο Ερμής, ο Περσέας και η Σώτειρα.
Ακόμη, ποιός, όταν δει στην Τροία την αδιάλλακτη φαγωμάρα μεταξύ των δήθεν θεών για χατήρι των Ελλήνων ή των Τρώων, δεν θα καταδικάσει την αδυναμία τους; Με τη φιλονικεία τους ερέθισαν και τους ανθρώπους.
Επιπλέον, ποιός θα δει το Διομήδη να πληγώνει τον Άρη και την Αφροδίτη, ή τον Ηρακλή την Ήρα και τον υποχθόνιο θεό του Άδη, ή τον Περσέα να πληγώνει το Διόνυσο και τον Αρκάδα την Αθηνά, ή τον Ήφαιστο να τον γκρεμίζουν και να μένει κουτσός, ποιός λογικός άνθρωπος για όλα αυτά δεν θα αμφιβάλλει για τη φύση τους και θ’ αποφύγει να τους ονομάζει θεούς; Εφόσον υπόκεινται στη φθορά και έχουν πάθη, δεν είναι τίποτε άλλο παρά άνθρωποι, και μάλιστα αδύναμοι. Θ’ απορεί κανείς, ποιούς να θαυμάζει περισσότερο, αυτούς που πλήγωσαν ή αυτούς που πληγώθηκαν! Ποιός, επίσης, δεν θα γελάσει και δεν θα κατηγορήσει για διαφθορά, όταν πληροφορηθεί τη μοιχεία του Άρη σε βάρος της Αφροδίτης· ή το δόλο του Ήφαιστου σε βάρος των δύο παραπάνω· και ακόμη τους υπόλοιπους θεούς που καλέστηκαν από τον Ήφαιστο καί πήραν μέρος στη μοιχεία και ασέλγεια ως θεατές;
Ή ποιός δεν θα γελάσει βλέποντας τον εκτος εαυτού μεθυσμένο Ηρακλή ν’ ασωτεύει με την Αμφιάλη;
Δεν είναι ανάγκη να ελέγξουμε αναλυτικά τις φιλήδονες πράξεις των θεών, τους παράλογους έρωτές τους, την κατασκευή ειδώλων από χρυσό, ασήμι, χαλκό, σίδερο, πέτρα και ξύλο. Όλ’ αυτά τα πράγματα από μόνα τους προκαλούν αποστροφή και από μόνα τους φανερώνουν το βάθος της πλάνης. Ένα μόνο· λυπάται κανείς εκείνους οι οποίοι έχουν ξεγελαστεί και παρασυρθεί απ’ όλα αυτά.
Διότι, ενώ μισούν θανάσιμα το μοιχό που παρασύρει τη γυναίκα τους, αντίθετα δεν ντρέπονται να θεοποιούν αυτούς που διδάσκουν τη μοιχεία. Και ενώ απορρίπτουν σαρκική σχέση με την αδελφή τους, όμως λατρεύουν αυτούς που το έκαναν. Και ενώ παραδέχονται ως κακό την παιδεραστία, παρ’ όλα αυτά λατρεύουν αυτούς που κατηγορούνται ότι την έκαναν. Γενικά, αυτά που απαγορεύουν οι νόμοι στους ανθρώπους να τα κάνουν, αυτά δεν ντρέπονται να τ’ αποδίδουν ως χαρακτηριστικά των ψευτοθεών τους!
Έπειτα, προσκυνώντας τίς πέτρες και τα ξύλα, δεν βλέπουν ότι όλα αυτά είτε τα πατούν με τα πόδια είτε τα καίνε· δυστυχώς, όμως, μερικά κομμάτια τους τα αναγορεύουν σε θεότητες. Αυτά που πριν από λίγο χρησιμοποιούσαν, τώρα με μανία τα λαξεύουν και τα λατρεύουν. Δεν βλέπουν ούτε σκέφτονται ότι λατρεύουν την τέχνη του γλύπτη και όχι θεούς.
Όσο καιρό οι πέτρες είναι απελέκητες και τα υλικά ακατέργαστα, τόσο τα καταπατούν και τα χρησιμοποιούν ακόμη και στις πιο εξευτελιστικές εργασίες. Μόλις όμως ο τεχνίτης επιβάλλει στα υλικά αυτά τη συμμετρία της επιστήμης του και χαράξει σ’ αυτά τη μορφή ενός άνδρα ή μιας γυναίκας, τότε ευγνωμονούν τον τεχνίτη και τα προσκυνούν ως θεότητες· σαν να μην έδωσαν χρήματα στον αγαλματοποιό για να τα αγοράσουν!
Πολλές φορές μάλιστα και ο ίδιος ο τεχνίτης των γλυπτών, σαν να ξέχασε ότι ο ίδιος τα έφτιαξε, προσεύχεται στα δικά του έργα! Αυτά που πριν από λίγο κομμάτιαζε και σμίλευε, τά ίδια μετά την επεξεργασία τους τα ονομάζει θεούς. Θα έπρεπε, αν αυτά τα έργα ήταν άξια θαυμασμού, να προτιμούν την τέχνη του δημιουργού και όχι τα ίδια τα δημιουργήματα. Διότι, δεν στολίζει ούτε θεοποιεί η ύλη την τέχνη, αλλά η τέχνη την ύλη. Θα ήταν πιο δίκαιο να προσκυνούν τον τεχνίτη των αγαλμάτων και όχι τα δημιουργήματά του. Για δύο λόγους, πρώτα γιατί αυτός υπήρχε πριν τα γλυπτά-θεούς κι έπειτα διότι τα έφτιαξε όπως αυτός ήθελε. Τώρα όμως άφησαν στην άκρη το δίκαιο και περιφρόνησαν την επιστήμη και την τέχνη· προσκυνούν πλέον τα δημιουργήματα της επιστήμης και τέχνης.
Και ενώ πεθαίνει ο άνθρωπος κατασκευαστής των ειδώλων, τα έργα του τα τιμούν ως αθάνατα. Κι αυτά όμως, αν δεν τα φροντίσουν καθημερινά, με την πάροδο του χρόνου, λόγω του υλικού κατασκευής της, καταστρέφονται. Πώς, λοιπόν, δεν θα τους λυπόταν κανείς και στο εξής: αυτοί που βλέπουν προσκυνούν τους τυφλούς, κι αυτοί που ακούν προσεύχονται στους κωφούς.
Δυστυχώς, οι άνθρωποι, που έχουν από τη φύση τους ψυχή και λογική, ονομάζουν θεούς αυτούς που δεν κινούνται καθόλου και δεν έχουν ψυχή. Και δεν είναι το πιο παράδοξο, αυτούς που οι ίδιοι εξουσιάζουν σ’ αυτούς να είναι υπόδουλοι σαν αφεντικά τους; Και μη θεωρείς ότι αυτά που λέω σε βάρος τους είναι ψευδή και αβάσιμα· είναι ολοφάνερη η αξιοπιστία τους· μπορούν εύκολα να τη διαπιστώσουν όσοι το επιθυμούν.
Γιά όλα αυτά υπάρχει η καλύτερη μαρτυρία από την Αγία Γραφή που διδάσκει και λέει: «Τα αγάλματα των ειδωλολατρικών λαών είναι από ασήμι και χρυσάφι, ανθρώπινα κατασκευάσματα. Έχουν μάτια αλλά δεν βλέπουν· έχουν στόμα, αλλά δεν μιλούν· έχουν αυτιά αλλά δεν ακούν· έχουν μύτη αλλά δεν οσφραίνονται. Έχουν χέρια αλλά δεν μπορούν να ψηλαφίσουν· πόδια έχουν και δεν περπατούν· δεν μπορούν ν’ αρθρώσουν φωνή. Όσοι τα κατασκευάζουν ομοιάζουν σ’ όλα μ’ αυτά». (Ψαλμός 113) Αυτά τα είδωλα τα καταδικάζουν οι προφήτες με ελεγκτικό λόγο του γίου Πνεύματος: «Θα ντραπούν αυτοί που πλάθουν θεούς και μάταια κατασκευάζουν είδωλα· όλοι οι ψευτοθεοί, απ’ όποιον κι αν φτιάχτηκαν, ξεράθηκαν κι εξαφανίστηκαν. Κι όσοι από τους ανθρώπους είναι κουφοί πνευματικά και επιμένουν στήν πλάνη, ας συγκεντρωθούν όλοι μαζί· θα ντραπούν για την πλάνη τους και τους ψευτοθεούς τους.
»Να, πώς έγιναν οι θεοί τους! σιδεράς λεπταίνει το σίδερο, με το σφυρί το κατεργάζεται, το τρυπά κατάλληλα με το τρυπάνι και το στήνει όρθιο. Το δουλεύει με τη δύναμη των χεριών του· και μάλιστα νηστικός, αποκαμωμένος και διψασμένος.
»Το ίδιο και ο ξυλουργός· διαλέγει το ξύλο, απλώνει το μέτρο του, το κόβει, το κολλά και το διαρρυθμίζει. Έτσι δίνει σ’ αυτό μορφή ωραίου άνδρα και το στήνει στο ναό. Ο ξυλουργός έκοψε ξύλο από το δάσος, το οποίο όμως ο Κύριος το φύτεψε, η βροχή το πότισε και το μεγάλωσε· έτσι ώστε να το χρησιμοποιήσουν οι άνθρωποι να θερμανθούν με τη φωτιά. Καίγοντάς το, έψησαν ψωμί πάνω σ’ αυτό, ενώ από ένα κομμάτι του οι γλύπτες έφτιαξαν είδωλα θεών και τα προσκύνησαν.
Έτσι λοιπόν το μισό ξύλου του ειδώλου το έκαψαν στη φωτιά· και στο μισό έψησαν κρέας, έφαγαν και χόρτασαν· ζεστάθηκαν και είπαν: Ευχάριστο πράγμα η θερμότητα και η θέα της φωτιάς».
»Το υπόλοιπο ξύλο το προσκυνούσε λέγοντας: βοήθησέ με, επειδή είσαι θεός. Δεν είχαν σύνεση, διότι σκοτίσθηκαν ώστε να μη βλέπουν τα μάτια της ψυχής τους και να καταλαβαίνουν με το νου. Ο ξυλουργός που σκάλισε το είδωλο δεν σκέφτηκε με το νου ούτε με την ψυχή ούτε με τη στοιχειώδη σύνεση ότι το μισό ξύλο το έκαψε για να θερμανθεί και έψησε σε αυτό ψωμιά· έψησε και κρέας και έφαγε. Το υπόλοιπο ξύλο το έκανε βδελυρό είδωλο και το προσκυνούν.
»Μάθετε ότι η καρδιά τους είναι στάχτη και βρίσκονται στην πλάνη· κανείς δεν μπορεί να τους σώσει. Δέστε σεις που φτιάξατε τα είδωλα· δεν θα πείτε ότι με το δεξί μας χέρι κάναμε ψεύτικα είδωλα;». (Ησαΐας, 44). Πώς λοιπόν δεν θα ελεγχθούν ως άθεοι μπροστά σ’ όλους όσοι θεωρούνται και από την ίδια την Αγία Γραφή ασεβείς; Ή πώς δεν είναι κακότυχοι όσοι τόσο φανερά αποδεικνύεται ότι λατρεύουν τα άψυχα αντί τα αληθινά; Τί ελπίδα έχουν και ποιός μπορεί να τους συγχωρήσει, αφού πιστεύουν σε μη λογικά και ψεύτικα όντα, αντί να προσκυνούν τον αληθινό Θεό;
Μακάρι ο τεχνίτης να έφτιαχνε τους θεούς τους χωρίς μορφή, ώστε να μην είναι ολοφάνερη η απόδειξη της αδιαντροπιάς τους.
Διότι θα ξεγελούσαν τους απλοϊκούς ότι δήθεν τα είδωλα καταλαβαίνουν, αν βέβαια τα αισθητήρια όργανά τους (μάτια, μύτες, αυτιά, χέρια και στόμα) δεν ήταν ανίκανα να κινηθούν και να χρησιμοποιήσουν τις αισθήσεις τους για ν’ αντιληφθούν τα αισθητά αντικείμενα.
Τώρα όμως τα είδωλα έχουν αισθητήρια χωρίς να αισθάνονται, πόδια χωρίς να στέκονται, και ενώ κάθονται δεν κάθονται. Διότι δεν έχουν την ενέργεια των αισθητηρίων, αλλά μένουν ακίνητοι ως θεοί όπως θέλησε ο κατασκευαστής τους Δεν έχουν κανένα γνώρισμα του Θεού, εντελώς άψυχοι, όπως τους έφτιαξε ο τεχνίτης.
Μακάρι οι κήρυκες και μάντεις αυτών των θεών, εννοώ τους ποιητές και συγγραφείς, να τους ονομάτιζαν απλά ως θεούς και τίποτε άλλο· να μην ανέφεραν καθόλου τις πράξεις τους, διότι αυτές αποδεικνύουν ότι δεν είναι θεοί και ότι είναι αισχρή η ζωή τους. Γιατί, και με μόνο την αναφορά στο όνομα «θεός», μπορεί να γίνει υποκλοπή της αλήθειας και να ξεγελαστούν πολλοί.
Τώρα όμως, οι ποιητές διηγούνται τους έρωτες και τις αισχότητες του Δία, τις παιδεραστίες των υπολοίπων, τίς ερωτικές ζηλοτυπίες των γυναικών, τους φόβους, τις δειλίες και τις άλλες κακίες. Μ’ όλα αυτά όμως στιγματίζουν τον εαυτό τους, ότι όχι μόνο για θεούς δεν διηγούνται αλλ’ ούτε για σεμνούς ανθρώπους και πλάθουν μύθους αισχρούς και κακούς. Ίσως όμως, για να δικαιολογηθούν οι ασεβείς, να χρησιμοποιήσουν την ιδιότητα των ποιητών λέγοντας ότι έχουν το δικαίωμα να πλάθουν ανύπαρκτα πράγματα και ψεύτικους μύθους για ευχαρίστηση των ακροατών. Χάρη σ’ αυτό έπλασαν και τα σχετικά με τους θεούς. Κι αυτή όμως η δικαιολογία θα φανεί μετέωρη απ’ όλους τους μύθους που αραδιάζουν για τους θεούς.
Διότι, αν όλα όσα λένε οι ποιητές είναι μυθεύματα, τότε ψεύτικο θα ήταν και το όνομα του Δία, του Κρόνου, της Ήρας και των υπόλοιπων θεών. Ίσως βέβαια, όπως λένε αυτοί, και τα ονόματα να είναι πλαστά και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καθόλου Δίας ή Κρόνος ή Άρης. Τους δημιουργούν οι ποιητές, για να ξεγελούν τους ακροατές τους.
Εφόσον όμως οι ποιητές πλάθουν αυτούς που δεν υπάρχουν, πώς θα τους θεωρούμε αληθινούς θεούς; Ή μήπως θα μας πουν ότι δεν πλάθουν ψευδή ονόματα, αλλά ψευδείς πράξεις σε βάρος τους; Κι αυτό όμως δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για να τους απαλλάξει στην απολογία τους. Διότι, αν πλάθουν ψεύτικες πράξεις, ψεύτικα θα είναι και τα ονόματα των πρωταγωνιστών. Το αντίθετο: αν λένε αλήθεια στα ονόματα, οπωσδήποτε αληθινές θα είναι και οι πράξεις.
Άλλωστε αυτοί που πλάθουν τους μύθους των θεών γνωρίζουν πολύ καλά και ποιά πρέπει να είναι τα έργα τους. Ποτέ δεν θα απέδιδαν ανθρώπινες ιδιότητες στους θεούς· όπως δεν αποδίδει κανείς την ιδιότητα της φωτιάς στο νερό· η μία είναι καυτή και το άλλο ψυχρό. Αν οι πράξεις των θεών είναι αντάξιές τους, τότε θα ήταν θεοί και όσοι τις έκαμαν. Αν όμως οι πράξεις της μοιχείας και οι παρόμοιες χαρακτηρίζουν κακούς ανθρώπους, τότε οι δράστες τους είναι άνθρωποι και όχι θεοί.
Διότι οι πράξεις πρέπει να συμφωνούν με τη φύση του δράστη τους· ώστε η ενέργεια να φανερώση τον δράστη και η πράξη να γίνει αντιληπτή από την ουσία της. Όπως ακριβώς συμβαίνει με κάποιον που μιλάει για το νερό και τη φωτιά· αναφέροντας τις ενέργειές τους, δεν λέει ότι το νερό καίει ούτε ότι η φωτιά ψυχραίνει. Παρόμοια, σχετικά με τον ήλιο και τη γη, δεν λέει ότι η γη φωτίζει και ο ήλιος βγάζει βότανα και καρπούς· αν έλεγε κάτι τέτοιο, θα ξεπερνούσε κάθε τρέλα.
Έτσι λοιπόν οι δικοί τους ποιητές και μάλιστα ο πιο σπουδαίος (εννοεί τον Όμηρο), αν πίστευαν ότι ο Δίας και οι λοιποί είναι θεοί, δεν θα τους απέδιδαν τέτοιου είδους πράξεις. Διότι αυτές αποδείχνουν ότι δεν είναι θεοί αλλά περισσότερο άνθρωποι, καί μάλιστα χωρίς αρετή.
Αν όμως κατηγορείς τους ποιητές ότι λόγω της ιδιότητάς τους λένε ψέματα, γιατί να μη λένε ψέματα και για τα κατορθώματα των ηρώων; Να πλάθουν, δηλαδή, δειλία αντί για ανδρεία και το αντίστροφο; Έπρεπε όπως είπαν ψέματα για τον Δία και την Ήρα, έτσι να προσάπτουν ψευδώς στον Αχιλλέα δειλία, ενώ στο Θερσίτη (ο πιο δειλός Έλληνας στην εκστρατεία της Τροίας) δύναμη· να συκοφαντούν τον Οδυσσέα για επιπολαιότητα και τον σοφό Νέστορα για παρανοϊκότητα. Να διηγούνται για τον Διομήδη και τον Έκτορα γυναικείες (δειλές) πράξεις, ενώ για την Εκάβη (γυναίκα του Πριάμου που δείλιασε στην αιχμαλωσία της) ανδρεία. Εφόσον λένε αυτοί ότι οι ποιητές πλάθουν ψέμματα, θα έπρεπε για όλες τις περιπτώσεις να το κάνουν.
