Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 295 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ Χριστιανοὺς γονεῖς. Ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως φιλοσοφικῆς καὶ θεολογικῆς. Κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία συνδέθηκε μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο καὶ ἀσκήτευσε μαζί του στὴν ἔρημο.
Στὴν ἀρχὴ χειροθετήθηκε ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τὸ 318 μ.Χ. ἦταν ἤδη διάκονος. Τὸ ἔτος 325 μ.Χ. συνοδεύει τὸν γέροντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στὴ Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, «τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων ἡγούμενος». Ἐκεῖ, χάρη στὴ μόρφωσή του καὶ μάλιστα στὴ θερμουργὸ καὶ ἀκλόνητη πίστη του, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς θαρραλέους ἀγωνιστὲς κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Μάλιστα δέ, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Σύνοδος τοῦ 399 μ.Χ., κυρίως ὁ Ἀθανάσιος «τὴν νόσον τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἔστησεν». Κανένας, ἴσως, ἄλλος ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δὲν ἀντιμετώπισε τόσο σπουδαία ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν τὰ περὶ Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου κ.ἄ.
Ἡ φήμη τοῦ Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολὺ κατὰ τὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας, ὥστε μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν πέθανε ὁ γέροντας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος († 17 Ἀπριλίου 328 μ.Χ.), ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πιθανότατα τὸν ἴδιο χρόνο.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κατὰ τὰ 46 ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του, ὑπῆρξε ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν Πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μερίμνησε δραστήρια γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Περιηγούμενος τὴν ἐπαρχία του, μετέβη στὴ Θηβαΐδα, τὴν Πεντάπολη, τὴν Κάτω Αἴγυπτο γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τὸ ὁποῖο τὸν ὑποδεχόταν παντοῦ μὲ ἐνθουσιασμό. Ἐγκαθιστοῦσε στὶς διάφορες πόλεις ἄξιους καὶ ἱκανοὺς Ἐπισκόπους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Ἅγιο Φρουμέντιο († 30 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Ἀξώμης.
Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί, δημιούργησαν πολλὲς ταραχὲς καὶ ὀχλήσεις στὸν Ἅγιο, τὸν ὁποῖο συκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε πέντε φορὲς καὶ διῆλθε περισσότερα ἀπὸ δεκαέξι χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του στὴν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ’ ἐπανάληψη ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς ἐνώπιον Συνόδων καὶ καθαιρέθηκε. Καταδιώχθηκε ἀπὸ αὐτοκράτορες, ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καὶ στερήσεις, εἶδε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συνεργάτες του νὰ ὑποκύπτουν στὶς πιέσεις καὶ τὴν βία τῶν Ἀρειανῶν καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352 – 366 μ.Χ) νὰ ὑπογράψει ἀρειανικὸ ὅρο πίστεως, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ χριστιανικὸς κόσμος φαινόταν ἀντίθετος πρὸς τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ αὐτὸς ποτὲ δὲν κάμφθηκε καὶ ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν ἀλήθεια.
Ἀφορμὴ γιὰ τὶς διώξεις κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νὰ ἀποκαταστήσει στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὸν ὑπὸ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος παρουσιαζόταν ὑποκριτικὰ ὡς ἀποδεχόμενος τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὑπέβαλε τὸ 330 ἢ 331 μ.Χ. ὁμολογία πίστεως, στὴν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νὰ ἀναφέρει τὶς ἀρειανικὲς ἐκφράσεις. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τὴν ἀπάτη καὶ τὸ δόλο τοῦ Ἀρείου καὶ ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ δεχθεῖ σὲ κοινωνία τὸν Ἄρειο παρὰ τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν νὰ ὀργανώνουν συστηματικὰ τὸν κατ’ αὐτοῦ ἀγώνα. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, ἂν καὶ τιμοῦσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ θάρρος του, παρασύρθηκε τελικὰ ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἐναντίον του μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καὶ διέταξε τὴ σύγκλιση Συνόδου στὴν Καισάρεια, τὸ 335 μ.Χ., μὲ σκοπὸ τὴν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ Ἀθανασίου. Ἡ Σύνοδος τελικὰ συγκλήθηκε στὴν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος συνῆλθε στὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία παρέστησαν 60 Ἀρειανοὶ Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταθοῦν παρὰ τὰ ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἐχθροί του Ἀθανασίου ζητοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως, ποὺ εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τὴν τήρηση τῆς τάξεως καὶ τῆς εἰρήνης, τὸν φυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος λόγω τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ ἀκρόαση καὶ διέταξε τὴν ἐξορία του στὴ Γαλατία. Ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα του μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στὶς 23 Νοεμβρίου 337 μ.Χ. Πλὴν ὅμως καὶ πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τὶς κατ’ αὐτοῦ διαβολὲς καὶ συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸ 339 μ.Χ στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. Οἱ ἐχθροί του τότε, συγκρότησαν ἀρειανικὴ Σύνοδο στὴν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τὸν καθαίρεσε καὶ ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τὸν Εὐσέβιο τὸν Ἐμισηνό, ἀντ’ αὐτοῦ δέ, ἐπειδὴ δὲν ἀποδέχθηκε τὴν ἐκλογή, τὸν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια διὰ τῆς βίας μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴ Ρώμη, ὅπου εὑρίσκονταν καὶ ἄλλοι ἐξόριστοι ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τὸν δέχθηκαν ὅλοι μὲ τιμὴ καὶ ἀναγνώρισαν τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος συγκάλεσε, τὸ ἔτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν κήρυξε ἀθῶο ἀπὸ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του.
