Η οσία Παρασκευή γεννήθηκε στους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης στο τέλος του 10ου ή αρχές του 11 ου αιώνα.
Ο πατέρας της ονομαζόταν Νικήτας - δεν γνωρίζουμε το όνομα της μητέρας της - γέννησε και έτερον υιόν τον μετέπειτα Άγιον Επίσκοπο Μαδύτου, Ευθύμιο τον Μυροβλύτην. Ο πατέρας τους, απέθανεν ενωρίς και έτσι έμειναν ορφανά από πατέρα. Η μητέρα τους τον άγιο Ευθύμιο τον έφερε από νέο σε κάποιο μοναστήρι της Κωνσταντινουπόλεως, όπου για τριάντα χρόνια ασκήτεψε και απέκτησε φήμη μεγάλου ασκητού και Αγίου.
Η ευλογημένη μητέρα απερίσπαστη ασχολήθηκε με την ανατροφή της μικρής Παρασκευής. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός που συνέβη όταν πήγε κάποτε στην Εκκλησία σε ηλικία δέκα ετών και άκουσε το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας. Αναφερόταν στο διάλογο του πλουσίου νέου με τον Κύριο. «Πούλησε τα υπάρχοντα σου και μοίρασέ τα στους πτωχούς και ακολούθησέ με», είπε ο Κύριος στον πλούσιο νέο, που ήθελε να κληρονομήσει τη Βασιλεία του Θεού. Για μένα τα λέγει, είπε η μικρή Παρασκευή, όπως κάποτε ο άγιος Αντώνιος που άκουσε το ίδιο Ευαγγελικό ανάγνωσμα, και βγαίνοντας από το Ναό, την πρώτη πτωχή που συνάντησε της έδωσε τα ρούχα της και ντύθηκε τα φτωχικά. Αυτό το έκανε συχνά. Μοίραζε τα ρούχα της στα πτωχά παιδιά και το φαγητό της στα παιδιά του σχολείου.
Η μητέρα της χαιρόταν για την πνευματική πρόοδο της κόρης της και φρόντιζε περισσότερο να την μεγαλώσει με τα νάματα της Εκκλησίας. Να αφιέρωση την αγία κόρη της εξ ολοκλήρου στο Θεό.
Η καρδιά της Οσίας φλεγόταν για τον αγαπημένο Νυμφίο της ψυχής της. Η οσία Παρασκευή πήγε στην Κωνσταντινούπολη και αφού προσκύνησε όλα τα άγια προσκυνήματα της βασιλεύουσας, πηγαίνει στην Μικρά Ασία, στην Ηράκλεια του Πόντου και παραμένει για πέντε ολόκληρα χρόνια στον Ιερό Ναό της Παναγίας. Η ζωή της είναι μια άσκηση. Προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, ουράνια χαρίσματα. Μένει και υπηρετεί στην Εκκλησία. Όλοι την αγαπούν, γιατί βλέπουν την αγία ζωή της, την σκληρή άσκηση που κάνει. Προσευχή αδιάλειπτη, δάκρυα, μετάνοιες, τακτικός εκκλησιασμός και συχνή θεία Κοινωνία. Γίνεται το παράδειγμα προς μίμησή. Οι μητέρες συμβουλεύουν τις θυγατέρες τους να μοιάσουν την νεαρή Παρασκευή, που έχει νου και γνώσι μεγάλου πνευματικού ανθρώπου. Πέντε ολόκληρα χρόνια σκληρής ασκήσεως. Όλοι μιλούν γι' αυτήν στην Ηράκλεια του Πόντου.
