Την περίοδο των μεγάλων και φρικώδων διωγμών του Διοκλητιανού ο Ευστράτιος ήταν άρχοντας και στρατηγός της περιοχής των Αραβράκων στην περιοχή της Καππαδοκίας και θέλησε αυτοβούλως να παρουσιαστεί στον ηγεμόνα της περιοχής και με περίσσιο θάρρος να ομολογήσει την πίστη του στον Χριστό, βλέποντας τον ο καλός του φίλος και χιλίαρχος Ευγένιος και βλέποντας τον Ευστράτιο να λάμπει κυριολεκτικά και να θεραπεύονται θαυματουργικά οι πληγές από τα βασσανηστήρια στα οποία είχε υποβληθεί μαγεύτηκε και πίστεψέ αμέσως δηλώνοντας κι αυτός χριστιανός μπρος τα έκπληκτα μάτια του ηγεμόνα.
Μετά από δύο ημέρες κοινών μαρτυρίων και κοινής βασανηστικής πορείας προς την Νικόπολη τους αντίκρυσε ένας απλοϊκός οικοδόμος ονόματι Μαρδάριος και με την προτροπή και της γυναίκας του τους ακολούθησε αποχαιρετώντας την σύζυγό του και τα παιδιά του. Πρόφτασε στο διάβα τους τους άλλους δύο αγίους και δήλωσε στους στρατιώτες που τους φρουρούσαν και τους συνόδευαν σιδηροδέσμιους ότι είναι κι αυτός χριστιανός. Αμέσως τον συνέλαβαν και ενημερώθηκε και ο ηγεμόνας Λυσίας.
Την ίδια περίοδο είχε συλληφθεί και ένας ιερέας ο Αυξέντιος όπου ο ηγεμόνας του ζήτησε να προσκυνήσει τους δικούς του θεούς μάταια όμως κι έτσι διέταξε να τον μεταφέρουν στο δάσος και να τον αποκεφαλίσουν πετώντας εκεί το σεπτό του σκήνωμα.
Ακολούθησε ο Μαρδάριος ο οποίος του τρύπησαν τις φτέρνες και τον κρέμασαν ανάποδα από εκεί, του κατέκαυσαν στην πλάτη, στα νεφρά και όπου αλλού ενώ ο Μαρδάριος δεν γόγγυζε απλά αναφωνούσε είμαι χριστιανός παραδίδοντας την Αγία του ψυχή.
Τρίτος στην σειρά ο χιλίαρχος Ευγένιος του οποίου έκοψαν την γλώσσα και σμπαράλιασαν τα χέρια του και τα πόδια του ενώ άγγελοι εξ ουρανού κατέβηκαν για να παραλάβουν και την δική του αγιασμένη ψυχή.
Αφήνοντας προς το παρών τον Ευστράτιο στα δεσμά του ο Λυσίας μετέβηκε στην πεδιάδα όπου πραγματοποιήθηκαν ασκήσεις από τον στρατιώτες του.
Ανάμεσα τους κι ενας νεαρός στρατιώτης με όμορφη όψη και περήφανο ανάστημα ο οποίος κατά τις ασκήσεις άνοιξε ο χιτώνας του και ξεπρόβαλε ένας μικρός χρυσός σταυρός που φορούσε στον λαιμό. Το όνομα του Ορέστης.
Στην θέα του σταυρού ο ηγεμόνας λύσσαξε και ζήτησε να του εξηγήσει ο Ορέστης τον λόγο που τον φορούσε. Όπως ήταν φυσικό ο Ορέστης αποκάλυψε με θάρρος και τόλμη ότι ήταν χριστιανός.
Διατάζει να τον φυλακίσουν και όταν Ορέστης και Ευστράτιος συναντήθηκαν στο κελί ο δεύτερος ζήτησε από τον Ορέστη να του διηγηθεί το μαρτύριο του Αγίου Ιερέα Αυξεντίου στο οποίο ήταν παρών, το οποίο και έκανε.
Την επόμενη ημέρα ο Λυσίας διέταξε να μεταφερθούν αυτοί οι δύο στην Σεβαστεία και να δικασθούν από τον σκληρόκαρδο Αγρικόλα και πράγματι αυτό έγινε.
Σκληρός, αιμοσταγής, γεμάτος μίσος, άσπλαχνος ο Αγρικόλας εξετάζει τον Ευστράτιο και τον προδιαθέτει προσπαθώντας να τον τρομάξει για το τι τον περιμένει.
Για να τον κάνει να φοβηθεί και να μεταστραφεί προσκυνούσε τους δικούς του θεούς διέταξε να ανάψουν φωτιά κάτω από ένα πύρινο κρεβάτι κι επάνω του να θέσουν τον νεαρό Ορέστη. Πίστευε ότι αν έβλεπε τον βασσανηστικό τρόπο που θα πέθαινε ο Ορέστης θα φοβόνταν και θα υπάκουε σε αυτόν.
Η φωτιά άναψε και μπροστά στο σιδερένιο κρεβάτι οδήγησαν τον Ορέστη όπου στην θέα του μαρτυρίου αυτού εδειλίασε αλλά ο Ευστράτιος τον στήριξε θυμίζοντας του την γενναιότητα του αγίου Αυξεντίου και του έδιωξε την πρόσκαιρη δειλία για να λάβει την αιώνια δόξα.
Ευθύς αμέσως ο Ορέστης πήδηξε πάνω στο πυρακτωμένο κρεβάτι έκανε τον σταυρό σου και κοιτώντας τον ουρανό ψέλλισε "Σε Σένα Κύριε παραδίδω την ταπεινή ψυχή μου". Άγγελοι στον ουρανό γεμάτοι χαρά και θαυμασμό υποδείχθησαν μετά από αυτό τον Άγιο Ορέστη κατανταζοντάς τον στον στρατό του Χριστού.
Ο Ευστράτιος μετά από αυτό οδηγήθηκε εκ νέου στην φυλακή προκειμένου να εξετασθεί ξανά από τον σκληρόκαρδο ηγεμόνα της Σεβάστειας.
Εκεί έγραψε την διαθήκη του ενώ είχε πληροφορία ότι την επόμενη σε συγκεκριμένη ώρα θα πετούσε η ψυχή του προς τα ουράνια ακολουθώντας τους άλλους τέσσερις μάρτυρες.
Στην φυλακή κατάφερε να τον επισκεφθεί και ο Άγιος Βλάσιος επίσκοπος Σεβαστείας δωροδοκόντας κάποιους φρουρούς και υποβοηθούμενος από κάποιους άλλους φρουρούς που ήτο κρυπτοχριστιανοί.
Εκεί ο Ευστράτιος έδωσε στον επίσκοπο την διαθήκη και την παρακαταθήκη του αναφέροντας τις λεπτομέρειες των μαρτυριών των τεσσάρων άλλων αγίων και μέσα στο βράδυ πραγματοποίησαν θεία λειτουργία όπου ο Ευστράτιος κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και μάλιστα εκείνη την στιγμή ακούστηκε φωνή μέσα από μια αστραπή "Ευστράτιε, καλώς αγωνίστηκες, έλα να λάβεις τώρα το στεφάνι σου".
Το ξημέρωμα ο Άγιος Βλάσιος έφυγε υποσχόμενος να κρατήσει την παρακαταθήκη του Ευστρατίου.
Ο ηγεμόνας διέταξε το πρωί να του φέρουν τον άγιο Ευστράτιο και προσπάθησε και πάλι να τον μεταπείσει. Μέχρι που τον πλησίασε και χαμηλόφωνα του συνέστησε να θυσιάσει στους θεούς για να το δουν όλοι κι αυτός ας συνεχίσει να πιστεύει κρυφά στον Θεό του.
Ο ηγεμόνας αν και σκληρόκαρδος που έσπερνε θανατικό στο διάβα του κατά ένα περίεργο τρόπο όλο το βράδυ είχε μείνει ξάγρυπνος και ήτο γεμάτος ταραχή.
Δεν ήθελε όπως και ο ίδιος ανέφερε να θανατώσει τον Ευστράτιο και για αυτό προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να μην το κάνει. Του ανέφερε ότι είχε διαταχθεί να το κάνει αυτό αν και δεν ήθελε.
Φυσικά ο Ευστράτιος αρνήθηκε και του ζήτησε να κάνει αυτό που είχε διαταχθεί.
Ο ηγεμόνας κάθησε στον θρόνο του και έκρυψε το πρόσωπο του με τα χέρια του. Ξαφνικά άρχισαν να κυλάνε δάκρυα από τα μάτια του.
Ο Ευστράτιος βλέποντας το αυτό δεν λύγισε αλλά του λέγει ότι μες την συμπάθεια και την θλίψη του ηγεμόνα έβλεπε τέχνασμα του διαβόλου για να τον συγκινήσει κάτι που δεν το κατάφερε και ζήτησε να εκτελέσει ο ηγεμόνας αυτό που είχε διαταχθεί για να λάβει τον στέφανον του μαρτυρίου που τον περίμενε.
Ο ηγεμόνας βλέποντας την σταθερότητα του αγίου συνέταξε την απόφαση και διέταξε να ανάψουν μεγάλη φωτιά όπου έπειτα θα έριχναν τον Ευστράτιο σε αυτήν.
Πράγματι η φωτιά άναψε και μπρος της οδηγήθηκε ο άγιος Ευστράτιος ο οποίος αφού έκαμε το σημείο του σταυρού με ύμνους και ψαλμούς πήδηξε στις φλόγες της και η αγία του ψυχή πέταξε προς τον ουρανό λαμβάνοντας ένα λαμπρό στεφάνι περιβεβλημένη γύρω από θεϊκή δόξα, ήταν 13 Δεκεμβρίου του 296 μ.Χ.
Αργότερα κρυφά ο άγιος Βλάσιος όπως του είχε ζητηθεί πήρε τα σκηνώματα των αγίων μαρτύρων Ορέστη και Ευστρατίου και τα μετέφερε στα Αράβρακα όπου στην κατακόμβη της Αγίας Μακρινας γιαγιάς του Αγίου Βασιλείου τα έθαψε και τα δύο σε κοινό τάφο πλησίον των 3 άλλων μαρτύρων.
Η Αγία ψυχή του συνάντησε τους άλλους 4 μάρτυρες και έγιναν και πάλι μια ευλογημένη παρέα στα πέρατα του παραδείσου.
Αφορμή για τους υπόλοιπους μάρτυρες ήταν ο Άγιος Ευστράτιος ο οποίος αν και συνελήφθει πρώτος, εμαρτύρησε τελευταίος και έτσι μαζί του η ζώσα εκκλησία του Χριστού τους τιμά την ίδια μέρα προσβλέποντας τους ως λαμπρα παραδείγματα αυταπάρνησης και θάρρους.
Ένας ιερέας, ένας οικοδόμος, ένας χιλίαρχος, ένας στρατιώτης κι ένας άρχοντας και στρατηγός κατάφεραν να αγοράσουν και να δοξάσουν το όνομα του Θεού περνώντας στην αιωνιότητα ως λαμπρά πρόσωπα που πηγάζουν αγιότητα, άραγε εμείς γιατί να μην μπορέσουμε να σταθούμε πλάι τους μια μέρα στην Βασιλεία των Ουρανών; Στο χέρι μας είναι...!!
Οι Άγιοι Αυξέντιος, Μαρδάριος, Ευγένιος, Ορέστης και Ευστράτιος είθε να έχουν υπό την σκέπη τους κάθε άνθρωπο που θα ψελλίσει έστω και μια φορά ικεσία προς το πρόσωπο τους.
Αμήν