Ὅταν τὸ 345 μ.Χ. πέθανε ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνακάλεσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος δεκτὸς θριαμβευτικὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ μόνο γιὰ λίγο ἔμεινε ἀδιατάρακτος στὴν ἕδρα του, διότι μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Κώνσταντος, τὸ ἔτος 350 μ.Χ., ὁ Κωνστάντιος, πεισθεὶς σὲ νέες διαβολὲς καὶ πιέσεις τῶν φίλων τῶν Ἀρειανῶν, καταδίκασε συνοδικῶς τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπέστειλε μάλιστα καὶ στρατιῶτες, γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν τὴν νύκτα τῆς 9ηςΦεβρουαρίου 356 μ.Χ., ἐνῶ τελοῦσε παννυχίδα μὲ πλῆθος πιστῶν στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ. Ὁ Ἅγιος φυγαδεύτηκε στὴν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε ἕξι χρόνια, παρακολουθώντας τὶς κινήσεις καὶ ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν καὶ στηρίζοντας τοὺς κλονιζόμενους Χριστιανούς.
Τέλος, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) μπόρεσε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ νὰ συγκροτήσει Σύνοδο ἡ ὁποία ἀποτέλεσε σημαντικότατο σταθμὸ στὴν ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Οἱ διωγμοὶ συνεχίστηκαν καὶ ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐάλη, ποὺ ἐξόρισε τὸν Ἅγιο. Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀνακαλέσει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὴν ἐξορία.
Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σὲ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς τοῦ ἀπένειμε τὸν τίτλο τοῦ Μεγάλου Πατρὸς αὐτῆς. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ διαισθάνθηκε καὶ ἀντιλήφθηκε ἄριστα τὶς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπὶ μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στὴ σκέψη του ἀποτελοῦν τμήματα μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὥστε ἡ πλάνη περὶ τὴν μία ἐπὶ μέρους ἀλήθεια, νὰ συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τὴν ἀνατροπὴ ὁλόκληρου τοῦ συστήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τὴν δημιουργία αἱρέσεως.
Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος καὶ μὲ τὸν καθόλον βίο του, ἀπέδειξε τὸ ἐνάρετο καὶ τὸ εὐσεβές του ἤθους αὐτοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε τὸ ὄνομά του νὰ ἀποβεῖ ταυτόσημο πρὸς τὴν ἀρετή. Γι’ αὐτὸ λέγει ἐπιγραμματικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς: «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι· ταὐτὸν γὰρ ἐκεῖνόν τε εἰπεῖν καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε κατ’ ἐξοχὴν δέκτης τοῦ θείου φωτισμοῦ, ἔφθασε σὲ ὕψος βιβλικῶν προσώπων καὶ ἴσως μάλιστα κάποια ἀπὸ αὐτὰ νὰ ὑπερέβαλε, γιατί κυριολεκτικὰ ἑνώθηκε καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ θεῖο φῶς. Καὶ ἔτσι μόνο κατόρθωσε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 370 ἢ 375 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ εὔπορους γονεῖς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τῆς πόλεως. Ἦταν θερμοῦ καὶ ζωηροῦ χαρακτῆρος, ἀνήσυχος, τολμηρός, ἐνεργητικὸς καὶ πολὺ δραστήριος. Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐστροφία, τὴν ταχύτητα καὶ ἀποφασιστικότητα τῶν ἐνεργειῶν του καί, κυρίως, γιὰ τὴν ἐπιμονή, ὁρμητικότητα καὶ τὸ ἀνυποχώρητο στὶς ἐπιδιώξεις τῶν σκοπῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ἀγωνιζόταν. Εἶχε ἰσχυρὸ τὸ αἴσθημα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἡ δὲ συναίσθηση τοῦ καθήκοντος καὶ ὁ ἁγνὸς ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴν ἀλήθεια τὸν καθιστοῦσαν ἄφοβο στὴν ἐπιτέλεση τῆς διακονίας του καὶ ἱκανὸ ἀγωνιστὴ ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας μέχρι θανάτου. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα δικαίως θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς Μεγάλους Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῆς ἱερᾶς παραδόσεως.
Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου, τὸν ὁποῖο πάντοτε εὐγνωμόνως ἀνέφερε. Ἔλαβε εὐρεία μόρφωση στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μάλιστα στὴν περιώνυμο Κατηχητικὴ Σχολή, ὅπου παρακολουθοῦσε παραδόσεις τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Σχολῆς αὐτῆς Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ. Φοίτησε, ἀκόμη, στὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ συμπλήρωσε τὶς σπουδές του μὲ ἐπιπλέον ἰδιαίτερες μελέτες τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας, ὅπως τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὰ συγγράμματά του.
Ὅταν μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐφάρμοζε τὴν ὑγιὴ καὶ ὀρθὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο, διὰ τῆς ὁποίας ἀναζητοῦσε πάντοτε νὰ ἐρευνᾶ τὴν σύνθεση τοῦ κειμένου καὶ κατόπιν νὰ ἀναζητεῖ τὰ νοήματά του. Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γενικῶς τὴν ἔκθεση τῶν δογμάτων προτιμοῦσε περισσότερο τὴν πίστη, ἔχοντας ὡς κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὅμως θεωροῦσε ἀναγκαῖο χρησιμοποιοῦσε καὶ τὸν λόγο.
Γιὰ τὴν καλύτερη πνευματικὴ ἀνάπτυξή του καὶ τὸν πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σὲ μονὲς τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀσκήτευε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἔλεγε μάλιστα σχετικά: «Εἰς χείρας πατέρων τεθράμμεθα ὀρθοδόξων καὶ ἁγίων». Μάλιστα κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, ὁ μοναχικὸς βίος τῆς Αἰγύπτου βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀκμή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξασθενεῖ, ἰδίως μετὰ τὶς βίαιες ἐπιθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐξαπέλυσε ἐναντίων του ὁ Θεόφιλος, λόγῳ τῶν ὠρεγινιστικῶν ἐρίδων.
Μάλιστα, σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες, ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν θεῖο του Θεόφιλο, μετὰ τὶς σπουδές του, στὶς μονὲς τῆς Νιτρίας ὅπου διέμενε ἐπὶ πενταετία στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀσκούμενος ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντος Σεραπίωνος.
Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἀκριβῶς εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἀλλὰ πάντως μετὰ τὴν συμπλήρωση τοῦ 26ου ἔτους, χειροτονήθηκε ἀναγνώστης καὶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο του Θεόφιλο.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, στὶς 15 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ., προβλήθηκε ὡς διάδοχός του, ὅπως καὶ ὁ ἀρχιδιάκονος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιόλογος κληρικὸς καὶ μάλιστα ἀρεστὸς στὴν ἀριστοκρατία τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινωνίας καθὼς καὶ στὴ δημόσια διοίκηση τῆς πόλεως. Τελικὰ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἐξελέγη ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ποὺ ἐνθρονίσθηκε στὶς 17 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ. καὶ διεποίμανε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπὶ 32 ἔτη, ἔχοντας πάντοτε τὴ βαριὰ συναίσθηση ὅτι κατεῖχε τὸ θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἔλεγχε τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα, καυτηρίαζε τὴν ἀναλγησία τῶν πλουσίων καὶ τὶς κακὲς συνήθειες, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα φαινόμενα τῆς εὐημερούσης κοινωνίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προέβαλλε στοὺς πιστοὺς τὸ ἰδεῶδες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης καὶ τοὺς συνιστοῦσε νὰ ζοῦν ζωὴ σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ χριστιανικό τους ὄνομα.