Στην Ηράκλεια του Πόντου όπου ζει ασκητικά, κέρδισε την αγάπη, την εκτίμησή και την συμπάθεια του κόσμου. Η Οσία προσεύχεται και παρακαλεί τον Κύριο να την αξιώσει να προσκύνηση τους αγίους τόπους. Δεν προφθάνει να τελείωση την παράκλησή της και ο Κύριος ανταποκρίνεται και εκπληρώνει με θαυμαστό τρόπο την αγία επιθυμία της. Ένας όμιλος Χριστιανών ετοιμάζεται για να μεταβεί στους αγίους Τόπους. Μερικοί Χριστιανοί την προτείνουν να την πάρουν μαζί τους. Σκίρτησε από χαρά και αγαλλίαση η καρδιά της. Η χαρά και τα δάκρυα της δεν περιγράφονται όταν αντικρίζει την αγία πόλι, την Ιερουσαλήμ. Ασπάζεται τον τίμιο Σταυρό στον Γολγοθά, τον Πανάγιο Τάφο, την Γεσθημανή, την φάτνη στη Βηθλεέμ και όλα τα άγια προσκυνήματα, πατεί την αγία Γη, εκεί όπου περπάτησε ο «κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους». Και παίρνει μια απόφαση, να μείνει για πάντα στους αγίους Τόπους. Βρίσκει ένα γυναικείο μοναστήρι στην έρημο του Ιορδάνη και μένει σ' αυτό.
Η παραμονή της στο μοναστήρι, στην έρημο του Ιορδάνη αποτελεί μια νέα περίοδο της αγίας ζωής της. Γνωρίζει τον μοναχισμό, αγωνίζεται σκληρά και σε λίγο καιρό ξεπέρασε όλες τις άλλες μοναχές στην άσκηση, στην αγρυπνία, την προσευχή, την υπακοή και προπαντός την ταπείνωση, την μητέρα των αρετών. Υποφέρει με καρτερία τον καύσωνα της ημέρας και το ψύχος της νύχτας. Η τροφή της είναι άγρια χόρτα και καρποί δένδρων. Και το νερό λιγοστό και με το μέτρο το πίνει.
Απόφασή της είναι να μείνει στην έρημο του Ιορδάνη όπου γεύτηκε τις πιο πολλές πνευματικές χαρές. Στολισμένη με τις αγγελικές αρετές στην έρημο συνεχίζει τον αγώνα της. Μια νύχτα, όπως πάντα, αγρυπνεί παραδομένη στην προσευχή και την άσκηση, με υψωμένα τα χέρια στον ουρανό είδε μια θεϊκή οπτασία, ένα φωτεινό άγγελο με μορφή νέου, ο όποιος ήρθε κοντά της και της είπε. «Άφησε την έρημο και γύρισε στην πατρίδα σου όπου θα εναπόθεσης το σώμα σου στη γη - γη είσαι και στη γη θα επιστρέψεις - την δε ψυχή σου θα την οδήγησης στον ουρανό κοντά στον Νυμφίο σου, τον οποίο αγάπησες περισσότερο από γονείς, συγγενείς και όλα τα αγαθά του κόσμου». Κατάλαβε ότι ήταν θεϊκή οπτασία και είχε μεγάλη χαρά για τον χωρισμό από τη γη και την αναχώρηση για τον ουρανό.
Ύστερα λοιπόν από την θεϊκή εντολή, εγκαταλείπει την αγαπημένη της έρημο και σε ηλικία είκοσι πέντε ετών επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη. Αφού προσευχήθηκε και πήρε άφθονες ευλογίες, ξεκίνησε να επιστρέψει στην Πατρίδα της. Κατά μία μαρτυρία ήρθε στους Επιβάτες όπου ίδρυσε φιλόπτωχο αδελφότητα, υπηρέτησε στο Ναό και βοηθούσε τους πάσχοντας, χήρες, ορφανά, γέροντες, αρρώστους και όλους όσοι είχαν ανάγκη. Κατά την άλλη μαρτυρία - την πιο πιθανή - ήρθε στην Καλλικράτεια Ανατολικής Θράκης και υπηρέτησε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.