Τώρα όμως συμβαίνει το εξής στους ποιητές : ενώ για τους ανθρώπους λένε την αλήθεια, δεν διστάζουν να λένε ψέματα για τους δήθεν θεούς. Ίσως, βέβαια, να πει κάποιος ότι λένε ψέματα για τις αδιάντροπες πράξεις τους· ενώ, αντίθετα, λένε την αλήθεια στους επαίνους, όταν υμνούν τον Δία ότι κυβερνά στον Όλυμπο και τον ουρανό ως πατέρας και ανώτερος όλων των θεών. Την αλήθεια αυτού του συλλογισμού μπορεί να την καταρρίψει ο καθένας, όχι μόνον εγώ. Με τα πρώτα επιχειρήματα θα λάμψει σε βάρος τους η αλήθεια. Διότι οι πράξεις που διηγούνται δείχνουν ότι πρόκειται για ανθρώπους, ενώ οι έπαινοι για υπερανθρώπους. Το καθένα απ’ αυτά δεν συμφωνεί με το άλλο. Διότι δεν αποτελεί ίδιο των ουράνιων θεών να κάνουν τέτοιες πράξεις, ούτε όσοι τις κάνουν μπορεί να ονομάζονται θεοί.
Τί μας μένει να σκεφθούμε από το ότι τα εγκώμια για τους θεούς είναι ψεύτικα και χαριστικά, ενώ οι αισχρές τους πράξεις αληθινές. Την πραγματικότητα αυτού την επιβεβαιώνει κανείς από πείρα. Κανείς δεν εγκωμιάζει κάποιον και ταυτόχρονα κατηγορεί τις πράξεις του. Αλλά συμβαίνει το εξής: όποιον έχει αισχρή ζωή προσπαθούν με επαίνους να τον υψώσουν, για να εξαπατήσουν τους ανθρώπους που ακούν για την κακή ζωή του κι έτσι ν’ αποκρύψουν την αισχρότητά του.
Συμβαίνει, όπως ένας που θέλει να εγκωμιάσει κάποιον και δεν βρίσκει τίποτε άξιο επαίνου ούτε στη συμπεριφορά ούτε στην ψυχή, καθώς αυτά προκαλούν ντροπή· τον εξυψώνει τότε με διαφορετικό τρόπο και του αποδίδει χαρίσματα ανώτερα από την αξία του. Έτσι κάνουν και οι διάσημοι ποιητές των ειδωλολατρών· ντρέπονται για τις αισχρές πράξεις των δήθεν θεών και τους αποδίδουν υπεράνθρωπο όνομα, αυτό της θεότητας. Δεν καταλαβαίνουν ότι η ιδιότητα του υπεράνθρωπης θεότητας όχι μόνο δεν θα καλύψει τις ανθρώπινες αδυναμίες των ψευτοθεών, αλλά μάλλον θα τους ξεσκεπάσει, επειδή οι ανθρώπινες αδυναμίες δεν ταιριάζουν σε αντιλήψεις για το Θεό.
Εγώ μάλιστα πιστεύω ότι οι ποιητές παρά τη θέλησή τους αναφέρουν τα πάθη και τις πράξεις των θεών. Επειδή, όπως λέει η Αγία Γραφή, προσπάθησαν ν’ αποδώσουν το όνομα και την τιμή που ανήκει στο Θεό σ’ αυτούς που δεν είναι θεοί αλλά κοινοί θνητοί· κάτι τέτοιο αποτελεί μεγάλη ασέβεια. Εξαιτίας αυτής της ασέβειας τους υποχρέωσε η αλήθεια, χωρίς τη θέλησή τους, να εκθέσουν τα πάθη των ψευτοθεών. Κι έτσι οι απόγονοί τους να διαβάζουν στα βιβλία τους τα πάθη των θεών και να αποδείχνεται ότι δεν είναι θεοί.
Ποιά λοιπόν δικαιολογία ή απόδειξη για τη θεότητα αυτών θα είχαν εκείνοι που είναι γεμάτοι από δεισιδαιμονίες; Απ’ όσα είπαμε παραπάνω, αποδείχτηκε ότι οι θεοί είναι άνθρωποι, και μάλιστα γεμάτοι πάθη. Ίσως όμως θα χρησιμοποιήσουν με καύχηση εκείνο το επιχείρημα, ότι οι δήθεν θεοί ανακάλυψαν πράγματα χρήσιμα για τη ζωή των ανθρώπων, και γι’ αυτό τους λένε θεούς, διότι αποδείχτηκαν χρήσιμοι στους ανθρώπους.
Λένε ότι ο Δίας ανακάλυψε την τέχνη της πλαστικής,
ο Ποσειδώνας την κυβερνητική,ο Ήφαιστος την κατεργασία του χαλκού, η Αθηνά την υφαντική, ο Απόλλων τη μουσική, η Άρτεμη το κυνήγι, η Ήρα τον καλλωπισμό, η Δήμητρα τη γεωργία και άλλοι θεοί άλλες τέχνες, όπως μας διηγούνται οι ιστορικοί.
Αυτές όμως τις τέχνες και τις παρόμοιες επιστήμες έπρεπε οι άνθρωποι να τις αποδώσουν όχι μόνο στους (ψευτο)θεούς αλλά στην ανθρώπινη φύση. Διότι αυτή εφευρίσκει τις τέχνες. Εξάλλου πολλοί θεωρούν την τέχνη απομίμηση των ιδιοτήτων της ανθρώπινης φύσης. Αν λοιπόν έγιναν επιστήμονες, επειδή σπούδασαν τις τέχνες, δεν σημαίνει ότι πρέπει να τους θεωρούμε και θεούς, αφού είναι άνθρωποι.
Διότι δεν προήλθαν οι τέχνες από τους θεούς, αλλά στις τέχνες οι ίδιοι οι άνθρωποι αντίγραψαν την φύση τους. Όντας λοιπόν άνθρωποι με φυσική την ικανότητα να μάθουν, όπως και το είπαμε, δεν είναι παράδοξο που επινόησαν τις τέχνες· διότι με το νου τους μελέτησαν τη δική τους φύση και απ’ αυτήν προήλθαν οι γνώσεις.
Κι αν ισχυρίζονται ότι πρέπει να τους αναγορεύσουμε θεούς, επειδή ανακάλυψαν τις τέχνες, τότε είναι καιρός να ονομάσουμε θεούς και τους εφευρέτες των άλλων τεχνών, για τον ίδιο λόγο που και οι πρώτοι ονομάστηκαν. Για παράδειγμα, είναι κι άλλοι τέτοιοι εφευρέτες. Οι Φοίνικες ανακάλυψαν το αλφάβητο, ο Όμηρος την ηρωϊκή ποίηση, ο Ζήνων ο Ελεάτης τη διαλεκτική,ο Συρακούσιος Κόραξ τη ρητορική τέχνη· ο Αρισταίος τη μελισσοκομία, ο Τριπτόλεμος την καλλιέργεια των σιτηρών· ο Σπαρτιάτης Λυκούργος και ο Αθηναίος Σόλων τη νομοθεσία· ο Παλαμήδης εφεύρεσε το συντακτικό και την αριθμητική. Και άλλοι πολλοί ανακάλυψαν πολλά και διάφορα χρήσιμα για το βίο των ανθρώπων, όπως μας τα διηγούνται οι ιστορικοί.
Αν λοιπόν η εφεύρεση των επιστημών φτιάχνει τους θεούς και τη λατρεία τους, υποχρεωτικά πρέπει καί όσοι έγιναν κατόπιν εφευρέτες, να θεωρούνται κι αυτοί θεοί.
Αν όμως αυτούς δεν τους αξιώνουν ως θεούς αλλά τους κατατάσσουν στην κατηγορία των ανθρώπων, τότε κατ’ ακολουθία πρέπει ο Δίας, η Ήρα και οι λοιποί να μήν καλούνται θεοί· να θεωρείται ότι κι αυτοί υπήρξαν άνθρωποι. Ακόμη περισσότερο διότι δεν ήταν σεμνοί, όπως το δείχνουν και τα αγάλματά τους· αποδεικνύουν ότι τίποτε άλλο δεν ήταν παρά μόνον άνθρωποι.
Διότι, με τη γλυπτική, ποιά άλλη μορφή δίνουν στους (ψευτο)θεούς παρά ανδρών ή γυναικών; Και ακόμη δίνουν μορφές κατώτερων όντων που δεν έχουν φύση λογική, όπως κάθε είδους πτηνά, ήμερα και άγρια τετράποδα, ερπετά, όσα περιέχει η γη, η θάλασσα και κάθε είδους νερά.
Διότι οι άνθρωποι έπεσαν στον παραλογισμό των παθών και των ηδονών· δεν σκέπτονταν τίποτε άλλο παρά ηδονές και σαρκικές επιθυμίες. Με το νου λοιπόν στραμμένο σ’ αυτά τα παράλογα, αναπαράστησαν το θείο με μη λογικές παραστάσεις σύμφωνα με τα πάθη τους, και έτσι με τα γλυπτά παράστησαν πολλούς θεούς.
Έχουν λοιπόν ως θεούς παραστάσεις ζώων, ερπετών και πτηνών, όπως το λέει ο θείος και αληθινός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής: «Απατήθηκαν με με τις μάταιες σκέψεις τους και σκοτείνιασε η ανόητη καρδιά τους. Ενώ ισχυρίζονταν πως είναι σοφοί, αποδείχθηκαν ανόητοι· προτίμησαν, αντί τη δόξα του αιώνιου Θεού, είδωλα εικόνας θνητών ανθρώπων και πτηνών, ζώων και ερπετών. Γι’ αυτό επίτρεψε ο Θεός να πέσουν σε ατιμωτικά πάθη».
Αφού λοιπόν, όπως προείπαμε, πρώτα χτυπήθηκε η ψυχή τους με τις παράλογες ηδονές, ύστερα ξέπεσαν σε τέτοιου είδους ειδωλολατρεία. Για την πτώση τους αυτή στην άρνηση του αληθινού Θεού, επέτρεψε Εκείνος να κυλίονται στα πάθη και ν’ απεικονίζουν το Θεό Πατέρα του Κυρίου με παράλογα είδωλα.
Σχετικά μ’ αυτά, οι θεωρούμενοι φιλόσοφοι και επιστήμονες από τους ειδωλολάτρες, όταν τους κατηγορούν, δεν αρνούνται ότι οι δήθεν θεοί είναι μορφές ανθρώπων και κτηνών· κι όταν απολογούνται, λένε ότι έχουν αυτά τα είδωλα, για να τους απαντά και παρουσιάζεται ο θεός μέσω αυτών. Διότι, δεν είναι δυνατό με άλλο τρόπο να γνωρίσουν τον αόρατο θεό παρά με τέτοια αγάλματα και λατρευτικές τελετές.
Οι πιο φιλόσοφοι και βαθυστόχαστοι βέβαια απ’ αυτούς ισχυρίζονται ότι παριστάνουν τους θεούς με τέτοια είδωλα, για να επικαλούνται μ’ αυτά την εμφάνιση αγγέλων και θείων δυνάμεων· έτσι με τις εμφανίσεις τους θα τους διδάξουν τη γνώση του Θεού.
Λένε ότι τα είδωλα είναι για τους ανθρώπους σαν τα γράμματα που τα διαβάζουν και μπορούν να κατανοήσουν το Θεό με τη βοήθεια αγγελικών εμφανίσεων. Αυτά βέβαια εκείνοι με τέτοιους μύθους τα αξιολογούν. Και βέβαια δεν θεολογούν· ευτυχώς, που δεν το κάνουν. Αν κανείς όμως εξετάσει με επιμέλεια τα λεγόμενά τους, θα διαπιστώσει ότι και αυτές οι απόψεις είναι εξίσου ψευδείς με τίς προηγούμενες.
Θα μπορούσε βέβαια να τους πει κάποιος την αλήθεια που θα τους κρίνει. Πώς μ’ αυτά τα είδωλα διακρίνεται και γνωρίζεται ο Θεός; Με ποιό από δύο; Με το υλικό κατασκευής τους ή με τη μορφή που εικονίζουν; Αν γίνεται με το υλικό, τί χρειάζεται η μορφή; Και μήπως δεν εμφανιζόταν ο Θεός με ασχημάτιστη την ύλη, πριν από τη δημιουργία των ειδώλων; Μάταια αυτοί περιβάλλουν τους ναούς με τείχη, κλείνοντας μέσα τους μια πέτρα ή ένα κομμάτι ξύλου ή χρυσού, εφόσον όλη η γη είναι γεμάτη από τέτοιου είδους υλικά.
Εάν πάλι η μορφή που εικονίζεται στα είδωλα γίνεται αιτία της εμφάνισης του Θεού, τί χρειάζεται η ύλη του χρυσού και των άλλων υλικών; Και δεν εμφανίζεται καλύτερα ο Θεός με τα ίδια τα φυσικά ζώα, τα οποία εικονίζοντα στα αγάλματα; Διότι με τον τρόπο αυτό θα σχηματιζόταν καλύτερη η αντίληψη για το Θεό, αν εμφανιζόταν καθεαυτός με έμψυχα ζώα, λογικά ή μη, και όχι με άψυχα και ακίνητα, τα οποία συνιστούν μεγάλη ασέβεια.
Ενώ σιχαίνονται και αποστρέφονται τα φυσικά ζώα, είτε είναι τετράποδα είτε πτηνά και ερπετά, εξαιτίας της αγριότητας και ακαθαρσίας τους, παρ’ όλ’ αυτά αποτυπώνουν τις μορφές τους σε πέτρες, ξύλα και χρυσό και τα θεοποιούν. Το σωστό βέβαια θα ήταν να θεοποιούν τα ίδια τα ζώα και όχι να λατρεύουν τα είδωλά τους.
Ίσως, κανένα από τα δύο, ούτε η μορφή ούτε το υλικό κατασκευής να είναι αιτία της παρουσίας του Θεού. Μόνο η επιστημονική τέχνη καλεί το Θεό να εμφανιστεί, επειδή αυτή μιμείται τη φύση. Αν όμως πάλι, εξαιτίας της επιστήμης εμφανίζεται ο Θεός στα αγάλματα, τότε τί χρειαζόμαστε την ύλη, αφού έχουμε την επιστήμη;
Εάν τέλος παρουσιάζεται ο Θεός εξαιτίας της τέχνης, και για το λόγο αυτό προσκυνούνται τα γλυπτά ως θεοί, τότε θα έπρεπε οι άνθρωποι που δημιουργούν την τέχνη, να προσκυνούνται και να λατρεύονται, αφού και λογική έχουν και την επιστήμη κατέχουν. Όσον αφορά τη δεύτερη και σπουδαιότερη δικαιολογία τους, θα μπορούσε κανείς να πει τα εξής: αν, ειδωλολάτρες, έχετε κατασκευάσει τα είδωλα όχι για να εμφανιστεί ο Θεός αλλά να παρουσιαστούν σ’ αυτά άγγελοι, για ποιό λόγο αποδίδετε μεγαλύτερη αξία στα αγάλματα με τα οποία επικαλείστε τις δυνάμεις, παρά σ’ αυτές τις ίδιες τις δυνάμεις που επικαλείστε;
Όπως ισχυρίζεστε, φτιάχνετε αγάλματα για να γνωρίσετε το Θεό· δίδετε το όνομα και την τιμή του ίδιου του Θεού σ’ αυτά τα αγάλματα και έτσι καταντάτε σε μεγάλη ασέβεια. Ενώ ομολογείτε ότι η δύναμη του Θεού ξεπερνά την αδυναμία των αγαλμάτων, δεν τολμάτε να επικαλεστείτε το Θεό διά μέσου αυτών, αλλά επικαλείστε τις ασθενέστερες δυνάμεις. Και παρ’ όλ’ αυτά, παραβλέπετε και αυτές τις δυνάμεις καί δώσατε το όνομα του Θεού, του οποίου φοβείστε την παρουσία, σε πέτρες και ξύλα. Τα ονομάζετε αυτά θεούς, αντί για πέτρες και αντικείμενα της τέχνης των ανθρώπων, και μάλιστα τα προσκυνείτε.
Κι αν αυτά τα είδωλα, όπως ψευδώς το λέτε, σας χρησιμεύουν σαν γράμματα, για ν’ ανεβείτε στο Θεό, δεν είναι σωστό να προτιμάτε τα σύμβολα από το συμβολιζόμενο. Διότι, αν κανείς γράψει το όνομα του βασιλιά, δεν κινδυνεύει λιγότερο αν προτιμήσει το γράμμα από το βασιλιά· θα τιμωρηθεί με θάνατο, ενώ το γράμμα τυπώνεται με την επιστήμη της γραφής.
Έτσι και σεις, αν έχετε υγιή το νου σας, δεν θα αποδίδατε το τόσο μεγάλο γνώρισμα της θεότητος στην ύλη· ούτε θα προτιμούσατε περισσότερο το γλυπτό από τον γλύπτη άνθρωπο που το κατασκεύασε. Διότι, αν τα γράμματα δηλώνουν την παρουσία του Θεού, εξαιτίας αυτού, επειδή παριστάνουν το Θεό, αξίζει να θεοποιηθούν. Πολύ περισσότερο όμως αξίζει να θεοποιηθεί ο τεχνίτης που τα σμίλευσε και χάραξε, διότι είναι πιό ισχυρός και πιο κοντά στο Θεό από εκείνους· καθόσον και τα αγάλματα τα πελέκησε και τα μορφοποίησε ο τεχνίτης σύμφωνα με την καλαισθησία του.
