Μέσα στην εορτή των γενεθλίων του Σωτήρα Χριστού, Η Εκκλησία εορτάζει σήμερα «την γενέθλιον ημέραν» του αγίου πρωτομάρτυρα και πρωτοδιακόνου Στεφάνου. Γενέθλιος ημέρα των αγίων Μαρτύρων είναι η ημέρα του θανάτου τους τότε, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου στο ευαγγέλιο, οι άγιοι μεταβαίνουν «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Ο ευαγγελιστής Λουκάς, στα κεφάλαια, έκτο και έβδομο των Πράξεων των Αποστόλων, μας δίνει το πρώτο «μαρτύριο της Εκκλησίας», τη δραματική δηλαδή απολογία και το θάνατο του πρωτομάρτυρα, που είναι η πρώτη αιματηρή μαρτυρία για τον Ιησού Χριστό και την Ανάσταση. Η τελευταία λέξη στη διήγηση του Ευαγγελιστή για τον πρωτομάρτυρα είναι το «εκοιμήθη», γεμάτη παρηγοριά κι ελπίδα, σαν μια φυσική πράξη που κλείνει το βίο του Αγίου· τελευτή του βίου και τελείωση της ζωής.
Γεμάτος ελπίδα και βεβαιότητα, βλέποντας ανοιγμένο τον ουρανό και μπροστά του χαραγμένο το δρόμο, που θα συνέχιζε η ζωή του, σκεπαζόταν κάτω από τις πέτρες κι έλεγε– «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου». Ο θάνατος του Στεφάνου κι όλων των Αγίων δεν είναι τέλος, αλλά καθώς διδάσκει η Εκκλησία, τελείωση. Οι μάρτυρες «ξίφει τελειούνται» και οι όσιοι «εν ειρήνη τελειούνται», φτάνουν δηλαδή στον ανώτατο βαθμό και στο ακρότατο όριο της πνευματικής τους προκοπής.
Από το λόγο ενός ιερομάρτυρα επισκόπου, που τον είπε λίγο πριν από το μαρτυρικό του θάνατο που τον έβλεπε να πλησιάζει, παίρνομε τα παρακάτω λόγια, που αφορούν στον άγιο Στέφανο και γενικότερα στο χριστιανικό μαρτύριο. «Την άλλη μέρα από την εορτή των Χριστουγέννων εορτάζουμε το μαρτύριο του πρώτου μάρτυρα, του αγίου Στεφάνου. Αυτό δεν είναι τυχαίο, ότι δηλαδή η ημέρα του πρώτου μάρτυρα έρχεται υστέρα από την ημέρα της γέννησης του Χριστού. Όπως ακριβώς χαιρόμαστε, μαζί και πενθούμε για τη γέννηση και τα πάθη του Κυρίου μας, έτσι σε μικρότερη αναλογία χαιρόμαστε μαζί και πενθούμε για το θάνατο των μαρτύρων. Πενθούμε για τις αμαρτίες του κόσμου, που τους έκαμαν να μαρτυρήσουν και χαιρόμαστε γιατί ένας ακόμα πήγε να προστεθεί στους Αγίους των ουρανών, για τη δόξα του Θεού και για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ένα χριστιανικό μαρτύριο δεν είναι τυχαίο πράγμα. Οι Άγιοι δεν γίνονται στην τύχη. Το χριστιανικό μαρτύριο δεν είναι το αποτέλεσμα της βουλής ενός άνθρωπου να γίνει Άγιος, όπως ένας άνθρωπος με τη θέληση και την προσπάθειά του μπορεί να γίνει κυβερνήτης ανθρώπων. Ο μαρτυρικός θάνατος είναι πάντα βουλή Θεού, είναι σημείο της αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους, για να τους φωτίσει και να τους οδηγήσει, για να τους ξαναφέρει στο δρόμο του. Το μαρτύριο δεν είναι ποτέ ανθρώπινη επιδίωξη· γιατί ο αληθινός μάρτυρας είναι εκείνος που έγινε όργανο του Θεού, που έχασε τη δική του θέληση μέσα στο θέλημα του Θεού και που δεν επιθυμεί πια τίποτε για τον εαυτό του ούτε καν τη δόξα του μάρτυρα».