Ὁ Ἅγιος θεώρησε βασικὸ καθῆκον του τὴν ἀντιμετώπιση διαφόρων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ὑπολείμματα τῶν ὁποίων διασώζονται ἀκόμη, ὅπως καὶ τῶν Ἀρειανῶν, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανῶν. Ἐπίσης στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέαζαν τὸ λαὸ διὰ τῆς μαγείας, τῆς ἀστρολογίας καὶ τὶς δεισιδαιμονίες καὶ τοῦ μαντείου τους στὸ Μένουθις. Τὸ μαντεῖο αὐτὸ ἀντιμετώπισε διὰ τῆς μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου καὶ τῶν Παρθένων Θεοκτίστης, Εὐδοξίας καὶ τῆς μητέρας τους Ἀθανασίας στὸ ναὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν, τὸν ὁποῖο ἀνήγειρε ὁ Θεόφιλος καὶ τὰ ὁποῖα λείψανα εἶχαν εὑρεθεῖ σὲ ἀρχαῖο χριστιανικὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδὴ εἶχαν τὴ μεροληπτικὴ ὑπὲρ αὐτῶν στάση τοῦ ἔπαρχου Ὀρέστη καὶ συμπεριφέρονταν προκλητικὰ στοὺς χριστιανούς. Ὁ Ἅγιος ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Πελαγίου καὶ τέλος τοῦ Νεστορίου. Ὁ ἀγώνας του κατὰ τοῦ Νεστορίου ἢ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ γέμισε τὴν ἱστορία τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Νεστόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 428 μ.Χ., δημιούργησε τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ἀρνιόταν δηλαδὴ τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, θείας καὶ ἀνθρώπινης, ἀποδεχόταν μόνο ἐνοίκηση ἢ συνάφειά τους καὶ θεωροῦσε τὴν Παναγία ὄχι Θεοτόκο, ἀλλὰ «Χριστοτόκο» ἢ «ἀνθρωποτόκο». Ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαφύλαξε τὴ Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, διδάσκοντας τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν Θεία Του φύση χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κύριλλο ὡς «τοῦ Πατρὸς φύσει Υἱὸς καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς Λόγος», «ἐκ Θεοῦ Λόγος», «ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ Πατρός», ὁ ὁποῖος εἶναι Θεῖος Λόγος καὶ ὁ ὁποῖος «οἰκονομικῶς κατεφοίτησε δι’ ἡμᾶς εἰς ἀνθρωπότητα», «γέγονε σάρξ» καὶ «καθ’ ἡμᾶς ἄνθρωπος», «ἡνώθη κατὰ φύσιν καὶ καθ’ ὑπόστασιν τῇ σαρκί». Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, διότι στὸν Ὅρο αὐτὸ συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ πραγματικὸ τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δυὸ φύσεων στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ὅρος Θεοτόκος συνοψίζει ἄριστα τὴν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ 430 μ.Χ., ἡ Σύνοδος ποὺ συγκάλεσε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἅγιος Κύριλλος, διατύπωσε σὲ 12 ἀναθεματισμούς, τὶς διδασκαλίες ποὺ ὄφειλε νὰ ἀποκηρύξει ὁ Νεστόριος. Τὸ σκάνδαλο ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ἀναστάτωσε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Νεστορίου ἦταν μεγάλο. Αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β’ νὰ συγκαλέσει στὶς 7 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 431 μ.Χ., στὴν Ἔφεσσο, τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος συνῆλθε στὶς 22 Νοεμβρίου 431 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Ὁ Νεστόριος δὲν ἐμφανίσθηκε. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὴ δυσσεβὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου καὶ τὸν ἴδιο τὸν αἱρεσιάρχη καὶ ἐξακολούθησε τὶς ἐργασίες της ἐπὶ ἄλλων θεμάτων. Μὲ καθυστέρηση ἔφθασε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας καὶ οἱ περὶ αὐτὸν Ἐπίσκοποι. Ὅταν ἔμαθαν τὴν καταδίκη τοῦ Νεστόριου, συνῆλθαν σὲ δική τους Σύνοδο, ἀφόρισαν ὅλα τὰ μέλη τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ καθαίρεσαν τὸν Ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου Μέμνονα. Μὲ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα, ποὺ ἐκδόθηκε μετὰ ἀπὸ ὑπόμνημα τῶν βασιλικῶν ἐπιτρόπων, ποὺ ἦσαν φίλοι τοῦ Νεστορίου, φυλακίστηκαν ὁ Ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Μὲ ἐπέμβαση τῆς εὐσεβοῦς Πουλχερίας, ἀδελφῆς τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ Θεοδόσιος Β’ κάλεσε νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιών του ἀντιπρόσωποι τῶν δύο πλευρῶν. Τοὺς ἄκουσε καὶ ἀποδέχθηκε τὶς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Τότε ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ ὅλους τὰ Πρακτικὰ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 444 μ.Χ. Δικαίως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης τὸν προσονόμασε «σφραγίδα τῶν Πατέρων».
Ἡ Ἐκκλησία θέλησε νὰ ἀδελφώσει τὴν μνήμη τῶν δυὸ Μεγάλων Πατέρων αὐτῆς καὶ Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πρωταγωνιστὴ κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστὴ κατὰ τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ ὅρισε τὸ συνεορτασμό τους στὶς 18 Ἰανουαρίου.
Ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.