Αν λοιπόν τα είδωλα είναι άξια θαυμασμού, πολύ περισσότερο θαυμασμό αξίζει ο τεχνίτης που τα χάραξε λόγω της τέχνης και της ιδιοφυίας του. Επομένως, αν γι’ αυτό δεν αξίζει να θεωρούνται θεοί, πάλι θα τους ρωτούσε κανείς για την παραφροσύνη των ειδώλων, ζητώντας να μάθει απ’ αυτούς για ποιό λόγο δόθηκε σ’ αυτά μια τέτοια μορφή.
Αν όμως ο Θεός απεικονίζεται μόνον με μορφή ανθρώπου, τότε γιατί τον παριστάνουν με μορφή αλόγων ζώων; Αν πάλι η εικόνα του είναι ζωόμορφη, τότε γιατί τον παριστάνουν με μορφή λογικών όντων; Και αν πάλι και τα δύο είνα σωστά και απεικονίζουν το Θεό και με τους δύο τύπους μορφής, διότι είναι και ζωόμορφος και ανθρωπόμορφος, τότε γιατί ξεχωρίζουν αυτά που συνδέονται και διακρίνουν το άγαλμα του ζώου απ’ αυτό του ανθρώπου; Γιατί δεν φτιάχνουν το Θεό και με τις δύο μορφές όπως είναι τα μυθικά πλάσματα Σκύλλα και Χάρυβδις, ο Ιπποκένταυρος και ο σκυλοκέφαλος Άννουβις των Αιγυπτίων; Θα έπρεπε ή να έχουν έτσι δύο μορφές ή να έχουν μόνο μία μορφή και να μη φτιάχνουν άλλη που θα είναι σε αντίθετη της άλλης.
Εάν πάλι η μορφή των θεών είναι αρσενικού γένους, γιατί τους αποδίδουν και θηλυκή μορφή; Αν όμως είναι θηλυκού γένους, γιατί τους παριστάνουν με αρσενική μορφή λέγοντας ψέμματα; Κι αν τέλος έχουν δύο γένη, θα έπρεπε να μη τα χωρίζουν, αλλά να τα εικονίζουν μαζί· να είναι σαν τους λεγόμενους ερμαφρόδιτους. Έτσι, η δεισιδαιμονία τους θα δίνει αφορμή στους θεατές των ειδώλων όχι μόνο για ασέβεια και κακολογία αλλά και για γέλια.
Γενικά, αν θεωρούν το θείο με μορφή σωματική, ώστε να επινοούν και να φαντάζονται ότι έχει κοιλιά, χέρια, πόδια, αυχένα, στήθη και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος για αναπαραγωγή, πρόσεξε σε πόση ασέβεια και αθεΐα κατέπεσε ο νους τους, ώστε τέτοια να σκέφτονται για το Θεό!
Διότι ακολουθούν οπωσδήποτε και τα υπόλοιπα πάθη του σώματος, δηλαδή να τέμνεται, να διαιρείται και ολοκληρωτικά να καταστρέφεται. Αυτά όμως και τα παρόμοιά τους δεν χαρακτηρίζουν το Θεό, αλλά τα γήϊνα σώματα. Διότι ο Θεός είναι και ασώματος και άφθαρτος και αθάνατος· δεν χρειάζεται τίποτε απ’ αυτά σέ καμιά περίπτωση. Ενώ αυτά είναι φθαρτά και μορφές σωμάτων και έχουν ανάγκη φροντίδας, όπως το είπαμε προηγουμένως. Πολλές φορές βλέπουμε να επισκευάζονται όσοι πάλιωσαν και όσους εξαφάνισε ο χρόνος, η βροχή ή κάτι άλλο από τα ζώα της γης· αυτοί ξαναφτιάχνονται.
Θα μπορούσε κάποιος να τους κατηγορήσει για την παραφροσύνη τους και στα εξής: Ονομάζουν θεούς αυτούς που οι ίδιοι δημιούργησαν. Ζητούν την λύτρωση απ’ αυτούς που οι ίδιοι με τις τέχνες τους συντήρησαν, για να μην καταστραφούν. Ζητούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους αυτοί που γνωρίζουν ότι έχουν ανάγκη τη δική τους φροντίδα (των ανθρώπων). Δεν ντρέπονται ν’ αποκαλούν κύριους του ουρανού και της γης αυτούς που τους κλείνουν σε μικρά σπιτάκια (ειδωλολατρικοί ναοί).
Για την αθεΐα τους μπορεί κανείς να πληροφορηθεί όχι μόνο απ’ αυτά, αλλά και από το ότι δεν συμφωνούν στην τιμή που αποδίδουν στα είδωλα. Διότι αν είναι θεοί, όπως λένε και φιλοσοφούν γι’ αυτούς, ποιόν απ’ αυτούς να προτιμήσει κανείς και ποιούς να θεωρήσει σπουδαιότερους ώστε ή να είναι σίγουρος ότι προσκυνεί το Θεό ή, όπως λένε, να μην αμφιβάλλει ότι στα είδωλα γνωρίζει το Θεό; Διότι δεν αναγνωρίζουν όλοι τους ίδιους θεούς. Όσα περισσότερα έθνη υπάρχουν, τόσοι και θεοί επινοούνται. Σε πολλές περιπτώσεις οι κάτοικοι μιας χώρας ή πόλης διαφωνούν μεταξύ τους για την λατρευτική τιμή προς τα είδωλα.
Οι Φοίνικες δεν γνωρίζουν τους θεούς των Αιγυπτίων, ούτε οι Αιγύπτιοι προσκυνούν τα ίδια είδωλα με τους Φοίνικες. Οι Σκύθες δεν δέχονται τους θεούς των Περσών ούτε οι Πέρσες των Σύρων. Οι Πελασγοί πάλι κατηγορούν τους θεούς της Θράκης. Οι Θράκες παρόμοια δεν γνωρίζουν τους θεούς των Θηβαίων. Οι Ινδοί στρέφονται εναντίον των Αράβων, οι Άραβες εναντίον των Αιθιόπων και οι Αιθίοπες εναντίον όλων αυτών, σχετικά με την προσκύνηση των ειδώλων. Οι Σύροι δεν τιμούν τους ίδιους θεούς με τους Κίλικες. Οι Καππαδόκες έχουν διαφορετικούς θεούς· οι Βιθυνοί επινόησαν άλλους και οι Αρμένιοι άλλους για τον εαυτό τους. Και τί μου χρειάζονται πολλά παραδείγματα; Οι κάτοικοι της ξηράς έχουν διαφορετικούς θεούς από τους νησιώτες, και το αντίστροφο. Γενικά, κάθε πόλη και χωριό αγνοούν τους θεούς των γειτόνων και προσκυνούν τους δικούς τους· διότι τους θεωρούν ανώτερους.
Δεν χρειάζεται καθόλου ν’ αναφέρουμε τη μιαρή λατρεία των Αιγυπτίων· όλοι βλέπουν ξεκάθαρα ότι οι πόλεις έχουν μεταξύ τους εχθρική την θρησκεία. Οι μεταξύ τους γείτονες φροντίζουν να προσκυνούν εχθρικούς θεούς. Τον κροκόδειλο, για παράδειγμα, κάποιοι τον προσκυνούν ως θεό, άλλοι όμως τον θεωρούν βδέλυγμα.
Τό ίδιο και το λιοντάρι, ορισμένοι το λατρεύουν ως θεό· οι γείτονές τους όμως, όχι μόνο το λατρεύουν, αλλά, όπου το συναντήσουν, το σκοτώνουν κιόλας ως άγριο θηρίο. Παρόμοια και το ψάρι που άλλοι το θεωρούν θεό, άλλοι όμως το καταναλώνουν ως τροφή.
Για όλες αυτές τις διαφορές συμβαίνουν και οι μεταξύ τους πόλεμοι, οι επαναστάσεις, οι φόνοι και οι εμπαθείς ηδονές. Και το πιο παράδοξο, όπως διηγούνται οι ιστορικοί, οι Πελασγοί πήραν τα ονόματα των θεών των Αιγυπτίων και, χωρίς να γνωρίζουν τους θεούς αυτούς, προσκυνούν με τα ίδια ονόματα άλλους θεούς! Η ειδωλολατρεία των διαφόρων εθνών διαφέρει από λαό σε λαό, και δεν έχουν όλοι ακριβώς την ίδια πίστη και θρησκεία.
Δικαιολογημένα έπαθαν κάτι τέτοιο. Διότι λησμόνησαν τη γνώση του ενός και μοναδικού Θεού· έτσι έπεσαν σε πολλές δεισιδαιμονίες. Αρνήθηκαν τον αληθινό Υιό του Θεού Πατέρα, τον Σωτήρα όλων Ιησού Χριστό, με αποτέλεσμα ο νους τους να ξεφεύγει σε πολλά μάταια. Συμβαίνει όπως μ’ αυτούς που κρύβονται από τον ήλιο και γυρνούν σε σκοτεινά καταγώγια· περιπλανούνται σε πολλούς δρόμους, δεν βλέπουν τους διαβάτες που συναντούν και φαντάζονται τους απόντες ως παρόντες· «ενώ φαίνεται ότι βλέπουν, στην πραγματικότητα δεν βλέπουν». Τό ίδιο, και όσοι αρνήθηκαν τον αληθινό Θεό και σκοτίσθηκε η ψυχή τους, πλάθουν ανύπαρκτους θεούς, όπως οι μεθυσμένοι και οι τυφλοί.
Όλα αυτά δεν αποτελούν μικρή απόδειξη της πραγματικής αθεΐας τους. Σε κάθε πόλη και χώρα έχουν πολλούς και διαφορετικούς θεούς που ο ένας καταργεί τον άλλον και όλοι αλληλοκαταργούνται. Επίσης, εκείνοι που από ορισμένους θεωρούνται ως θεοί, από τους άλλους προσφέρονται σπονδή και θυσία σε άλλους δήθεν θεούς. Και το αντίστροφο: οι θυσίες των άλλων θεωρούνται θεοί από τους άλλους.
Για παράδειγμα, οι Αιγύπτιοι σέβονται ως θεό το βόδι και τον Άπι, που είναι μοσχάρι· αυτά όμως οι άλλοι τα προσφέρουν θυσία στο Δία. Κι αν ακόμη δεν θυσιάζουν τα ίδια ζώα αλλά παρόμοια, πιστεύουν ότι τα ίδια προσφέρουν. Οι Λίβυοι το πρόβατο που το ονομάζουν Άμμωνα, το έχουν θεό· αυτό όμως πολλοί άλλοι το θυσιάζουν ως σφάγιο. Οι Ινδοί λατρεύουν το Διόνυσο αποκαλώντας τον συμβολικά «κρασί». Τό κρασί όμως αυτό οι άλλοι το χύνουν ως σπονδή.
Άλλοι τιμούν και αναγορεύουν ως θεότητες τα ποτάμια και τις βρύσες· οι Αιγύπτιοι ιδιαίτερα τιμούν το νερό. Κι όμως άλλοι, ακόμη και οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι που λατρεύουν το νερό, καθαρίζουν τις ακαθαρσίες των άλλων και του εαυτού τους με το νερό, το οποίο μετά τη χρήση το χύνουν με αηδία.
Σχεδόν όλα τα είδωλα των Αιγυπτίων προσφέρονται ως θυσία στους θεούς των άλλων λαών. Έτσι, οι άλλοι τους κοροϊδεύουν διότι λατρεύουν ως θεούς αυτούς που δεν είναι θεοί· αλλά, και αυτοί απεχθάνονται και προσφέρουν θυσία όσα οι άλλοι πιστεύουν ως θεούς. Ορισμένοι μάλιστα έφτασαν σε τόση ασέβεια και παραφροσύνη ώστε να σφάζουν ακόμη και ανθρώπους, με τους οποίους έχουν την ίδια φύση και μορφή, και να τους προσφέρουν θυσία στους ψευτοθεούς τους. Και δεν βλέπουν οι κακορίζικοι ότι τα σφαγιαζόμενα θύματα αποτελούν τα πρότυπα των ειδώλων των θεών που έφτιαξαν και προσκυνούν· και σ’ αυτά προσφέρουν θυσία τους ανθρώπους. Σχεδόν θυσιάζουν τα όμοια στα όμοια ή μάλλον τα ανώτερα στα κατώτερα· διότι θυσιάζουν τα έμψυχα στα άψυχα και προσφέρουν τα λογικά στα άλογα και ακίνητα.
Οι Σκύθες, για παράδειγμα, που λέγονται Ταύρειοι, θυσιάζουν στη θεά τους που ονομάζεται Παρθένος τους ναυαγούς και όσους Έλληνες συλλαμβάνουν. Δείχνουν πολλή μεγάλη ασέβεια σε συνανθρώπους τους και φανερώνουν έτσι την ωμότητα των θεών τους. Διότι, αυτούς που η θεία Πρόνοια έσωσε από κινδύνους της θάλασσας, οι ιδιοι τους κατακρεουργούν και γίνονται εχθροί της θείας Πρόνοιας· με την απάνθρωπη συμπεριφορά τους εξαλείφουν την σωτηρία της Πρόνοιας στους ναυαγούς.
Άλλοι πάλι, όταν επιστρέψουν νικητές από τον πόλεμο, αμέσως κατατάσσουν σε εκατοντάδες τους αιχμαλώτους και διαλέγουν ένα από κάθε εκατοντάδα. Και σφάζουν όλους αυτούς που διαλέγουν, ένα από κάθε εκατοντάδα.
Δεν κάνουν τόσα απάνθρωπα μόνον οι Σκύθες που ως άγριοι έχουν έμφυτη μέσα τους την βαρβαρότητα· αυτή η κακία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ειδωλολατρείας και της πονηρίας των δαιμόνων.Διότι και οι Αιγύπτιοι παλιότερα θυσίαζαν στην Ήρα τέτοια σφάγια. Επίσης, οι Φοίνικες και οι Κρήτες εξιλέωναν τον Κρόνο με θυσίες των παιδιών τους. Και οι αρχαίοι Ρωμαίοι λάτρευαν με ανθρωποθυσίες τον ονομαζόμενο Δία τον Λατιάριο. Καί άλλοι με άλλο τρόπο, πάντως όλοι γενικά και μόλυναν και μολύνονταν. Μολύνονταν επειδή οι ίδιοι έκαναν τους φόνους· και μόλυναν τους ναούς τους επειδή πρόσφεραν τέτοιου είδους θυσίες.
Απ’ όλα αυτά πολλαπλασιάστηκαν τα κακά ανάμεσα στους ανθρώπους. Διότι, βλέποντας ότι οι δαιμονικοί θεοί τους ευφραίνονταν μ’ αυτά, αμέσως και οι ίδιοι μιμήθηκαν τους θεούς τους σε τέτοια παραπτώματα. Θεωρούν σπουδαίο κατόρθωμα να μιμούνται, όπως νομίζουν, τις πράξεις των ανωτέρων. Από την αντίληψη αυτή οι άνθρωποι ξέπεσαν σε φόνους, παιδοκτονίες και κάθε είδους ασέλγεια. Έτσι, σχεδόν κάθε πόλη είναι γεμάτη από κάθε ακολασία, επειδή προσπαθούν να μιμηθούν τις πράξεις των θεών τους. Στους ειδωλολάτρες κανείς δεν θεωρείται συνετός παρά μόνον ο αποδεδειγμένα ακόλαστος.
Την παλιά εποχή στα ειδωλεία της Φοινίκης εκδίδονται γυναίκες, για να προσφέρουν στους εκεί θεούς το μίσθωμα της εκδόσεως του σώματός τους. Πίστευαν ότι με την πορνεία θα εξιλεώσουν τη θεά τους και με τις πράξεις τους θα την εξευμενίσουν.
Οι άνδρες πάλι αρνούνται το φύλο τους και μη θέλοντας να είναι πλέον άνδρες, μιμούνται τη γυναικεία φύση. Μ’ αυτό τον τρόπο ευχαριστούν και τιμούν τη μητέρα των δήθεν θεών τους! Έτσι, όλοι μαζί ζουν ακόλαστο βίο και συναγωνίζονται ποιος θα πετύχει τα χειρότερα. Το είπε αυτό και ο απόστολος του Χριστού Παύλος: «Οι γυναίκες των ειδωλολατρών μετάλλαξαν τη φυσική χρήση του σώματος σε αφύσικη· το ίδιο και οι άντρες άφησαν τη φυσική επιθυμία της γυναίκας και κατακάηκαν στην επιθυμία του ενός προς τον άλλον, άντρες με άντρες. Έτσι κατεργάζονται την ακολασία.
Κάνοντας όλα αυτά και τα παρόμοιά τους ομολογούν και αποδεικνύουν ότι οι ψευτοθεοί τους ζουν τέτοιο βίο. Έτσι διδάχτηκαν από το Δία την παιδεραστία και τη μοιχεία, από την Αφροδίτη την πορνεία, από τη Ρέα την ακολασία, από τον Άρη τους φόνους και από τους υπόλοιπους θεούς παρόμοια. Όλα αυτά όμως οι νόμοι τα τιμωρούν και οι συνετοί άνθρωποι τα αποστρέφονται.
Επομένως, αξίζει να θεωρούμε θεούς αυτούς που τα κάνουν αυτά; Καλύτερα δεν είναι να τους θεωρούμε για την ακόλαστη συμπεριφορά τους χειρότερους κι από τα ζώα, που στερούνται λογική; Αξίζει να θεωρούμε ανθρώπους όσους προσκυνούν αυτούς τους θεούς και να μην τους λυπόμαστε σαν πιο ανόητους και αναίσθητους από τα ζώα, που δεν έχουν λογικό; Διότι, αν υπολόγιζαν το λογικό της ψυχής τους, δεν θα είχαν καταπέσει όλοι τελείως και ούτε θα αρνούνταν τον αληθινό Θεό, τον Πατέρα του Χριστού.