Αλλ’ ας ξαναγυρίσουμε στον πρωτομάρτυρα Στέφανο, στα τελευταία λόγια που είπε το στόμα του, φεύγοντας με μαρτυρική τελείωση από τούτο τον κόσμο. Γιατί πάντα έχει σημασία όχι πότε φεύγει ο καθένας, αλλά πώς φεύγει· με ποιόν τρόπο κάνει το πέρασμα από τα εδώ προς τα εκεί.
Σε κάθε ιερή ακολουθία ακούμε και δέεται η Εκκλησία. «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών…». Μπορεί και να ρωτήσαμε καμιά φορά. Τί τάχα εννοεί εδώ η δέηση της Εκκλησίας και ποιά είναι τα χριστιανά τέλη της ζωής κάθε πιστού; Όπως το βλέπομε στους αγίους και τώρα στον άγιο Στέφανο· γεμάτος ελπίδα και βεβαιότητα φεύγει ο πιστός άνθρωπος, βλέποντας πού πηγαίνει, παραδίνοντας τη ψυχή του στους φωτεινούς Αγγέλους, για να την φέρουν στα χέρια του Θεού. «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου» λέει ο πιστός με την τελευταία του πνοή, κι υστέρα κλείνει τα μάτια του και κοιμάται, για να ξυπνήσει στη δεύτερη παρουσία του Ιησού Χριστού.
Στην Εκκλησία δεν υπάρχουν νεκροί. Στην Εκκλησία υπάρχουν κεκοιμημένοι, και οι τόποι που αναπαύονται τα σώματά τους είναι και λέγονται κοιμητήρια. Γι’ αυτό η θεία Λειτουργία τελείται και για τους εδώ και για τους εκεί, γιατί όπως υπάρχουμε οι εδώ υπάρχουν και οι εκεί, εκείνοι είναι οι κεκοιμημένοι εμείς είμαστε οι ζώντες. Και εμείς και εκείνοι «ζώντες»· εκείνοι οι «προοδοιπορήσαντες» κι εμείς οι «περιλειπόμενοι». Αυτές είναι λέξεις που σημαίνουν και εκφράζουν την ιερή πραγματικότητα της ύπαρξής μας, που είναι μαζί ζωή και θάνατος· ή, για να το πούμε καλύτερα, που είναι ζωή και εδώ και εκεί, με ένα επεισόδιο στη μέση που λέγεται θάνατος. Κι αυτός ο θάνατος δεν είναι παρά το πέρασμα από εδώ προς τα εκεί, από τη μια όψη της ζωής στην άλλη. Ένας προσωρινός χωρισμός της ψυχής από το σώμα· το σώμα σαν φθαρτό πεθαίνει και διαλύεται, για να αναστηθεί και να ζήσει μαζί με τη ψυχή άφθαρτο και αθάνατο. Αυτό εννοεί ο Ιησούς Χριστός, όταν λέει ότι όποιος τον ακούει και πιστεύει σ’ εκείνον που τον έστειλε δεν πεθαίνει, αλλά «μεταβέβηκεν εκ του θάνατου εις τήν ζωήν».
Αυτή είναι η πίστη μας και η ιερή πραγματικότητα της ύπαρξης και του προορισμού μας. Μέσα σ’ αυτή την πίστη και την αλήθεια που την αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, πρέπει να τοποθετηθεί στερεά κάθε πιστός και να δει τον εαυτό του μέσα στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Και δεν φωτίζεται το μυστήριο αυτό παρά μόνο, όταν ο πιστός μπορεί, σαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, να κλείνει τα μάτια του στο φως του κόσμου και να βλέπει τον αναστάντα Ιησού Χριστό «εκ δεξιών του Θεού εστώτα».
Ας κλείσουμε το λόγο, ξαναφέρνοντας τη σκέψη μας στο μαρτύριο του αγίου Στεφάνου. Ο πρωτομάρτυρας στον υπέρτατο βαθμό της τελείωσής του, σαν και να τελούσε τη θεία Λειτουργία, έκανε δέηση στο Θεό. «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Κι έκλεισε τα μάτια του με την ελπίδα και το όραμα της ανάστασης–«Και τούτο ειπών έκοιμήθη». Αμήν.
Πηγή: Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου (Ψαριανού), Ο Λόγος του Θεού, τ.Α΄, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.