Σε ηλικία μόλις είκοσι επτά ετών παρέδωσε την αγία ψυχή της στα χέρια του Κυρίου της τον οποίον αγάπησε από μικρό παιδί. Το σώμα της το έθαψαν κοντά στη θάλασσα.
Πέρασαν πολλά χρόνια. Λησμονήθηκε η ξένη που ασκήτεψε και υπηρέτησε το Ναό τους. Ο Θεός όμως που δοξάζει αυτούς που τον αγάπησαν δεν την ξέχασε. Μετά από πολλά χρόνια η θάλασσα έβγαλε στην παραλία της Καλλικράτειας το σώμα κάποιου ναύτη.
Το σώμα του νεκρού ναύτη προκαλούσε ανυπόφορη δυσοσμία και κανείς δεν τολμούσε να περάσει από το μέρος εκείνο. Εκεί κοντά ασκήτευε ένας στυλίτης μοναχός και προσευχόταν νύχτα μέρα. Δεν άντεξε στην δυσοσμία ο στυλίτης μοναχός, κατέβηκε από την κολόνα και παρακάλεσε μερικούς να σκάψουν και να θάψουν το νεκρό σώμα. Αυτοί δέχτηκαν την παράκληση του μονάχου. Την ώρα που έσκαβαν, βρήκαν ένα άφθαρτο σώμα στη γη. Απόρησαν, όμως άπειροι καθώς ήταν, δεν έδωσαν σημασία στο γεγονός και πέταξαν το δύσοσμο σώμα του ναύτη στον ίδιο τάφο και σκέπασαν τα σώματα. Ξεχάστηκε το συμβάν.
Ένας ευλαβής από το χωριό, ονόματι Γεώργιος, αγαπούσε τον Χριστό μας και συχνά προσευχόταν τις νυχτερινές ώρες στο σπίτι. Τα ξημερώματα τον πήρε για λίγο ο ύπνος και είδε μια λευκοφορεμένη σαν βασίλισσα, καθισμένη σ' ένα λαμπρό θρόνο και περικυκλωμένη από πλήθος λαμπρών στρατιωτών.
Όταν τους είδε ο φιλόχριστος φοβήθηκε και έπεσε στη γη και δεν τολμούσε να βλέπει την δική τους λαμπρότητα και ομορφιά. Ένας από τους λαμπροφορεμένους στρατιώτες τον έπιασε το χέρι, τον σήκωσε και του είπε: «Γεώργιε, γιατί περιφρονήσατε το σώμα της οσίας Παρασκευής; Πάρτε το γρήγορα και βάλτε το σε κιβώτιο λαμπρό, γιατί ο Βασιλιάς του ουρανού την τίμησε στον ουρανό και θέλει να την δοξάση στη γη». Και η λευκοφορεμένη βασίλισσα του είπε: «Πάρτε γρήγορα το λείψανό μου και βάλτε το σε λαμπρό χώρο, γιατί δεν μπορώ να υποφέρω την δυσοσμία αυτού του ανθρώπου». Του αποκαλύπτει δε και τον τόπο όπου ήταν θαμμένη και το όνομά της και τον τόπο καταγωγής της.
Το ίδιο βράδυ και μια άλλη ευλογημένη γυναίκα του χωριού, η ευλαβής Ευφημία είδε στον ύπνο της παρόμοιο όραμα. Το πρωί διηγήθηκαν και οι δύο το όραμά τους στους συγχωριανούς των. Όλοι έτρεξαν στον τάφο και βρήκαν το άφθαρτο σώμα της Οσίας να ευωδιάζει και έκανε πολλά θαύματα την ώρα που το μετέφεραν με την συνοδεία ιερέων και του πιστού λαού στον ναό των αγίων Αποστόλων. Τα θαύματα που ακολούθησαν τόσο στο χωριό όσο και στα γύρω χωριά που άκουσαν και έφεραν τους ασθενείς, βεβαιώνουν την αγιότητά της. Ασθενείς, ανάπηροι, δαιμονισμένοι και κάθε είδους αρρώστιες εθεραπεύοντο. Το Ιερό και άγιο σκήνωμα της έγινε πηγή ιάσεων. Πλήθη πιστών προσέτρεχαν καθημερινά να ασπασθούν το άγιο λείψανο και να παρακαλέσουν την Οσία να μεσιτεύσει στον Κύριο για τα προβλήματα που τους απασχολούσαν.