Αλλ’ αυτοί που είναι μυημένοι σ’ αυτά και λατρεύουν τα δημιουργήματα, όταν τους ελέγχουν κατηγορηματικά για τα μιαρά είδωλα, δεν θα αρνηθούν και αυτοί ότι είναι εύκολο όλοι να τα κατακρίνουν αυτά και ελέγξουν. Ακράδαντο και αναντίρρητο όμως δικαίωμά τους θα θεωρήσουν ότι είναι να να απονέμουν λατρεία προς τη δημιουργία και τα μέρη της. Θα καυχηθούν μάλιστα ότι δεν λατρεύουν και προσκυνούν απλά πέτρες, ξύλα, εικόνες ανθρώπων ή αλόγων πτηνών, ερπετών και ζώων, αλλά λατρεύουν τον ίδιο τον ήλιο, την σελήνη και όλο τον ουράνιο κόσμο, ακόμη και ολόκληρη τη γη και όλα τα νερά.
Θα ισχυριστούν επίσης ότι δεν μπορεί κάποιος ν’ αποδείξει ότι και αυτά δεν είναι θεοί· διότι όλοι αντιλαμβάνονται ότι αυτά δεν είναι ούτε άψυχα ούτε ζώα, αλλά ξεπερνούν τη φύση των ανθρώπων, διότι άλλα κατοικούν στη γη και άλλα στον ουρανό. Αξίζει λοιπόν να εξετάσουμε και να ερευνήσουμε και γι’ αυτά. Είναι βέβαιο ότι και γι’ αυτά η λογική θ’ αποδείξει την αλήθεια.
Πριν εξετάσουμε λοιπόν και προσάγουμε τις αποδείξεις, αρκεί η ίδια η κτίση να φωνάξει προς αυτούς και να δείξει τον πλάστη και δημιουργό της Θεό, τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστό που κυβερνά και αυτήν και το παν. Αυτόν βέβαια τον περιφρονούν οι ψευτοφιλόσοφοι· προσκυνούν και θεοποιούν την κτίση που Αυτός δημιούργησε· παρ’ όλο που και αυτή η ίδια προσκυνεί και ομολογεί πίστη στον Κύριο που εκείνοι προς τιμήν της αρνούνται.
Έτσι, λοιπόν, οι άνθρωποι, που με ανοιχτό στόμα θεωρούν ότι τα μέρη της κτίσης είναι θεοί, θα ντροπιαστούν για τα καλά από την ανάγκη που έχει το ένα από τό άλλο. Η κτίση γνωρίζει και παραδέχεται ότι δημιουργός και Κύριος όλων είναι ο Πατέρας του Λόγου· στις εντολές Αυτού υπακούει αναντίρρητα, όπως το λέει και ο νόμος του Θεού: «Οι ουρανοί διηγούνται το μεγαλείο του Θεού· το σύμπαν φανερώνει ότι Αυτός με τα χέρια του το έπλασε».
Για όλα αυτά είναι ολοφάνερη η απόδειξη σε όσους δεν έχουν τα μάτια της ψυχής τους εντελώς κατεστραμμένα. Διότι αν καθένας πάρει ένα ένα τα μέρη της δημιουργίας και τα εξετάσει χωριστά, π.χ. τον ήλιο μόνο του, τη σελήνη χωριστά, το ίδιο τη γη και τον αέρα, τη θερμότητα, ψυχρότητα, ξηρασία και υγρασία· αν τα απομονώσει από τη μεταξύ τους συνάφεια και εξετάσει το καθένα χωριστά και ιδιαίτερα· τότε σίγουρα θα διαπιστώσει ότι το καθένα σε τίποτε δεν είναι αυτάρκες, αλλά όλα χρειάζονται το ένα το άλλο· σύστασή τους αποτελεί η αλληλοβοήθεια.
Για παράδειγμα, ο ήλιος βρίσκεται και περιφέρεται μέσα στο ουράνιο σύμπαν και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κίνησή του μέσα σ’ αυτό. Η σελήνη πάλι και τα άλλα άστρα δείχνουν τη βοήθεια που τους προσφέρει ο ήλιος. Η γη επίσης δεν μπορεί να δώσει καρπούς χωρίς τις βροχές· και οι βροχές με τη σειρά τους δεν πέφτουν στη γη χωρίς τα αναγκαία σύννεφα. Ούτε όμως και τα σύννεφα χωρίς τον αέρα δεν μπορεί να σχηματισθούν.
Ο αέρας πάλι όχι από μόνος του αλλά θερμαίνεται από τον αιθέρα· ο αέρας φωτίζεται ακόμη από τη λάμψη του ήλιου. Το ίδιο, οι πηγές και τα ποτάμια δεν μπορούν να συσταθούν χωρίς τη γη. Η γη πάλι δεν στέκεται από μόνη της, αλλά στηρίζεται στη φύση των υδάτων· βρίσκεται στο μέσον του σύμπαντος και περιέχεται μέσα σ’ αυτό.
Τη θάλασσα πάλι και το μεγάλο ωκεανό που περιβρέχει απ’ έξω όλη τη γη, τα κινούν οι άνεμοι και κατευθύνονται όπου τους οδηγεί η ορμή των ανέμων. Αλλά και οι άνεμοι όχι μόνοι τους, αλλά, σύμφωνα με την άποψη των ειδικών επιστημόνων, συνίστανται μέσα στον αέρα από την καυστική ενέργεια του αιθέρα που εκπέμπεται προς τον αέρα· Με τη βοήθεια του αέρα πάλι πνέουν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Σχετικά με τα τέσσερα στοιχεία που συνιστούν τη φύση των σωμάτων, εννοώ τη θερμότητα, ψυχρότητα, ξηρασία και υγρασία· ποιος έχει χάσει τόσο πολύ το μυαλό του ώστε να μην γνωρίζει ότι όλα αυτά υπάρχουν μόνον όταν είναι ενωμένα μεταξύ τους;
Αν τα χωρίσουμε και τ’ αφήσουμε μόνα τους, τότε το ένα εξαφανίζει το άλλο και επικρατεί εκείνο που πλεονάζει στην ποσότητα. Για παράδειγμα, η θερμότητα χάνεται αν είναι περισσότερη η ψυχρότητα· και το αντίστροφο, η ψυχρότητα εξαφανίζεται από το πλεόνασμα της θερμότητας. Η ξηρασία πάλι διαποτίζεται από την υγρασία και η υγρασία ξηραίνεται από την ξηρασία.
Πως λοιπόν αυτά μπορεί να είναι θεοί, όταν το ένα έχει ανάγκη το άλλο; Πως ταιριάζει να ζητήσουμε κάτι απ’ αυτά, όταν κι αυτά ζητούν για τις ανάγκες τους βοήθεια από τα άλλα; Διότι, λέγεται για το Θεό ότι δεν έχει καμιά ανάγκη από κανέναν, αλλά είναι αυτάρκης και πλήρης· τα έχει όλα στην ύπαρξή του και Αυτός είναι που προσφέρει σέ όλους. Πως λοιπόν, τον ήλιος και τη σελήνη και τα λοιπά δημιουργήματα που δεν έχουν από τον εαυτό τους τη ύπαρξη αλλά χρειάζονται βοήθεια από τους άλλους, θα τους ανακηρύξουμε ως θεούς;
Θα συμφωνήσουν βέβαια κι αυτοί ότι, όταν τα χωρίσουμε και τα πάρουμε το καθένα χωριστά, τότε χρειάζεται το ένα το άλλο. Ολοφάνερη είναι η απόδειξη. Θα ισχυριστούν όμως ότι, αν τα βάλουμε όλα μαζί και αποτελέσουν ένα μεγάλο σώμα, τότε όλο αυτό είναι ο Θεός! Η σύσταση του συνόλου δεν γεννά καμιά εξωτερική ανάγκη. Λένε οι φιλοσοφούντες ότι το σύνολο είναι από μόνο του ικανό και αυτάρκες σε όλα. Κι εδώ όμως θ’ αποδειχθεί το ψέμα. Ο λόγος που θα πω θ’ αποδείξει όχι λιγότερο από τα προηγούμενα τη μεγάλη ασέβεια και αμορφωσιά τους.
Διότι, αν τα επί μέρους ενωθούν και αναπληρώσουν το όλον και το όλον αποτελείται από τα επιμέρους, τότε το όλον αποτελείται από τα μέρη του και το καθένα αποτελεί μέρος του συνόλου. Κάτι τέτοιο όμως είναι μακριά από την αντίληψη για το Θεό. Διότι ο Θεός είναι όλο και όχι μέρη· δεν συνίσταται από διάφορα μέρη αλλά αυτός είναι η αιτία της ύπαρξης και δημιουργίας όλων τψν κτισμάτων.
Πρόσεξε πόση ασέβεια αποδίδουν στο Θεό λέγοντας αυτά. Διότι, αν ο Θεός αποτελείται από μέρη, ο ίδιος θ’ αποδειχθεί ανόμοιος προς τον εαυτό του και αποτελείται από ανόμοια μέρη. Αν, για παράδειγμα, είναι ήλιος δεν μπορεί να είναι σελήνη· αν είναι σελήνη, δεν μπορεί να είναι γη· κι αν είναι γη, δεν μπορεί να είναι θάλασσα. Παίρνοντας έτσι ένα ένα τα μέρη, θα διαπιστώσει το παράλογο αυτής της θεωρίας.
Μπορεί να τους καταδικάσει κανείς βλέποντας το δικό μας ανθρώπινο σώμα. Όπως το μάτι δεν είναι αυτί, ούτε το αυτί χέρι, ούτε η κοιλιά στήθος, ούτε πάλι ο λαιμός είναι πόδι. Το κάθε μέρος του σώματος έχει δική του ενέργεια· απ’ αυτά τα διαφορετικά μέρη συνίσταται το ένα σώμα· έχει ενωμένα μέρη σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε μέρους. Διαλύονται με το πέρασμα του χρόνου, όταν τα διαλύσει η φύση που τα συνένωσε, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Έτσι, κι ας μας συγχωρήσει ο Ύψιστος Θεός για τα λόγια μας, αν τα μέρη της δημιουργίας τα ενώσουμε σ’ ένα σύνολο και τα αναγορεύσουμε θεό, είναι βέβαιο ότι αυτός δεν θα μοιάζει με τον εαυτό του. Το αποδείξαμε. Θα διαιρείται πάλι στα μέρη του· διότι τα μέρη από τη φύση τους είναι να χωρίζονται.
Και με άλλο τρόπο μπορούμε ν’ αποδείξουμε την αθεΐα τους με βάση την αλήθεια. Αν ο Θεός είναι στην ουσία του ασώματος, αόρατος και αψηλάφητος, πώς τολμούν και φαντάζονται το Θεό να έχει σώμα; Πώς αποδίδουν τη τιμή του Θεού σ’ αυτά που είναι ορατά και τα ψηλαφούν τα χέρια;
Και πάλι, αν είναι ορθός ο συλλογισμός για το Θεό ότι είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν τον εξουσιάζει ενώ αυτός εξουσιάζει και διαφεντεύει τα πάντα, πώς αυτοί που θεοποιούν την κτίση δεν βλέπουν ότι δεν εκπληρώνει τον όρο αυτό της θεότητος;
Διότι, όταν ο ήλιος βρίσκεται στο κάτω μέρος της γῆς, η γη κάνει σκιά και δεν φαίνεται το φως. Και ο ήλιος με τη λαμπρότητα του φωτός κρύβει τη σελήνη στη διάρκεια της ημέρας. Το χαλάζι πολλές φορές καταστρέφειτους καρπούς της γης· και η φωτιά σβήνει με την πλημμύρα. Η άνοιξη διώχνει το χειμώνα και το καλοκαίρι δεν αφήνει την άνοιξη να ξεπεράσει τα όριά της.
Και το φθινόπωρο με τη σειρά του καθορίζει τα όρια του καλοκαιριού. Εάν λοιπόν ήταν οι εποχές θεοί, έπρεπε να μην περιορίζει η μία την άλλη και την εξαφανίζει, αλλά πάντα να υπάρχουν μαζί και να έχουν κοινή ενέργεια.
Έπρεπε νύχτα και μέρα ο ήλιος, η σελήνη καί όλα μαζί τα υπόλοιπα άστρα να έχουν το ίδιο φως· να λάμπουν το ίδιο παντού και όλα να φωτίζονται απ’ αυτά.
Έπρεπε αμετάβλητα να συνυπάρχουν μαζί το καλοκαίρι, ο χειμώνας, η άνοιξη και το φθινόπωρο. Έπρεπε η θάλασσα να έχει αναμιχθεί με τις πηγές και να παρέχει το ίδιο νερό στους ανθρώπους. Έπρεπε να υπάρχει ταυτόχρονα νηνεμία και φύσημα ανέμων. Έπρεπε η φωτιά και το νερό να προσφέρουν κοινή εξυπηρέτηση στους ανθρώπους.
Ποτέ μα ποτέ δεν έπρεπε να βλάπτεται κανείς απ’ αυτά, αφού κατά τη γνώμη τους είναι θεοί και δεν προξενούν καμία βλάβη αλλά όλα τα κάνουν προς ωφέλεια.
Αν όμως αυτά δεν γίνονται, επειδή μεταξύ τους είναι αντίθετα, πώς είναι δυνατόν να τα ονομάζουμε θεούς και να τα αποδίδουμε τιμές, εφόσον αντιμάχονται μεταξύ τους και δεν συνεργάζονται; Αυτά που δεν συμφωνούν μεταξύ τους, πώς μπορεί να ειρηνεύσουν τους προσευχομένους και να γίνουν ρυθμιστές της ομόνοιας;
Έτσι, απέδειξε ο λόγος ότι ούτε ο ήλιος ούτε η σελήνη ούτε κάποιο άλλο κτίσμα μπορεί νά είναι αληθινός θεός· πολύ περισσότερο δεν μπορεί να είναι θεοί τα πέτρινα, χρυσά ή από άλλα υλικά αγάλματα ούτε οι μυθολογούμενοι από τους ποιητές Δίας και Απόλλων. Απ’ αυτά άλλα είναι μέρος της κτίσεως, άλλα είναι άψυχα και άλλα είναι μόνον κοινοί θνητοί. Για το λόγο αυτό, η θεοποίηση και η λατρεία τους δεν εισάγει ευσέβεια αλλά αθεΐα και κάθε είδους ασέβεια. Αποτελεί απόδειξη μεγάλης απομάκρυνσης από τη γνώση του μόνου και αληθινού Θεού, του Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Όταν, λοιπόν, αυτά ξεσκεπάζονται,αποδεικνύουν ότι η ειδωλολατρεία των Ελλήνων είναι γεμάτη από κάθε αθεΐα και φέρνει την καταστροφή και όχι το κέρδος στη ζωή των ανθρώπων.
Εμπρός, λοιπόν, όπως το είπαμε από την αρχή, αφού αποδείξαμε την πλάνη τους, ας βαδίσουμε τώρα το δρόμο της αλήθειας· να θεωρήσουμε τον Υιό και Λόγο του Πατέρα ως κύριο και δημιουργό του κόσμου. Έτσι θα γνωρίσουμε και τον Θεό Πατέρα Του και θα πληροφορηθούν οι ειδωλολάτρες πόσο απομακρύνθηκαν από την αλήθεια.
Όσα είπαμε προηγουμένως δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο πλανεμένος δρόμος της ζωής. Ο αληθινός δρόμος θα έχει σκοπό να οδηγήσει στον αληθινό Θεό. Για να την γνωρίσουμε και κατανοήσουμε δεν χρειάζεται τίποτε άλλο παρά η γνώση του εαυτού μας. Η οδός προς το Θεό δεν είναι όπως ο Θεός που βρίσκεται πάνω απ’ όλα· δεν είναι ούτε μακριά μας ούτε έξω από τον εαυτό μας. Υπάρχει μέσα μας· από τον εαυτό μας αρχίζει ο δρόμος του Θεού, όπως το έλεγε και ο Μωϋσής: «Η πίστη είναι μέσα στην καρδιά σου». Το ίδιο και ο Σωτήρας Χριστός το λέει και βεβαιώνει: «Η βασιλεία του Θεού υπάρχει μέσα σας».
Έχοντας λοιπόν μέσα μας την πίστη και τη βασιλεία του Θεού, μπορούμε γρήγορα να γνωρίσουμε και κατανοήσουμε τον Κύριο του σύμπαντος, τον Σωτήρα και Υιό Λόγο του Πατέρα. Και ας μη ζητούν δικαιολογίες οι Έλληνες ειδωλολάτρες. Και κανείς άλλος να μην κοροϊδεύει τον εαυτό του, ότι, επειδή δεν γνωρίζει αυτό το δρόμο της αλήθειας, γι’ αυτό να προφασίζεται ότι είναι και άθεος. Διότι όλοι περπατήσαμε αυτό το δρόμο, έστω κι αν ορισμένοι δεν τον περπατούν· διότι θέλουν να παραστρατούν παρασυρμένοι από τις ηδονές του βίου που θέλγουν προς τα έξω.
Κι αν κάποιος ρωτήσει, ποιός είναι αυτός ο δρόμος της αλήθειας; Θα απαντήσω, η ψυχή του καθένα και ο ενυπάρχων νους. Διότι, μόνο με το νου είναι δυνατόν να δούμε το Θεό. Εκτός αν οι ασεβείς, όπως αρνήθηκαν το Θεό, έτσι θ’ αρνηθούν και την ύπαρξη της ψυχής· κι αυτό αποτελεί για τους αρνητές μια εύλογη δικαιολογία. Διότι δεν είναι ίδιο των ανθρώπων που έχουν νου να αρνούνται το Θεό, που έφτιαξε και δημιούργησε το νου. Είναι ανάγκη μάλιστα ν’ αποδείξουμε με λίγα λόγια, για χάρη των απονήρευτων, ότι κάθε άνθρωπος έχει ψυχή, και μάλιστα με λογικό νου.
Κι αυτό, επειδή ορισμένοι αιρετικοί το αρνούνται ακόμη κι αυτό, θεωρώντας ότι τίποτε περισσότερο δεν είναι ο άνθρωπος παρά το σώμα του που φαίνεται. Διότι, αν αποδείξουμε την ύπαρξη της ψυχής, θα έχουν από τον ίδιο τους τον εαυτό τους ολοφάνερη απόδειξη ενάντια στα είδωλα.
Πρώτα πρώτα δεν είναι ελάχιστη απόδειξη ότι οι άνθρωποι έχουν λογική ψυχή, το ότι αυτή διαφέρει από τα άλογα ζώα. Γι’αυτό το λόγο συνηθίζουν να ονομάζουν εκείνα ά-λογα, ενώ το ανθρώπινο είδος είναι λογικό.
Δεύτερον, δεν είναι καθόλου τυχαία η ακόλουθη απόδειξη: μόνον ο άνθρωπος σκέφτεται όσα είναι έξω από τον εαυτό του, θυμάται τα περασμένα και επιπλέον συλλογίζεται και με την κριτική επιλέγει την καλύτερη απόφαση. Αντίθετα, τα άλογα βλέπουν μόνον τα παρόντα και ορμούν μόνο σέ όσα βλέπουν μπροστά τους, κι όταν ακόμα κρύβεται από πίσω τους παγίδα.
Ο άνθρωπος όμως δεν ορμά σ’ αυτά που βλέπει, αλλά με τη λογική κρίνει τις παραστάσεις των ματιών. Πολλές φορές συγκρατούνται οι ορμές από τη λογική. Όταν σκέφτεται, σκέφτεται ξανά και ξανά. Καθένας που αγαπά την αλήθεια αντιλαμβάνεται ότι ο νους είναι τελείως διαφορετικός από τις αισθήσεις του σώματος. Γι’ αυτό, λοιπόν, επειδή είναι διαφορετικός, γίνεται κριτής των αισθήσεων. Αυτά που εκείνες αντιλαμβάνονται, αυτός τα κρίνει με τη λογική, τα σκέφτεται πάλι και υποδεικνύει σ’ αυτές το καλύτερο τις γίνει.
Διότι το μάτι είναι μόνο για να βλέπει, τ’ αυτιά ν’ ακούν και το στόμα να γεύεται· η μύτη να οσφραίνεται, τα χέρια να πιάνουν. Αλλά τί πρέπει να να βλέπουν, τί ν’ ακούν, τί ν’ αγγίζουν, τί να γεύονται καί τί να οσφραίνονται, αυτό δεν είναι έργο των αισθήσεων αλλά της διάκρισης της ψυχής και του νου της. Βέβαια, το χέρι μπορεί να πιάσει ξίφος και το στόμα να γευθεί δηλητήριο. Αγνοούν όμως ότι αυτά βλάπτουν, αν δεν το διακρίνει ο νους.
Αυτό μοιάζει, για να το δούμε ως παράδειγμα, με λύρα καλής κατασκευής που την παίζει ένας δεξιοτέχνης μουσικός· όπως οι χορδές της λύρας, έχει η καθεμιά τον ιδιαίτερο φθόγγο της, άλλη βαρύτονο, άλλη οξύτονο, άλλη μέσο και άλλη κάποιον άλλον. Χωρίς όμως το δεξιοτέχνη μουσικό δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την αρμονία των φθόγγων και να διαγνώσεις τη σύνθεση των ήχων. Διότι τότε μόνο γίνεται αντιληπτή η αρμονία και η καλή σύνθεση, όταν ο λυράρης παίξει τις χορδές και κινήσει την κατάλληλη σε κάθε περίπτωση.
Με τον ίδιο τρόπο και οι αισθήσεις είναι αρμονικά δεμένες με το σώμα, όταν βέβαια τις κατευθύνει ο ηγεμόνας νους. Τότε μπορεί και διακρίνει η ψυχή και γνωρίζει τί κάμει. Αυτό αποτελεί το ιδιαίτερο γνώρισμα των ανθρώπων· είναι το λογικό της ψυχής τους. Με τη χρήση του λογικού η ψυχή του ανθρώπου διαφέρει από τα ά-λογα ζώα και αποδεικνύει ότι στ’ αλήθεια είναι διαφορετική από το σώμα που φαίνεται.
Πολλές φορές, ενώ το σώμα ξαπλώνει στη γη, ο άνθρωπος φαντάζεται και σκέφτεται τα επουράνια. Πολλές φορές, επίσης, όταν το σώμα ηρεμεί, ησυχάζει και κοιμάται, ο έσω άνθρωπος κινείται και φαντάζεται αυτά που βρίσκονται έξω από τον εαυτό του· αποδημεί και περιοδεύει σε άλλους τόπους· συναντά γνωστούς και πολλές φορές μ’ αυτούς μαντεύει και προγνωρίζει τις μελλοντικές του πράξεις. Αυτό τί άλλο θα μπορούσε να ήταν, παρά λογική ψυχή με την οποία ο άνθρωπος σκέφτεται και κατανοεί πράγματα πάνω από τις δυνάμεις του;
Και το εξής αποτελεί τέλεια απόδειξη προς αυτούς οι οποίοι βρίσκονται στην ασέβεια και την αναισθησία: πώς, ενώ το σώμα είναι θνητό στη φύση του, ο άνθρωπος σκέφτεται τα σχετικά με την αθανασία και πολλές φορές προτιμά το θάνατο για χάρη της αρετής; Ή πώς συμβαίνει, ενώ το σώμα είναι θνητό, να διαλογίζεται ο άνθρωπος τα αιώνια, ώστε να καταφρονεί τα πρόσκαιρα και να ποθεί τα αιώνια;
Το σώμα λοιπόν δεν μπορεί να κάνει τέτοιες σκέψεις για τον εαυτό του· ούτε μπορεί να σκεφτεί τα έξω από τον εαυτό του· διότι είναι θνητό και πρόσκαιρο. Κατ’ ανάγκη κάτι άλλο είναι αυτό που σκέφτεται αντίθετα και πέρα από τη φύση του σώματος. Τί άλλο είναι αυτό παρά η λογική και αθάνατη ψυχή; Διότι αυτή εμπνέει από μέσα κι όχι απέξω στο σώμα τα καλύτερα, όπως ο μουσικός τη λύρα.
Πώς πάλι, αφού είναι πλασμένα το μάτια να βλέπουν και η ακοή ν’ ακούει, συμβαίνει άλλα ν’ αποστρέφονται και άλλα να προτιμούν; Ποιός είναι αυτός που εμποδίζει το μάτι να βλέπει; Ποιός εμποδίζει τ’ αυτιά ν’ ακούν, αφού η ακουστική είναι φυσική; Ή τη γεύση, που είναι πλασμένη να γεύεται, ποιός την εμποδίζει πολλές φορές να το κάνει αυτό; Το χέρι πάλι που είναι για να ενεργεί, ποιός το εμποδίζει να ψηλαφά κάτι; Το ίδιο και την όσφρηση, που έχει σκοπό να οσφραίνεται, ποιός την εμποδίζει να αισθάνεται οσμές; Ποιός είναι αυτός που ενεργεί ενάντια στις φυσικές ροπές του σώματος; Ή πώς το σώμα αρνείται τη φύση του και ακούει τις συμβουλές κάποιου άλλου ο οποίος με το νεύμα του το κυβερνά;
Όλα αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι υπάρχει λογική ψυχή που κυβερνά το σώμα. Διότι, το σώμα δεν πλάστηκε από μόνο του να κατευθύνει τον εαυτό του αλλά άλλος να το εξουσιάζει· όπως το άλογο, δεν ζεύει τον εαυτό του αλλά το οδηγεί ο ιππέας. Στους ανθρώπους όμως υπάρχουν οι νόμοι, για να κάνουν το καλό και ν’ αποφεύγουν το κακό. Αντίθετα, στα ά-λογα ζώα, επειδή στερούνται τη λογική και την κρίση, τα κακά μένουν ακαταλόγιστα και άκριτα. Νομίζω, λοιπόν, ότι, απ’ όσα είπαμε, αποδείξαμε ότι οι άνθρωποι έχουν λογική ψυχή.
Πρέπει όμως να μάθουμε επιπλέον από τη διδασκαλία της Εκκλησίας ότι είναι και αθάνατη η ψυχή, για να ανατρέψουμε τη διδασκαλία των ειδωλολατρών.
Θα το μάθουμε αυτό συγκρίνοντας με τη γνώση που έχουμε για το σώμα και βρίσκοντας τη διαφορά που έχει μ’ αυτήν η γνώση της ψυχής. Διότι, η λογική απέδειξε ότι η ψυχή διαφέρει από το σώμα και ότι το σώμα είναι θνητό από τη φύση του. Επομένως, η ψυχή, εφόσον δεν είναι ίδια με το σώμα, είναι αθάνατη.
Και πάλι, όπως αποδείξαμε, εφόσον η ψυχή κινεί το σώμα και δεν την οδηγεί κάποιος άλλος, είναι επόμενο η ψυχή να είναι αυτοκινούμενη· μάλιστα, μετά το θάνατο του σώματος, εξακολουθεί η ψυχή να ζει αφ’ εαυτής. Διότι, δεν πεθαίνει η ψυχή· αλλά, μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα, είναι αυτό που πεθαίνει.
Αν βέβαια και η ψυχή οδηγούνταν από το σώμα, θα ήταν επόμενο, μετά το θάνατο του οδηγού (σώματος), να πέθαινε κι αυτή. Αν όμως η ψυχή οδηγεί και το σώμα, τότε σίγουρα οδηγεί και τον εαυτό της. Και εφόσον αυτοκινείται, ζει υποχρεωτικά και μετά το θάνατο του σώματος. Διότι, η κίνηση της ψυχής ταυτίζεται με τη ζωή της· όπως ακριβώς λέμε και για το σώμα: ζει όταν κινείται και τότε επέρχεται ο θάνατός του, όταν σταματά την κίνηση.
Την αεικίνηση της ψυχής τη διαπιστώνει κανείς και από το διάστημα που βρίσκεται μέσα στο σώμα. Διότι, όταν είναι μέσα στο σώμα και συνδέεται μ’ αυτό, δεν συστέλλεται ούτε μετριέται από το μέγεθος του σώματος· αντίθετα, πολλές φορές, ακόμη κι όταν το σώμα βρίσκεται ασθενικό στο κρεβάτι, έτοιμο να παραδοθεί στο θάνατο, παρ’ όλ’ αυτά αυτή, με τη δική της δύναμη, είναι ξάγρυπνη και ξεπερνά τη φύση του σώματος. Ενώ μένει η ψυχή στό σώμα, μοιάζει ν’ αποδημεί· σκέφτεται και θεωρεί αυτά που ξεπερνούν τα γήϊνα. Πολλές φορές συναντά τους ασώματους αγίους και αγγέλους· τους βλέπει με την καθαρότητα του νου της.
Πώς, λοιπόν, και πολύ περισσότερο δεν θα συμβεί όταν θα χωριστεί από το σώμα, σύμφωνα με τη βούληση του Θεού! Δεν θα έχει τότε πιο ξεκάθαρη τη γνώση της αθανασίας της; Αφού, όταν ήταν προσκολημμένη στό σώμα, ζούσε πιο πολύ τη ζωή έξω από το σώμα· πολύ περισσότερο, μετά το θάνατο του σώματος, θα ζήσει αυτή τη ζωή. Δεν θα πάψει να τη ζει, επειδή έτσι την έπλασε ο Θεός με τον Υιό και Λόγο του Κύριό μας Ιησού Χριστό.
Επειδή λοιπόν είναι αθάνατη η ψυχή, σκέφτεται και φρονεί αθάνατα και αιώνια. Όπως συμβαίνει με το σώμα που είναι θνητό, και οι αισθήσεις του να βλέπουν τα θνητά, αντίστοιχα και η ψυχή, επειδή θεωρεί και σκέφτεται τα αθάνατα, είναι κι αυτή αθάνατη και αιώνια.
Διότι η έννοια και θεωρία της αθανασίας ποτέ δεν εγκαταλείπουν αλλά μένουν μέσα στην ψυχή· γίνονται σ’ αυτήν μόνιμο αποτύπωμα ώστε να εξασφαλίζεται η αθανασία. Γι’ αυτό και η ψυχή έχει την έφεση να θεωρεί το Θεό. Η ίδια γίνεται για τον εαυτό της οδηγός· παίρνει τη γνώση και τη κατανόηση του Θεού όχι από τον έξω κόσμο αλλά από τον εαυτό της. Λέμε λοιπόν, όπως το είπαμε και προηγουμένως, ότι όπως αρνήθηκαν το Θεό και λατρεύουν τα άψυχα, έτσι και πίστεψαν ότι δεν έχουν λογική ψυχή. Απ’ αυτό κατηγορούνται ως παράφρονες και καταριθμούνται μεταξύ των α-λόγων. Είναι αξιολύπητοι και χρειάζονται καθοδήγηση, διότι ως άψυχοι λατρεύουν τα άψυχα.
Αν βέβαια ισχυρίζονται ότι έχουν ψυχή και είναι περήφανοι για τη λογική, —και σωστά κάνουν κάτι τέτοιο— γιατί ενεργούν παράλογα, λες και δεν έχουν ψυχή; Γιατί δεν σκέφτονται αυτά που πρέπει, αλλά θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο από το Θεό; Διότι, ενώ έχουν αθάνατη ψυχή την οποία δεν βλέπουν, τολμούν και εικονίζουν το Θεό με ορατά και θνητά είδωλα.
Ή, γιατί, όπως απομακρύνθηκαν από το Θεό, δεν επιστρέφουν και πάλι κοντά Του; Έχουν ασφαλώς τη δυνατότητα· όπως επαναστάτησαν με το νου από το Θεό και έκαμαν θεούς τα ανύπαρκτα, έτσι μπορούν και πάλι με το νου της ψυχής ν’ ανεβούν και επιστρέψουν στο Θεό.
Είναι δυνατή η επιστροφή στο Θεό, εφόσον αποβάλουν την ακαθαρσία κάθε επιθυμίας που περιβλήθηκαν· εάν ξεπλυθούν τόσο πολύ, μέχρις ότου διώξουν κάθε ξένη αμαρτία που κόλλησε στην ψυχή· μόνον αν εμφανίσουν την ψυχή καθαρή όπως πλάστηκε. Έτσι θα μπορούν να θεωρήσουν μέσα της τον Υιό και Λόγο του Πατέρα, εικόνα του οποίου είναι εξαρχής. Διότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε εικόνα και ομοίωμα του Θεού, όπως το λέει η Αγία Γραφή εκ μέρους του Θεού: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο εικόνα και ομοίωμα δικό μας».
Γι’ αυτό, κι όταν η ψυχή αποβάλει από πάνω της κάθε ακαθαρσία της αμαρτίας που φορτώθηκε και διατηρεί καθαρό το κατ’ εικόνα, τότε δίκαια, επειδή αυτό αστράφτει, βλέπει σαν σε καθρέφτη τον Υιό και Λόγο του Θεού Πατέρα. Μέσα σ’ αυτό σκέφτεται τον Πατέρα, του οποίου εικόνα αποτελεί ο Υιός και Σωτήρας Χριστός.
Μπορεί πάλι να μην είναι ικανοποιητική η διδασκαλία από την ίδια την ψυχή, διότι εξωτερικές επιδράσεις θολώνουν το νου και δεν βλέπει το καλύτερο. Τότε μπορεί να οδηγηθούμε στη γνώση του Θεού απ’ όσα βλέπουμε γύρω μας· διότι η τάξη και αρμονία της δημιουργίας δείχνει και διαλαλεί, σαν να πρόκειται για γράμματα, τον κύριο και πλάστη της. Ο Θεός λοιπόν είναι αγαθός και φιλάνθρωπος· φροντίζει για τα πλάσματά Του. Επειδή όμως είναι αόρατος και μη καταληπτός στην ουσία του, διότι υπάρχει πέρα από κάθε κτιστή ουσία, γι’ αυτό και συνέβη οι άνθρωποι ν’ αποτύχουν στην προσπάθεια να Τον γνωρίσουν· για δύο λόγους, διότι αυτοί δημιουργήθηκαν, ενώ Εκείνος είναι αδημιούργητος.
Επειδή λοιπόν στην ουσία του ο Θεός είναι αόρατος, διακόσμησε με το Λόγο του τα δημιουργήματα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να τον γνωρίσουν από τα έργα του. Διότι συνήθως ο τεχνίτης, και χωρίς να είναι γνωστός, φαίνεται από τα έργα του. Κάτι τέτοιο λέγεται, για παράδειγμα, για το γλύπτη Φειδία· τ’ αγάλματά του εξαιτίας της συμμετρίας και των αρμονικών αναλογιών, τον καθιστούν αναγνωρίσιμο κι όταν δεν είναι ορατά παρών.
Κατά παρόμοιο τρόπο, γνωρίζουμε και πλάστη και δημιουργό Θεό από την αρμονία του κόσμου, ενώ μας είναι αόρατος με τα μάτια του σώματος. Διότι ο Θεός δεν κάνει κακή χρήση της αόρατης φύσης του. Δεν αποτελεί πρόφαση η αορασία Του. Αντίθετα, δεν άφησε εντελώς άγνωστο τον εαυτό του στους ανθρώπους. Όπως προείπα, έτσι στόλισε τον κόσμο, ώστε κι αν ο Ίδιος είναι αόρατος στη φύση του, να γίνεται γνωστός από τα δημιουργήματά του.