Το σεπτό λείψανο της οσίας Παρασκευής παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα ως πολύτιμος θησαυρός στον ναό των αγίων Αποστόλων της Καλλικράτειας.
Κατά παραχώρηση Θεού, επέτρεψε ο Κύριος η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και η πόλις του Αγίου Κωνσταντίνου να υποκύψουν στους Φράγκους σταυροφόρους. Αφού κυρίεψαν την Κωνσταντινούπολη και ολόκληρη την αυτοκρατορία οι Φράγκοι κατακτητές άρπαξαν αδιάντροπα όλα τα ιερά σκεύη, κειμήλια, βιβλία, αγάλματα και αυτά ακόμη τα άγια λείψανα και τα στείλανε στην φραγκιά. Λεηλάτησαν κυριολεκτικά όλη την αυτοκρατορία οι πολιτισμένοι της Δύσεως και πλούτισαν τα μουσεία τους με τους κλεμμένους θησαυρούς μας.
Την εποχή αυτή ο βασιλιάς των Βουλγάρων Ιωάννης Ασέν ο Β' πίεζε ασφυκτικά τους Φράγκους και ζήτησε από τις λατινικές αρχές της Κωνσταντινουπόλεως να του παραδώσουν το λείψανο της τοπικής Αγίας, της οσίας Παρασκευής της Νέας, διότι η θαυματουργική δύναμι και τα θαύματα της, σύμφωνα με τις διηγήσεις των πιστών, του προκάλεσαν μεγάλη εντύπωσή. Οι Φράγκοι προκειμένου να συνάψουν αγαθές σχέσεις και μπροστά στον κίνδυνο, του έδωσαν το λείψανο της οσίας Παρασκευής το 1238. Με πολλές τιμές και πανηγυρισμούς μεταφέρθηκε στην δεύτερη πρωτεύουσα της Βουλγαρίας στο Μεγάλο Τύρνοβο. Εδώ παρέμεινε το άγιο λείψανο ως το 1393. Με την ήττα των Βουλγάρων από τους Τούρκους μεταφέρεται για λίγο στο Βιδίνιο (1393-1398) και μέσω Βιδινίου στο Βελιγράδι της Σερβίας, όπου παρέμεινε ως το 1521. Στο Βελιγράδι υπάρχει Ναός και αγίασμα της Οσίας και τιμάται ιδιαίτερα στη Σερβία. Το έτος αυτό 1521 ο Σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής κυριεύει το Βελιγράδι και όλα τα Βαλκάνια. Άκουσε για τα θαύματα της οσίας Παρασκευής. Ρώτησε και έμαθε περισσότερα για τα θαύματα που έκανε το άγιο λείψανο, το πήρε και το έστειλε στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε στο Ναό της Παμμακάριστου όπου ήταν το Πατριαρχείο, αφού παρέμεινε στη Σερβία 125 ολόκληρα χρόνια.