Κι αυτό δεν το λέω εγώ αλλά το λένε άλλοι θεολόγοι άνδρες, μεταξύ των οποίων είναι και ο απόστολος Παύλος, που γράφει στην επιστολή του στους Ρωμαίους: «Η ύπαρξη του αόρατου Θεού πιστοποιείται από τα δημιουργήματά Του». Επίσης, γράφει στους Λυκαονείς: «Και μεις, ως άνθρωποι, που σας κάνουμε τους δασκάλους, είμαστε αδύναμοι σαν εσας· σας ευαγγελιζόμαστε όμως να επιστρέψετε από τα είδωλα στην πίστη του αληθινού Θεού που έφτιαξε τον ουρανό, τη ξηρά και τη θάλασσα και όλα τα κατοικίδιά τους. Αυτός στις περασμένες γενιές άφησε όλα τα έθνη να λατρεύουν όποιο θεό θέλουν. Και παρ’ όλ’ αυτά, φανέρωνε τον εαυτό Του κάνοντας καλά έργα ως απόδειξη· μας έδινε βροχές από τον ουρανό και περιόδους καρποφορίας· γέμιζε τις καρδιές μας από κάθε τροφή και χαρά».
Διότι, ποιός είναι αυτός που βλέπει το ουράνιο σύμπαν και την τροχιά του ήλιου και της σελήνης, αλλά και τις θέσεις και περιφορές των άλλων άστρων να είναι αντίθετες μεταξύ τους και διαφορετικές· και να διατηρούν όλα μαζί, παρά τις διαφορές τους, την τάξη· ποιός λοιπόν δεν θ’ αναλογιστεί ότι όχι μόνα τους αλλά άλλος είναι ο πλάστης που τα ρυθμίζει;
Ποιός πάλι που βλέπει τον ήλιο ν’ ανατέλλει καθημερινά· που βλέπειτη σελήνη να φέγγει τη νύχτα, ν’ αδειάζει και να γεμίζει απαράλλακτα σε ίσο αριθμό ημερών κάθε φορά· που βλέπει τα άστρα, άλλα να διατρέχουν τον ουράνιο θόλο και ν’ αλλάζουν ποικίλες τροχιές και άλλα να κινούνται στην ίδια τροχιά· ποιός βλέποντας όλα αυτά, δεν θα βγάλει το συμπέρασμα ότι υπάρχει ο δημιουργός τους που τα κυβερνά;
Όποιος βλέπει τα αντίθετα στη φύση να είναι ενωμένα και να συμφωνούν αρμονικά, όπως είναι αναμιγμένα η φωτιά με τον πάγο, η ξηρασία με την υγρασία· όποιος τα βλέπει να μην αντιδρά το ένα στο άλλο, αλλά ν’ αποτελούν ένα σώμα· αυτός που τα βλέπει, δεν θα σκεφτεί ότι αυτός που τα ένωσε αρμονικά μεταξύ τους θα υπάρχει έξω απ’ αυτά;
Αυτός που βλέπει το χειμώνα να παραχωρεί τη θέση του στην άνοιξη, την άνοιξη στο καλοκαίρι κι αυτό στο φθινόπωρο και ότι μεταξύ τους αυτά είναι αντίθετα στην ουσία· διότι το ένα ψυχραίνει, το άλλο καίει, το άλλο καρποφορεί και το άλλο καταστρέφει· όμως όλα προσφέρονται στους ανθρώπους για ίση και ασφαλή χρήση. Ποιός, λοιπόν, όταν τα δει όλα αυτά, δεν θα σκεφτεί ότι υπάρχει κάποιος ανώτερος απ’ αυτά, τον οποίο δεν βλέπουμε, αλλά τα κάνει όλα ίσα μεταξύ τους και όλα τα κυβερνά;
Ποιός είναι που βλέπει τον αέρα να βαστάζει τα σύννεφα, τα σύννεφα πάλι να κρατούν το βάρος των βροχών, και δεν θα θα οδηγήσει τη σκέψη του σ’ αυτόν που τα έδεσε και έδωσε την εντολή να σχηματιστούν; Ή ποιός δεν βλέπει το νερό να βαστάζει το υπερβολικό βάρος της γης· η γη να μένει ακίνητη πάνω στο νερό που από τη φύση του κινείται· απ’ όλα αυτά δεν θα σκεφτεί ότι υπάρχει κάποιος, ο Θεός που τα πρόσταξε και τα δημιούργησε; Ποιός, αφού δει την εποχιακή καρποφορία της γης, τις ουρανόσταλτες βροχές, τα ρεύματα των ποταμών, τις πηγές που αναβλύζουν, τις γεννήσεις ζώων από ανόμοια, και όλα αυτά να γίνονται όχι πάντοτε αλλά σε ορισμένες περιόδους· και αφού διακρίνει ότι η τάξη είναι ίση κι όμοια σε πράγματα ανόμοια και αντίθετα, δεν θ’ αναλογιστεί ότι υπάρχει μια δύναμη που όλα αυτά τα διέπει και τα διακοσμεί όπως αυτή θέλει, και μένει σταθερή;
Διότι αυτά μόνα τους ουδέποτε θα μπορούσαν να συσταθούν και εμφανιστούν, επειδή έχουν αντίθετη μεταξύ τους φύση. Το νερό, για παράδειγμα, είναι βαρύ και χύνεται προς τα κάτω, ενώ τα σύννεφα είναι ελαφρά κι έτσι ανεβαίνουν προς τα πάνω. Κι όμως, παρατηρούμε το πιο βαρύ, το νερό, να το βαστούν τα σύννεφα! Η γη με τη σειρά της είναι πολύ βαριά, ενώ το νερό ειναι ελαφρύτερό της. Κι όμως τα ελαφρύτερα (νερά) σηκώνουν το πιο βαρύ (γη)! Και δεν πέφτει κάτω η γη αλλά μένει ακίνητη!
Επίσης, το ανδρικό φύλο διαφέρει από το θηλυκό· και όμως συνευρίσκονται και γεννιέται απ’ αυτά τα δύο όμοιος απόγονός τους. Και για να συνοψίσω: το ψυχρό είναι αντίθετο στο θερμό· και η υγρασία καταπολεμά την ξηρασία. Κι όμως! Όταν βρεθούν μαζί δεν αντιδρά το ένα ενάντια στο άλλο, αλλ’ αποτελούν με ομόνοια ένα σώμα και συντελούν στη δημιουργία όλων των άλλων.
Αυτά λοιπόν που είναι αντιμαχόμενα και αντίθετα στη φύση τους δεν θα συνενώνονταν, αν δεν υπήρχε ο ανώτερος Κύριος που τα ένωσε. Σ’ Αυτόν υπακούν όλα τα στοιχεία, όπως ακούει ο δούλος το αφεντικό του. Δεν πολεμά το ένα το άλλο, αφού το καθένα έχει τον ιδιαίτερο σκοπό της ύπαρξής του. Αναγνωρίζουν τον Κύριο που τα συνένωσε. Ομονοούν και συμφιλιώνονται, με τη θέληση του δημιουργού τους, αν και στη φύση τους είναι εχθρικά το ένα προς το άλλο.
Διότι, αν δεν υπήρχε η εντολή κάποιου ανωτέρου για ν’ αναμιχθούν, πώς θα συνενώνονταν το βαρύ με το ελαφρό, το ξηρό με το υγρό, το κυκλικό με το ευθύγραμμο, η φωτιά με το ψύχος, η θάλασσα με τη γη, ο ήλιος με τη σελήνη, τ’ άστρα με τον ουρανό κι ο αέρας με τα σύννεφα; Δεν θα γινόταν, αφού η ουσία του ενός είναι αντίθετη με την ουσία του άλλου.
Θα συνέβαινε μεγάλη αναταραχή μεταξύ τους: το ένα θα έκαιγε, το άλλο θα ψύχραινε· το βαρύ θα τραβούσε προς τα κάτω ενώ το ελαφρύ προς τα πάνω· ο ήλιος θα φώτιζε και ο αέρας θα σκοτείνιαζε. Τα άστρα θα στρέφονταν το ένα ενάντια στο άλλο, διότι άλλα βρίσκονται ψηλότερα και άλλα χαμηλότερα. Η νύχτα δεν θα παραχωρούσε τη θέση της στην ημέρα αλλά θα την πολεμούσε επανασταντώντας εναντίον της.
Κι αν συνέβαιναν αυτά, δεν θα βλέπαμε πλέον αρμονία αλλά δυσαρμονία· όχι τάξη αλλά αταξία· όχι σύνθεση αλλά διάλυση όλου του κόσμου· όχι συμμετρία αλλά αμετρία. Διότι, με τη διαμάχη και τη σύγκρουση του ενός με το άλλο ή όλα θα καταστρέφονταν ή θα υπερίσχυε το πιο δυνατό. Κι αυτό όμως θα έδειχνε την ακαταστασία του σύμπαντος.
Διότι, εφόσον θα έμενε μόνο ένα στοιχείο χωρίς να έχει ανάγκη κανενός άλλου, θα έκαμε το σύμπαν χαοτικό. Όπως ακριβώς, ένα μόνο πόδι ή ένα μόνο χέρι δεν μπορεί να διατηρήσει στη ζωή όλο το σώμα. Πόσο ωραίο θα ήταν, αν έλαμπε μόνο ο ήλιος ή κινούνταν μόνο η σελήνη ή ήταν μόνο νύχτα ή συνεχώς ημέρα; Ποιά αρμονία πάλι θα υπήρχε, αν δεν είχε άστρα ο ουρανός ή τα άστρα δεν είχαν ουρανό; Και ποιό το όφελος, αν είχαμε μόνο θάλασσα ή αν η γη υπήρχε χωρίς τα νερά και τα υπόλοιπα στοιχεία της δημιουργίας;
Πώς θα μπορούσε να επιζήσει ο άνθρωπος ή κάποιο ζώο στη γη, εφόσον τα στοιχεία της κτίσης συγκρούονταν μεταξύ τους; Εφόσον ένα θα ήταν αυτό που θα νικούσε τα άλλα και δεν θα μπορούσε να συστήσει και τα άλλα πλάσματα; Διότι κανένα πλάσμα δεν μπορεί να συσταθεί μόνο από ένα στοιχείο, το ψυχρό, το υγρό ή το ξηρό. Όλα θα ήταν σε χαώδη και άτακτη κατάσταση. Ακόμη κι αυτό το στοιχείο που θα υπερίσχυε των άλλων δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη βοήθεια των υπολοίπων. Διότι η σύσταση όλων έτσι είναι τώρα(αλληλοεξαρτώμενη).
Επειδή λοιπόν στο σύμπαν υπάρχει τάξη και όχι αταξία, συμμετρία και όχι αμετρία, κοσμιότητα και όχι ακοσμία, και μάλιστα αρμονική σύνδεση όλων των μερών του, πρέπει υποχρεωτικά να σκεφτούμε τον Δημιουργό που συγκέντρωσε και σύνδεσε όλα τα στοιχεία ώστε να δουλεύουν αρμονικά. Ακόμη κι αν δεν τον βλέπουμε με τα μάτια, μπορούμε όμως από την τάξη και αρμονία των αντίθετων στοιχείων να εννοήσουμε το δημιουργό και προνοητή όλων αυτών.
Διότι, συμβαίνει το ίδιο που θα βλέπαμε σε μια πόλη: να κατοικείται αρμονικά από πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, πλούσιους και φτωχούς, γέρους και νεότερους, άνδρες και γυναίκες· ενώ διαφέρουν αυτοί μεταξύ τους, ομονοούν όμως. Δεν στρέφονται οι πλούσιοι ενάντια στους φτωχούς ούτε οι μεγάλοι ενάντια στους μικρούς ή οι νέοι ενάντια στους γέροντες· όλοι εξίσου είναι ειρηνικοί ο ένας προς τον άλλον.
Βλέποντας αυτά θα σκεφτόμασταν ότι η παρουσία ενός άρχοντα, ακόμη κι αν δεν τον βλέπουμε, εγγυάται την ομόνοια. Διότι η αταξία αποτελεί γνώρισμα της αταξίας· και η τάξη αποδεικνύει ότι υπάρχει αρχηγός. Βλέπουμε, για παράδειγμα, την αρμονία των μελών του σώματος: δεν αντιμάχεται το μάτι το αυτί, ούτε το χέρι επαναστατεί ενάντια στο πόδι· το καθένα εκπληρώνει την αποστολή του χωρίς αντιρρήσεις. Απ’ αυτό καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει στο σώμα ψυχή, αν και δεν την βλέπουμε, που όλα αυτά τα κυβερνά.
Έτσι, από την τάξη και αρμονία μπορούμε να οδηγηθούμε στον κυβερνήτη του κόσμου Θεό· μάλιστα, στον ένα Θεό και όχι πολλούς. Η τάξη του κόσμου και η αρμονική συμβίωση όλων με ομόνοια αποδεικνύει ότι δεν είναι πολλοί αλλά ένας ο άρχοντας και κύριος του κόσμου, ο Λόγος.
Διότι, αν ήταν πολλοί οι άρχοντες της δημιουργίας, δεν θα υπήρχε αυτή η τάξη στο σύμπαν. Εξαιτίας των πολλών αρχηγών, όλα θα ήταν σε αταξία· ο καθένας θα τα τραβούσε όλα προς τη δική του θέληση και θα βρισκόταν σε διαμάχη με τον άλλον. Διότι, όπως κατηγορούμε την πολυθεΐα για αθεΐα, έτσι κατ’ ανάγκη και η πολυαρχία είναι αναρχία. Αν ο καθένας ανέτρεπε την εξουσία του άλλου, δεν θα υπήρχε κανένας άρχοντας· θα υπήρχε σε όλα αναρχία. Και όπου δεν υπάρχει άρχοντας, εκεί είναι βέβαιο ότι βασιλεύει η αναρχία.
Και το αντίθετο· η τάξη και η ομόνοια των πολλών και διαφορετικών φανερώνει ότι ένας είναι ο άρχοντας. Ακούει κάποιος, για παράδειγμα, από μακριά τον ήχο της λύρας που αποτελείται από πολλές χορδές και θαυμάζει την αρμονική συμφωνία τους. Διότι, τον αρμονικό ήχο δεν τον προκαλεί μόνον ο βαρύς ή μόνον ο οξύς ή μόνον ο μέσος τόνος, αλλά όλοι οι τόνοι, όταν τους χτυπούν κατάλληλα. Απ’ αυτά να καταλάβεις ότι δεν παίζει από μόνη της η λύρα ούτε πάλι με πολλούς λυράρηδες. Ένας είναι ο μουσικός, ακόμη κι αν δεν τον βλέπουμε, που εναρμονίζει με την τέχνη του τον ήχο κάθε χορδής, για να πετύχει αρμονική συμφωνία.
Έτσι και στο σύμπαν υπάρχει παναρμόνια τάξη. Δεν αντιμάχονται τα ουράνια με τα επίγεια, ούτε και το αντίστροφο. Όλα συνιστούν μια συνολική τάξη. Επομένως, συνεπάγεται λογικά ότι δεν είναι πολλοί αλλά ένας ο κυβερνήτης και δημιουργός του σύμπαντος. Με το δικό του φως όλα παίρνουν το φως και κινούνται.
Ούτε πρέπει να πιστεύουμε ότι είναι πολλοί οι δημιουργοί και κυβερνήτες του κόσμου· συμβαδίζει με την ευσέβεια και αλήθεια να πιστεύουμε ότι ένας είναι ο δημιουργός του. Αυτό το τεκμηριώνει φανερά ο ίδιος ο κόσμος. Απόδειξη σίγουρη ότι ένας είναι ο δημιουργός του σύμπαντος αποτελεί το εξής: ένας είναι ο δημιουργημένος κόσμος, όχι πολλοί. Θα έπρεπε, αν υπήρχαν πολλοί θεοί, να υπάρχον πολλοί και διαφορετικοί κόσμοι. Διότι δεν φτιάχνουν οι πολλοί θεοί ένα κόσμο ούτε ο ένας κόσμος γίνεται από πολλούς θεούς. Αλλιώς, θα προκύψουν τα ακόλουθα άτοπα. Πρώτα, αν πολλοί θεοί έφτιαξαν τον κόσμο, αυτό αποτελεί αδυναμία των κατασκευαστών· διότι το έργο έγινε από πολλούς. Κι αυτό φανερώνει όχι τυχαία ότι ο κάθε θεός έχει ατελή δημιουργική ικανότητα. Αν αρκούσε ένας, δεν θα χρειαζόταν πολλοί, ν’ αναπληρώσει ο καθένας την έλλειψη του άλλου. Το να λέει μάλιστα κανείς ότι στο Θεό υπάρχει έλλειψη, όχι μόνο είναι ασέβεια αλλά και ξεπερνά τα θεμιτά όρια. Ακόμη κι ένα τεχνίτη, αν έφτιαχνε ένα έργο όχι μόνος αλλά με πολλούς, δεν θα τον λέγαμε τέλειο αλλά μέτριο. Πιθανόν, όμως, ο κάθε θεός να μπορούσε κατασκευάσει όλο το σύμπαν, αλλά το έφτιαξαν όλοι μαζί για τη συμμετοχή· κάτι τέτοιο είναι βέβαια γελοίο, να εργάζεται ο καθένας για φήμη και να μη θεωρηθεί ανίκανος. Το να θεωρήσουμε πάλι ότι ο κάθε θεός είναι κενόδοξος αυτό είναι από τα πλέον παράδοξα!
Έπειτα, αν ο κάθε θεός ήταν ικανός να δημιουργήσει όλο το σύμπαν, τί χρειάζονται οι πολλοί, αφού ο ένας αρκεί για όλο; Άλλωστε, κάτι τέτοιο είναι και ασεβές και παράδοξο· εφόσον το δημιούργημα είναι ένα και οι δημιουργοί πολλοί και διάφοροι, είναι λογικό και φυσικό το ένα και τέλειο να είναι ανώτερο από τα πολλά.
Να γνωρίζουμε και το εξής: αν ο κόσμος είχε δημιουργηθεί από πολλούς θεούς, θα είχε διάφορες και ανόμοιες κινήσεις. Κάθε διαφορετική κίνηση θα προσέβλεπε στον κάθε δημιουργό. Και στη διαφορετικότητα, όπως το είπαμε και παραπάνω, θα υπήρχε πάλι ακαταστασία και αταξία του σύμπαντος.
Διότι, ούτε ένα πλοίο που το κυβερνούν πολλοί θά πλεύσει σωστά, αν δεν κρατά το πηδάλιο ένας μόνο καπετάνιος· ούτε μία λύρα που την παίζουν πολλοί μπορεί να βγάλει καλό ήχο, αν δεν την παίζει ένας που είναι γνώστης. Έτσι, λοιπόν, αφού μία είναι η δημιουργία και ένας ο κόσμος και μία η τάξη του, ένας πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι ο βασιλιάς και δημιουργός του, ο Κύριος.
Για το λόγο αυτό, και ο ίδιος ο δημιουργός έπλασε ένα κόσμο, για να μην νομίζουν ότι με τους πολλούς κόσμους υπάρχουν και πολλοί θεοί. Να πιστεύουν ότι ένας είναι ο κόσμος κι ένας ο δημιουργός του. Μάλιστα συμβαίνει, όχι επειδή είναι ένας ο δημιουργός, να είναι κι ένας ο κόσμος· διότι, θα μπορούσε ο Θεός να φτιάξει κι άλλους κόσμους. Αλλά, επειδή πλάστηκε μόνον ένας κόσμος, είναι επόμενο και ο δημιουργός του να θεωρείται ένας.
Ποιός είναι αυτός ο δημιουργός; Αυτό πρέπει οπωσδήποτε να φανερώσουμε καί πούμε, για να μην πλανηθεί κανείς από άγνοια και πιστέψει σ’ άλλο θεό· κι έτσι θα πέσει στην αθεΐα των προηγουμένων. Νομίζω ότι κανένας δεν αμφιβάλλει γι’ αυτό.
Αποδείξαμε ήδη ότι δεν είναι θεοί αυτοί που θεωρούν οι ποιητές· ότι βρίσκονται σε πλάνη όσοι θεοποιούν την κτίση· και ότι γενικά η ειδωλολατρεία των εθνικών είναι αθεΐα και ασέβεια. Τώρα, λοιπόν, αφού κατέπεσαν όλες αυτές οι πλάνες, είναι βέβαιο ότι εμείς διαθέτουμε την αληθινή θρησκεία· Αυτόν που προσκυνούμε και κηρύσσουμε, αυτός είναι ο μόνος αληθινός Θεός· είναι ο Κύριος όλου του σύμπαντος και δημιουργός κάθε πλάσματος.
Ποιός άλλος λοιπόν είναι αυτός παρά ο πανάγιος και υπερβατικός, πέρα από κάθε δημιουργημένη φύση, ο Πατέρας δηλαδή του Χριστού; Αυτός, σαν άριστος κυβερνήτης, με τη σοφία του και τον Υιό και Λόγο του Κύριό μας Ιησού Χριστό, όλα τα εξουσιάζει και προνοεί για τη σωτηρία τους· ενεργεί όπως Αυτός θεωρεί ότι είναι καλά. Και είναι όλα καλά, όπως δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται, επειδή Εκείνος αυτό θέλει. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Διότι, αν η κτίση κινούνταν όχι με λογική βούληση κι όλα ήταν τυχαία, καλά θα έκανε κάποιος ν’ αμφισβητούσε αυτά που λέμε. Αφού όμως όλα έχουν συσταθεί και διακοσμηθεί με λογική, σοφία και γνώση, υποχρεωτικά αυτός που στέκεται από πάνω τους και τα προνοεί δεν είναι άλλος παρά ο Υιός και Λόγος του Θεού.
Λόγο ονομάζω όχι αυτόν που είναι συνυφασμένος και σύμφυτος με κάθε δημιούργημα, τον οποίο συνήθως ορισμένοι ονομάζουν σπερματικό· αυτός είναι άψυχος, χωρίς λογική και νόηση· ενεργεί με τη δύναμη της τέχνης που έρχεται απέξω και με τη σοφία εκείνου που τον εξουσιάζει. Ούτε είναι σαν το λόγο που έχουν οι λογικοί άνθρωποι και αποτελείται από συλλαβές και μεταδίδεται με τον αέρα.
Ονομάζω Λόγο τον ζωντανό και ενεργή Θεό, τον αίτιο της υπάρξεώς του, το Λόγο του αγαθού Θεού· Αυτός διαφέρει από κάθε δημιούργημα και κτιστό· είναι ο μόνος όμοιος Λόγος του αγαθού Πατέρα του· Αυτός στόλισε το σύμπαν και το φωτίζει με την πρόνοιά του. Επειδή είναι του καλού Πατέρα ο καλός Λόγος, αυτός διαρρύθμισε την τάξη όλων· προσάρμοσε τα αντίθετα μεταξύ τους κι έτσι προέκυψε μία όμορφη αρμονία. Αυτός είναι η δύναμη και η σοφία του Θεού· περιστρέφει τον ουρανό, κρέμασε τη γη και, ενώ δεν στηρίζεται πουθενά, με το νεύμα του τη στερέωσε. Απ’ Αυτόν παίρνει φως ο ήλιος και φωτίζει την οικουμένη, ενώ δίνει λιγοστό φως και στη σελήνη. Αυτός κρεμά το νερό στα σύννεφα και οι βροχές κατακλύζουν τη γη· η θάλασσα περιορίζεται ενώ η γη φυτρώνει κάθε είδους φυτά και βλαστάνει χόρτο.
Αν κάποιος άπιστος, μετά απ’ όσα είπαμε, ζητεί να μάθει αν υπάρχει ο Υιός και Λόγος του Θεού, αυτός δεν είναι καλά που αμφιβάλλει! Έχει τις αποδείξεις απ’ όσα βλέπει· όλα δημιουργήθηκαν από το Λόγο και τη Σοφία του Θεού. Δεν θα στεκόταν κανένα δημιούργημα, αν δεν το έκανε ο Λόγος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, όπως είπαμε.
Είναι Λόγος, όπως είπα, χωρίς να έχει σχέση και ομοιότητα με τον ανθρώπινο λόγο που συνίσταται από συλλαβές· αλλά είναι καθ’ όλα όμοια εικόνα του Θεού Πατέρα. Διότι οι άνθρωποι, επειδή αποτελούνται από διάφορα μέρη και προήλθαν από το μηδέν, έχουν σύνθετο λόγο που διαλύεται. Ο Θεός όμως είναι ο πάντοτε υπάρχων και δεν είναι σύνθετος· γι’ αυτό και ο Λόγος του υφίσταται πάντα και δεν είναι σύνθετος. Ο Λόγος είναι ο ένας και μονογενής Υιός Θεός του Θεού Πατέρα· προήλθε από τον Πατέρα σαν από αγαθή πηγή· προνοεί και συγκρατεί τα πάντα. Η αιτία πάλι για την οποία ο Λόγος του Θεού ήλθε στα δημιουργήματα, είναι όντως αξιοθαύμαστη· μας πληροφορεί ότι μόνο έτσι, όπως συνέβη, έπρεπε να γίνει και όχι αλλιώς.
Διότι, η φύση των δημιουργημάτων, επειδή προήλθε από την ανυπαρξία, είναι επιρρεπής, αδύναμη και θνητή, όπως το πιστοποιεί η εξέτασή της. Ο Θεός όμως των δημιουργημάτων είναι αγαθός και πάνω από καλός στη φύση του· γι’ αυτό και αγαπά τους ανθρώπους, επειδή στον αγαθό δεν υπάρχει φθόνος για τίποτε. Δεν φθονεί την ύπαρξη των άλλων, αλλά θέλει όλοι να υπάρχουν, για να μπορεί να τους ευεργετεί.
Ο Θεός, λοιπόν, βλέπει ότι κάθε δημιούργημα μόνο με τις δικές του λογικές δυνάμεις είναι θνητό και διαλύεται· και για να μην πάθει πάλι το ίδιο και χαθεί στην ανυπαρξία το σύμπαν, που το έπλασε με τον αιώνιο Λόγο του και το έδωσε ουσία, δεν άφησε πλέον τα δημιουργήματά του να παρασύρονται και ταλαιπωρούνται από τη θνητή φύση τους· έτσι ώστε να μην κινδυνεύουν να έλθουν πάλι στην ανυπαρξία.
Αλλά ο Θεός, ως αγαθός που είναι, με το Λόγο του, που είναι κι αυτός Θεός, κυβερνά και φροντίζει όλο τον κόσμο· με την εξουσία, την πρόνοια και τη φροντίδα του Λόγου φωτίζει τη κτίση να μένει σταθερή στη ζωή· διότι μετέχει στον αίτιο της ύπαρξης, το Λόγο του Πατέρα, που τη βοηθεί να παραμένει κι αυτή στην ύπαρξη. Έτσι δεν παθαίνει εκείνο που θα πάθαινε, αν δεν την συγκρατούσε ο Λόγος, δηλαδή να οδηγηθεί στην ανυπαρξία· διότι, «Αυτός είναι εικόνα του αόρατου Θεού, ο πρώτος άνθρωπος απ’ όλη τη δημιουργία για τη Βασιλεία του Θεού· Αυτός και χάρη σ’ αυτόν δημιουργήθηκαν και συντηρούνται όλα, ορατά και αόρατα· Αυτός αποτελεί τον αρχηγό της Εκκλησίας», όπως μας το λένε στις Άγιες Γραφές οι Πατέρες που διδάσκουν την αλήθεια.
Αυτός, λοιπόν, ο παντοδύναμος και τέλειος σε όλα Λόγος του Πατέρα στάθηκε πάνω απ’ όλα και τα σκέπασε παντού με τη δύναμή του· έδωσε φως σε όλα, τα ορατά και αόρατα. Έτσι, όλα τα δίνει σύσταση και τα συγκρατεί· από κανένα δεν στερεί την ευργετική του δύναμη. Όλα και με όλα, το καθένα χωριστά και όλα μαζί, τα ζωοποιεί και τα προστατεύει.
Τα πρωταρχικά συστατικά κάθε κτιστού δημιουργήματος, όπως είναι η θερμότητα, ψυχρότητα, υγρασία και ξηρασία, τα ενώνει ο Λόγος σ’ ένα, ώστε να μην αντιμάχεται το ένα το άλλο, αλλά ν’ αποτελούν μια αρμονική συνύπαρξη. Χάρη σ’ Αυτόν και εξαιτίας ττης δύναμής του δεν πολεμεί το θερμό το ψυχρό ούτε το υγρό το ξηρό· αλλά, αυτά τα αντίθετα μεταξύ τους, σαν φίλοι και αδελφοί, συνυπάρχουν και δίνουν ζωή στα ορατά· αποτελούν τη συστατική αρχή κάθε σώματος.
Με την υπακοή στο Θεό Λόγο τα επίγεια αποκτούν ζωή και τα ουράνια συντηρούνται. Χάρη σ’ Αυτόν, όλη η θάλασσα και ο απέραντος ωκεανός κινούνται σε περιορισμένα όρια. Το ίδιο και όλη η γη βλαστάνει χόρτο και φυτρώνει κάθε είδους δέντρα, όπως είπα παραπάνω. Για να μην χρονοτριβώ απαριθμώντας ένα ένα πράγματα γνωστά, δεν υπάρχει κανένα ζωντανό ή δημιούργημα που να μην πήρε την ύπαρξη απ’ Αυτόν και χάρη σ’ Αυτόν. Το λέει και ο άγιος (Ιωάννης ο) θεολόγος: «Στην αρχή υπήρχε ο Λόγος, που ήταν πάντα κοντά στο Θεό, γιατί ο ίδιος ο Λόγος είναι Θεός. Όλα Αυτός τα έκανε· τίποτε δεν υπάρχει που να μην το έκανε Αυτός».
Όπως, για παράδειγμα, αν ένας μουσικός παίξει λύρα, εναρμονίζοντας με την τέχνη του τους βαρείς με τους οξείς, και τους μέσους με άλλους τόνους, θ’ αποδώσει μια αρμονική μελωδία. Έτσι και ο σοφός Θεός, κρατώντας το σύμπαν ως λύρα, συνένωσε τα ουράνια με τα επίγεια, καιτα ουράνια με όσα βρίσκονται στον αέρα· συνάθροισε με το νεύμα και το θέλημά του τα σύνολα με τα επιμέρους· και όλα αποτελούν έναν ωραίο κόσμο και ένα αρμονικό σύνολο. Αυτός βέβαια παραμένει ακίνητος κοντά στον Πατέρα του· όλα όμως τα θέτει σε κίνηση με την καθοδήγησή του, όπως το καθένα αρέσει στον Πατέρα του.
Και το αξιοθαύμαστο της θεότητάς του είναι το εξής: με ένα και το ίδιο νεύμα του κινεί όλα μαζί συγχρόνως, και όχι κατά διαστήματα· ρυθμίζει ανάλογα με τη φύση του καθένα, τα ευθύγραμμα και τα κυκλικά στην κίνησή τους, τα πάνω, τα μεσαία, τα κάτω, τα υγρά, τα ψυχρά, τα θερμά, τα ορατά και τα αόρατα. Διότι με το ίδιο νεύμα κινούνται ταυτόχρονα τα ευθύγραμμα ως ευθύγραμμα και τα κυκλικά ως κυκλικά· το μέσον ως μέσον· το θερμό θερμαίνεται, το ξηρόν ξηραίνεται. Σ’ όλα γενικά, ανάλογα τη φύση τους, Αυτός δίνει ζωή και τα συντηρεί. Έτσι πραγματοποιεί μια θαυμαστή και πράγματι θεία αρμονία.
Και για να συλλάβουμε από ένα παράδειγμα πόσο μεγάλο γεγονός είναι αυτό, ας το παρομοιάσουμε με μια μεγάλη χορωδία. Η χορωδία αποτελείται από διαφορετικά πρόσωπα: άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροντες· όταν δώσει το σύνθημα ο μαέστρος, το κάθε μέλος τραγουδά ανάλογα με τη φύση και τη δύναμή του· ο άνδρας σαν άνδρας, το παιδί σαν παιδί, ο γέρος σαν γέρος και ο νέος σαν νέος· όλοι συνιστούν ένα αρμονικό σύνολο.
Το ίδιο και η ψυχή μας, θέτει σε κίνηση ταυτόχρονα τις αισθήσεις, τη κάθε μια ανάλογα με την ιδιαίτερη ενέργειά της· ώστε, όταν παρουσιάζεται ένα αντικείμενο, όλες να ενεργούν από κοινού· το μάτι να βλέπει, η ακοή ν’ ακούει, το χέρι να ψηλαφεί, η όσφρηση να μυρίζει και η γεύση να γεύεται. Πολλές φορές κινεί και τα άλλα μέλη του σώματος· π.χ. κινεί τα πόδια να περπατούν.
Ας καταστήσω σαφές το λεγόμενο και με τρίτο παράδειγμα. Μοιάζει με πολύ μεγάλη πόλη που την έκτισε και την κυβερνά αυτοπροσώπως ο άρχοντας και κυβερνήτης της. Όταν εκείνος είναι παρών και δίνει εντολές και στρέφει τα μάτια του προς όλους τους υπηκόους, όλοι δείχνουν υπακοή· άλλοι τρέχουν προς τη γεωργία και άλλοι για να εξασφαλίσουν νερό στα υδραγωγεία· άλλος πηγαίνει να προμηθευτεί τροφές· άλλος πηγαίνει στη βουλή και άλλος στη γενική συνέλευση του δήμου· ο δικαστής προσέρχεται να δικάσει και ο άρχοντας να νομοθετήσει· ο τεχνίτης χωρίς καθυστέρηση ξεκινά την εργασία· ο ναύτης τρέχει στη θάλασσα, ο ξυλουργός στό ξυλουργείο του, ο ιατρός για να θεραπεύσει τους ασθενείς και ο οικοδόμος στην οικοδομή· άλλος πάλι πηγαίνει στο χωράφι, ενώ άλλος επιστρέφει απ’ αυτό. Άλλοι ασχολούνται με την πόλη, άλλοι βγαίνουν έξω απ’ αυτήν και άλλοι πάλι επιστρέφουν πίσω σ’ αυτήν. Όλα αυτά γίνονται και επιτελούνται με την προσωπική παρουσία του άρχοντα και σύμφωνα με τις διαταγές του.
Κι αν είναι φτωχά τα προαναφερθέντα παραδείγματα, παρ’ όλ’ αυτά, με ανοιχτό μυαλό, πρέπει να αναλογιστούμε ότι έτσι ακριβώςσυμβαίνει στον κόσμο όλο. Με μια γρήγορη ματιά του Θεού όλα ρυθμίζονται· το κάθε δημιούργημα εκτελεί το δικό του σκοπό, και όλα μαζί συνιστούν μια παγκόσμια τάξη.
Με το νεύμα και τη δύναμη του Λόγου του Θεού Πατέρα, που επιστατεί και κυβερνά τα πάντα, ο ουρανός περιστρέφεται, τα άστρα κινούνται, ο ήλιος φωτίζει, η σελήνη διαγράφει την τροχιά της, ο αέρας φωτίζεται, ο αιθέρας θερμαίνεται και οι άνεμοι πνέουν· τα βουνά στέκουν υψωμένα προς τα πάνω, η θάλασσα βγάζει κύματα, και τα ζώα της βρίσκουν τροφή· η γη, μένοντας ακίνητη, βγάζει καρπούς· ο άνθρωπος γεννιέται, ζει και στο τέλος πεθαίνει.
Γενικά, όλα τα δημιουργήματα παίρνουν απ’ Αυτόν ψυχή και κίνηση· η φωτιά καίει,το νερό δροσίζει, οι πηγές αναβλύζουν, οι ποταμοί πλημμυρίζουν, οι περίοδοι και οι εποχές περνούν, οι βροχές πέφτουν, τα σύννεφα γεμίζουν, το χαλάζι πέφτει, το χιόνι και οι κρύσταλλοι παγώνουν· τα πτηνά πετούν, τα ερπετά σέρνονται, τα υδρόβια κολυμπούν, η θάλασσα διαπλέεται, η γη σπείρεται και καρποφορεί στον καιρό της, τα φυτά αυξάνουν· άλλα είναι τρυφερά κι άλλα για θερισμό· άλλα γερνούν και μαραζώνουν· άλλα καταστρέφονται και άλλα γίνονται και φαίνονται. Όλα αυτά, κι ακόμη περισσότερα, τα οποία αδυνατούμε λόγω της πληθώρας τους να τ’ αναφέρουμε, ο θαυμαστός και θαυματουργός Λόγος του Θεού τα φωτίζει και ζωοποιεί, τα κινεί με το νεύμα του και φροντίζει· δημιουργεί ένα κόσμο, χωρίς ν’ αφήνει έξω από τον εαυτό του και τις αόρατες δυνάμεις. Ακόμη κι αυτές, επειδή Αυτός τις δημιούργησε, τις συμπεριλαμβάνει στο σύνολο· τις συγκρατεί και ζωοποιεί πάλι με τη δική του βούληση και φροντίδα.
Και κανένα δημιούργημα δεν μπορεί ν’ αποτελέσει στοιχείο για απιστία. Όπως δεν χρειάζονται πολλές αποδείξεις για το ότι το σώμα με τη δική Του πρόνοια μεγαλώνει και η λογική ψυχή κινείται και μπορεί να σκέφτεται και να ζει· διότι αυτά τα βλέπουμε μπροστά μας να γίνονται. Έτσι, παρόμοια, ο Λόγος του Θεού μ’ ένα απλό νεύμα του κινεί και συγκρατεί με τη δύναμή του τον ορατό και αόρατο κόσμο· μοιράζει σε κάθε δημιούργημα την ιδιαίτερη ενέργεια. Έτσι, οι αόρατες θείες δυνάμεις κινούνται προς το Θεό, ενώ τα ορατά για να τα βλέπουμε. Και αυτός ο Λόγος, ο άρχοντας, ο κυβερνήτης και δημιουργός όλων των κτισμάτων, εργάζεται όλα αυτά για τη δόξα και γνώση του Θεού Πατέρα Του. Με μια φράση, με τα έργα του μας διδάσκει και λέει το εξής: «Ο Δημιουργός φαίνεται αναλογικά από το μέγεθος και την ομορφιά των κτισμάτων».
Διότι, όπως όταν γυρίσουμε τα μάτια στον ουρανό και δούμε το στολισμό του και το φως των άστρων, αμέσως θυμούμαστε το Λόγο που τα έφτιαξε και ρυθμίζει· κατά παρόμοιο τρόπο, όταν σκεφτόμαστε το Λόγο του Θεού, υποχρεωτικά αναλογιζόμαστε και τον Θεό Πατέρα του· γιατί απ’ Αυτόν προέρχεται και δίκαια ονομάζεται διερμηνέας και αγγελιαφόρος του Πατέρα του.
Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε κι από τα δικά μας. Όταν ακούμε έναν ανθρώπινο λόγο, αναλογιζόμαστε την πηγή που τον βγάζει, δηλαδή το νου· παρατηρώντας τον ανθρώπινο λόγο, βλέπουμε να γίνεται γνωστός ο νους με τη σκέψη. Το ίδιο, όταν βλέπουμε τη δύναμη του Λόγου, με πολύ περισσότερη φαντασία και ασύγκριτη υπεροχή αναλογιζόμαστε και τον πανάγαθο Πατέρα του, όπως το είπε ο ίδιος ο Σωτήρας: «Όποιος βλέπει εμένα, βλέπει τον ίδιο τον Πατέρα μου».
Αυτά και η θεόπνευστη Αγία Γραφή τα διδάσκει πιο φανερά και με μεγαλύτερη δύναμη. Από τη Γραφή πήραμε κι εμείς θάρρος και σου γράφουμε αυτά. Και συ όμως, μελετώντας την, θα μπορέσεις να πιστέψεις την αλήθεια όσων λέμε. Διότι, ένας λόγος που βεβαιώνεται από αδιάψευστες πηγές, αποκτά ακλόνητο κύρος.
Από την αρχή ο Υιός και Λόγος του Θεού προστάτευσε τον Ιουδαϊκό λαό από την ειδωλολατρεία, δίνοντας την εντολή: «Δεν θα κατασκευάσεις για τον εαυτό σου είδωλο ούτε κάποιο ομοίωμα επουράνιου ή επίγειου κτίσματος». Το λόγο απόρριψης των ειδώλων τον αναφέρει αλλού, με τα εξής λόγια: «Τα είδωλα των εθνών είναι ανθρώπινα έργα από ασήμι και χρυσάφι· έχουν στόμα, αλλά δε θα μιλούν· έχουν μάτια, αλλά δε θα βλέπουν· έχουν αυτιά, αλλά δε θ’ ακούν· έχουν μύτες, αλλά δε θα οσφραίνονται· έχουν χέρια και δε θα ψηλαφούν· έχουν πόδια και δε θα περπατούν». Δεν απέκρυψε τη διδασκαλία για τα κτίσματα. Αλλά, επειδή γνωρίζει την ομορφιά τους, για να μην παρασυρθούν ορισμένοι απ’ αυτήν, και δεν τα δουν ως δημιουργήματα του Θεού και τα θεοποιήσουν, προστατεύει εκ των προτέρων τους ανθρώπους με τα εξής λόγια: «Να μην δεις τον ήλιο, τη σελήνη κι όλο τον ουράνιο κόσμο και οδηγηθείς στην πλάνη· να μην λατρεύσεις ως θεούς αυτά που χάρισε ο αληθινός Κύριος και Θεός σ’ όλα τα έθνη που βρίσκονται κάτω απ’τον ουρανό».
Και χάρισε αυτά τα άστρα στους ανθρώπους ο Θεός, όχι για να τα θεοποιούν, αλλά να βλέπουν οι λαοί τη λειτουργία τους και να οδηγούνται στο Δημιουργό των πάντων, όπως το είπαμε. Ο Ιουδαϊκός λαός την αρχαία εποχή γνώριζε τη διδασκαλία αυτή καλύτερα από κάθε λαό· τη διδασκόταν όχι μόνο από τα κτίσματα, αλλά και από την Αγία Γραφή. Γενικά, η Αγία Γραφή αποσπά τους ανθρώπους από τη πλάνη των ειδώλων και την ασεβή μυθοπλασία και τους λέει: «(Λέει ο Θεός:) δεν θα λατρεύεις άλλους θεούς εκτός από μένα».
Δεν τους εμποδίζει να τους έχουν θεούς, σαν να υπάρχουν κι άλλοι, αλλά να μην αρνηθεί κάποιος τον αληθινό Θεό και αρχίζει να θεοποιεί τους ανύπαρκτους θεούς· τέτοιοι είναι εκείνου που περιγράφουν οι ποιητές και συγγραφείς που αποδείξαμε ότι δεν είναι θεοί. Και η φράση που αναφέρεται στο μέλλον και λέει «δεν θα έχεις άλλους θεούς» δείχνει ότι αυτοί δεν είναι θεοί· διότι, αυτό που λέει να (μη) γίνει στο μέλλον, δεν ισχύει ούτε τότε που λέγονται αυτά (στο παρόν).
Μήπως λοιπόν, αφού απέδειξε την αθεΐα των εθνικών και ειδωλολατρών, σιωπά η Αγία Γραφή και άφησε απλά στην τύχη τους τους ανθρώπους να περιφέρονται χωρίς να έχουν τη γνώση του Θεού; Όχι βέβαια, αλλά προλαβαίνει και τη σκέψη για κάτι τέτοιο, λέγοντας: «Άκουσε, Ισραήλ, ο Κύριος και Θεός σου είναι ένας». Και πάλι λέει: « Θ’ αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου με όλη την καρδιά και μ’ όλη τη δύναμή σου»· και ακόμη: «Θα προσκυνάς τον Κύριο και Θεό σου, και αυτόν μόνο θα λατρεύεις και σ’ Αυτόν θα είσαι προσκολημμένος».
Αυτά που λέμε τώρα αρκούν για ν’ αποδείξουν αξιόπιστο το λόγο ότι η φροντίδα του Λόγου με κάθε τρόπο για όλα διακηρύσσεται απ’ όλη την Αγία Γραφή· το λένε και οι θεόπνευστοι προφήτες: «Εσύ ο Θεός έβαλες το θεμέλιο της γης και μένει στέρεη· με την εντολή σου υπάρχει η ημέρα». Και αλλού λέει: «Δοξολογείστε το Θεό με όργανα, διότι στερέωσε τον ουρανό στα σύννεφα· καλύπτει τη γη με βροχές και φυτρώνει στα βουνά χορτάρι και χλόη, για να εξυπηρετεί τους ανθρώπους και να δίνει τροφή στα ζώα». Ποιός τα δίνει όλα αυτά παρά ο Δημιουργός τους; Αυτός που τα δημιούργησε Αυτός ασφαλώς προνοεί και γι’ αυτά όλα. Και ποιός άλλος είναι αυτός παρά ο Λόγος του Θεού, για τον οποίο και σ’ άλλο ψαλμό λέει: «Με το λόγο του Κυρίου στερεώθηκαν οι ουρανοί και με το φύσημα της πνοής Του αποκτούν τη δύναμή τους»;
Όλα έγιναν απ’ Αυτόν και γι’ Αυτόν ομιλούν· με τα λόγια αυτά πείθει και μας η Αγία Γραφή λέγοντας: «Αυτός είπε και έγιναν· Αυτός έδωσε εντολή και δημιουργήθηκαν». Το βεβαιώνει και το εξηγεί επίσης ο μεγάλος Μωϋσής στη διήγηση της δημιουργίας του κόσμου όπου λέει: «Και είπε ο Θεός· ας φτιάξουμε τον άνθρωπο ν’ αποτελεί δική μας (της Αγίας Τριάδος) εικόνα και να μας μοιάζει». Στη αρχή της δημιουργίας του ουρανού, της γης και όλου του σύμπαντος είπε ο Πατέρας στον Υιό: «Να δημιουργηθεί ο ουρανός, να συναχθούν τα νερά και να φανεί η ξηρά· να βγάλει η γη κάθε είδος χόρτου και ζώου».
Απ’ όλα αυτά θα μπορούσε κάποιος να κατηγορήσει τους Ιουδαίους ότι δεν ερμηνεύουν σωστά τις Γραφές. Θα τους ρωτούσε κάποιος: σε ποιόν μιλούσε ο Θεός και έδινε προσταγές; Αν απευθυνόταν στα κτίσματα που γίνονταν, ήταν περιττός ο λόγος· διότι δεν υπήρχαν ακόμη, επρόκειτο να γίνουν· και κανείς δεν μιλάει σε κάτι ανύπαρκτο ούτε δίνει διαταγές για να γίνει σ’ αυτό που ακόμη δεν έχει γίνει. Αν ο Θεός έδινε εντολές σ’ αυτά που επρόκειτο να γίνουν, έπρεπε να λέει: Δημιουργήσου ουρανέ, γίνε γη, βγες χορτάρι και φτιάξου άνθρωπε. Τώρα όμως δεν κάνει κάτι τέτοιο, αλλά προστάζει λέγοντας: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο κι ας βγει η χλόη». Απ’ όλ’ αυτά προκύπτει ότι ο Θεός συνομιλεί γι’ αυτά με κάποιον κοντινό του. Κατ’ ανάγκη υπήρχε κάποιος συνεργάτης του με τον οποίο συνομιλούσε και τα δημιουργούσε όλα.
Ποιός άλλος είναι αυτός παρά ο Λόγος του Θεού; Με ποιόν άλλο από το Λόγο του συνομιλεί ο Θεός; Ποιός άλλος συνυπήρχε με το Θεό όταν έφτιαχνε κάθε κτίσμα παρά η Σοφία του (ο Λόγος), που λέει: «Όταν έκανε τον ουρανό και τη γη ήμουν παρών κι εγώ»; Με το όνομα ουρανός και γη περιλαμβάνει όλα τα δημιουργήματα του ουρανού και της γης. Συνυπάρχοντας ως Σοφία και βλέποντας ως Λόγος τον Πατέρα, δημιουργούσε το σύμπαν, το στερέωνε και το φρόντιζε. Με το να είναι η δύναμη του Πατέρα, δίνει την ισχύ της ύπαρξης στα όντα· και το λέει ο Σωτήρας: «Όλα όσα βλέπω να κάνει ο Πατέρας, κάνω κι εγώ τα ίδια».
Και οι άγιοι μαθητές του διδάσκουν ότι απ’ αυτόν και γι’ αυτόν έγινα όλα· ότι ο Υιός γεννήθηκε πανάγαθος από πανάγαθο Πατέρα και αποτελεί αληθινό γιο του· είναι η δύναμη, η σοφία και ο Λόγος του Πατέρα. Αυτά όλα ο Υιός δεν τα έχει από μετοχή ούτε προστέθηκαν απέξω, όπως συμβαίνει μ’ αυτούς που συμμετέχουν σ’ Αυτόν και παίρνουν σοφία απ’ Αυτόν και γίνονται δυνατοί και λογικοί. Αλλά, Αυτός είναι η ίδια η σοφία, ο ίδιος ο λόγος και η ίδια η δύναμη του Πατέρα· είναι το ίδιο το φως, η αυτοαλήθεια, η ίδια η δικαιοσύνη και η αρετή. Γενικά, είναι ο χαρακτήρας, το απαύγασμα, η εικόνα του Πατέρα. Και για να συνοψίσω, αποτελεί τον τέλειο καρπό του Πατέρα, ο μοναδικός Υιός του, η απαράλλακτη εικόνα του Πατέρα.
Ποιός, λοιπόν, θα μπορούσε να μετρήσει τον Πατέρα, για να βρει και τις δυνάμεις του Λόγου του; Διότι, όπως είναι Λόγος και σοφία του Πατέρα, έτσι συγκαταβατικά προς τα δημιουργήματα, γίνεται, για να γνωρίσουμε και οδηγηθούμε προς τον Πατέρα, αυτοαγιασμός, αυτοζωή, θύρα, ποιμένας και οδός· γίνεται βασιλιάς, κυβερνήτης, σωτήρας και χορηγός ζωής, φως και φροντίδα για όλους.
Έχοντας λοιπόν ο Θεός Πατέρας από τον εαυτό του τέτοιο αγαθό και δημιουργό Υιό, δεν τον απέκρυψε από τα δημιουργήματα. Αλλά, κάθε μέρα τον φανερώνει σε όλουε, διότι μ’ αυτόν δίνει ζωή και ύπαρξη σε όλους. Μ’ αυτόν και μέσω αυτού αποκαλύπτει τον εαυτό του ο Πατέρας, όπως το λέει και ο Σωτήρας Χριστός: «Εγώ είμαι με τον Πατέρα και ο Πατέρας με μένα». Ώστε υποχρεωτικά ο Υιός Λόγος είναι με τον Πατέρα που τον γέννησε (αΐδια) και ο γεννημένος Υιός ζει αιώνια με τον Πατέρα.
Ενώ αυτά έτσι έχουν και τίποτε δεν υπάρχει έξω απ’ Αυτόν, αλλά και ο ουρανός και η γη και όλα τα όσα κατοικούν σ’ αυτούς εξαρτώνται απ’ Αυτόν· δυστυχώς, άνθρωποι παράφρονες αρνήθηκαν τη γνώση και τη λατρεία του Θεού και λάτρεψαν τα ανύπαρκτα αντί τον όντως υπάρχοντα.
Αντί του αληθινού Θεού θεοποίησαν ψεύτικα όντα· «λάτρεψαν τα κτίσματα και όχι το δημιουργό τους»· έφτασαν σε ανόητη κατάσταση και ασέβεια. Διότι αυτό μοιάζει με το να θαυμάζει κανείς τα καλλιτεχνήμτα και όχι τον καλλιτέχνη τους· να εκπλήσσεται από τα κτίσματα μιας πόλης, αλλά να περιφρονεί το δημιουργό τους. Ή, όπως όταν κάποιος επαινεί ένα μουσικό όργανο αλλ’ απορρίπτει αυτόν που τα έφτιαξε και συνάρμοσε. Ανόητοι και τυφλωμένοι! Διότι, πώς θα γνώριζαν ένα κτίσμα ή πλοίο ή λύρα, αν δεν το έφτιαχνε ο ναυπηγός ή δεν το οικοδομούσε ο αρχιτέκτονας ή δεν συνέθετε ο μουσικός;
Όπως, λοιπόν, αυτός που σκέφτεται αυτά είναι ανόητος και ξεπερνά κάθε παρανοϊκότητα, έτσι μου φαίνεται ότι δεν είναι καλά στο μυαλό όσοι αρνούνται το Θεό Πατέρα και δεν λατρεύουν τον Υιό και Λόγο του, τον Σωτήρα όλων Κύριό μας Ιησού Χριστό, με τον οποίο ο Θεός Πατέρας διαρρυθμίζει, συγκρατεί καί προνοεί για όλα.
Σ’ αυτόν να έχεις πίστη και ευσέβεια, φιλόχριστε αναγνώστη. Να χαίρεσαι και να ελπίζεις ότι καρπός της πίστης και λατρείας του Θεού είναι η αθανασία και η βασιλεία των ουρανών. Αρκεί η ψυχή να είναι στολισμένη με την τήρηση των δικών του εντολών. Και όπως το βραβείο γι’ αυτούς που ζουν σύμφωνα με τις εντολές του είναι η αιώνια ζωή, έτσι και όσους βαδίζουν τον αντίθετο και όχι τον ενάρετο δρόμο, τους περιμένει μεγάλη ντροπή και ασυγχώρητος κίνδυνος καταδίκης την ημέρα της κρίσεως· διότι, παρόλο που γνώρισαν τον αληθινό τρόπο ζωής, έπραξαν αντίθετα των όσων γνώρισαν.
Πηγή: ΕΚΠΑ