Στον 17° αιώνα το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης υπέκυψε στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες και στα χρέη, λόγω των δυσβάστακτων φόρων του Σουλτάνου. Το 1641, ο άρχοντας της μοναδικής, μέχρι τότε, αήττητης από τους Τούρκους, ορθόδοξης χώρας της Μολδοβλαχίας (σημερινής Ρουμανίας και Μολδαβίας), στην οποία έως τον 20° αιώνα ζούσε μεγάλος αριθμός Σέρβων και Βουλγάρων, ο δούκας Βασίλειος Λούπουλ, πρόσφερε στην Κωνσταντινοπολίτικη Εκκλησία μεγάλη οικονομική βοήθεια για να καλυφθούν τα χρέη της, κι εκείνη ως Μητέρα Εκκλησία ανταπέδωσε χαρίζοντας στο λαό του τα άφθαρτα λείψανα της αγίας Παρασκευής. Κατά τη μαρτυρία του Νικοδήμου του Αγιορείτου, ο ηγεμών έδωσε στον Πατριάρχη Παρθένιο πολύ χρυσό, ενώ ο Πατριάρχης του προσέφερε τα λείψανα της αγίας, τα οποία κρυφά κατέβασαν από τον βράχο του Φαναριού στη θάλασσα, στο καράβι που τα οδήγησε ως τη Μολδοβλαχία. Σύμφωνα με μία άλλη μαρτυρία, τα ιερά λείψανα είχαν μεταφερθεί με ακολουθία τριών μητροπολιτών και μιας οθωμανικής στρατιωτικής μονάδας, ως τα σύνορα με τη Μολδαβία, όπου τα περίμενε ο ηγεμών Βασίλειος με την ακολουθία του. Έτσι τα λείψανα της οσίας μητέρας Παρασκευής έφθασαν στην Μολδαβική πρωτεύουσα Γιας, και τοποθετήθηκαν στον επιβλητικό ναό των αγίων Τριών Ιεραρχών.
Στη μεγάλη πυρκαγιά του 1888, όπου ολόκληρος ο ναός και τα ιερά αντικείμενα καταστράφηκαν -και παρά το γεγονός ότι η πολυτελής λειψανοθήκη έλιωσε ολοκληρωτικά!- τα οστά εκ θαύματος δεν υπέστησαν το παραμικρό από την πύρινη λαίλαπα. Τότε μεταφέρθηκαν στον ακόμα πιο μεγαλοπρεπή καθεδρικό ναό της Υπαπαντής του Κυρίου, γύρω από τον οποίο και σήμερα μαζεύονται χιλιάδες πιστών απ’ όλη την οικουμένη, για να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν για κάποια χάρη. Από τη Μολδοβλαχία, όπου έγινε η πιο δοξασμένη αγία, και της αφιερώθηκαν εκατοντάδες ναοί, ο σεβασμός για την αγία Παρασκευή απλώθηκε και στις ρωσικές χώρες, ειδικά στη Μικρορωσία και τη Λευκορωσία, με την επωνυμία της οσίας «Πέτκα», «Παρασκευή» και «Πρασκόβια».
Και στο Γιας και στο Βελιγράδι και στο Τίρνοβο -δυστυχώς όχι πια και στην εθνικά «καθαρισμένη» Καλλικράτεια- ο πιστός λαός συρρέει και σήμερα στην οσία μητέρα, προσεύχεται και λαμβάνει θεραπείες. Το ίδιο συμβαίνει και στα μέρη που αναπαύονται τα πιο σημαντικά τμήματα των αναλλοίωτων λειψάνων της.
Η οσία μητέρα Παρασκευή, η οποία έγινε και παρέμεινε η «ευωδία του Χριστού» ας χαροποιήσει τις ψυχές και τις καρδιές όλων των αναγνωστών, που διψούν για την αγιοσύνη και τη χαρά της σωτηρίας που παρέχει ο Θεός.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄.
Τῆς χαμαιζήλου τρυφῆς σοφῶς τὴν ἀπόλαυσιν, ὑπεριδοῦσα πρὸς θεῖα ἤρθης σκηνώματα, καὶ τῶν ἰάσεων τοῖς πιστοῖς πηγὴν κατέλιπες, τὸ ἱερόν σου σκῆνος Μῆτερ πανεύφημε, Ἐπιβατῶν τὸ καύχημα τὸ σεπτόν, καὶ βεβαία προστάτις Παρασκευή. Μὴ παύσῃ θερμῶς Χριστῷ τῷ Θεῷ, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσα.