Ο ένδοξος μεγαλομάρτυς του Χριστού Μάμας υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους λαοφιλέστερους αγίους κατά τη βυζαντινή περίοδο. Σε τούτο συντέλεσαν ποικίλοι λόγοι: Το πλούσιο θαυματουργικό του χάρισμα• η μυροβλυσία του ιερού του λειψάνου• το πολυσύχναστο επίκεντρο τιμής του, η περιώνυμη δηλαδή πόλη της Καισάρειας, πρωτεύουσα της Καππαδοκίας —πιθανότατα υπήρξε ο επισημότερα εορταζόμενος μάρτυρας της πόλης• οι πανηγυρικοί προς αυτόν Λόγοι των Μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων Βασιλείου και Γρηγορίου του Θεολόγου. Κι ακόμη το ότι απέβη ενωρίτατα προστάτης των ακριτικών στρατιωτικών ταγμάτων-οριοφυλάκων της περιοχής (αρχικά των Ισαύρων Λιμιτανέων, και αργότερα των Ακριτών της Καππαδοκίας, του Ταύρου, της Μεσοποταμίας κ.α. παραμεθορίων περιοχών, καθώς και των Απελατών), οι οποίοι, με τη για στρατιωτικούς λόγους μετακίνησή τους στις παραμεσόγειες περιοχές, μετέφεραν εύλογα και την τιμή των προστατών τους αγίων, κατεξοχήν των μαρτύρων Γεωργίου και Μάμαντος.
Παράλληλη προς τη διάδοση τιμής του αγίου Μάμαντος υπήρξε και η διάδοση του Βίου του, αρχικά και κατά κύριο λόγο στα ελληνικά, αλλά και σε μετάφραση στα λατινικά, συριακά και αρμενικά, και που σώζεται, σε διαφορετικές μορφές, σε ικανό αριθμό χειρογράφων, χρονολογουμένων από τον 10ο αι. κ. εξ. Την αρχαιότερη μορφή Βίου του αποτελεί ο λεγόμενος ελληνικός Βίος, που συντάχθηκε κατά τον 5ο αιώνα και που αποτέλεσε την πηγή, όχι μονάχα των μεταγενέστερων Βίων του αγίου, αλλά και πηγή έμπνευσης της σχετικής προς το πρόσωπό του εικονογραφικής και υμνογραφικής παραγωγής. Ο ανώνυμος συντάκτης του Βίου τούτου χρησιμοποίησε μία προγενέστερή του γραπτή πηγή, ένα πρωιμότατο Βίο, που αποδιδόταν στον ακόλουθο του αγίου και ευνούχο Κλημέντιο: «Ο δε ακόλουθος αυτού (του αγίου Μάμαντος) ευνούχος, ονόματι Κλημέντιος, πάσαν αυτού την πολιτείαν κατά μέρος ανεγράφετο, την κατά Θεόν τε αυτού προκοπήν θαυμάζων». Από αυτό τον αρχαιότατο ελληνικό Βίο θα σταχυολογήσουμε στη συνέχεια τα σπουδαιότερα σημεία της ιερής καταγωγής, της ισάγγελης πολιτείας και του Χριστομίμητου μαρτυρίου του θαυμαστού παιδομάρτυρος Μάμαντος.
Οι γονείς του αγίου Μάμαντος, άγιοι Θεόδοτος και Ρουφίνα, κατάγονταν από την περίφημη πόλη Γάγγρα της περιοχής της Παφλαγονίας στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, όπου γεννήθηκαν κατά το πρώτο μισό του 3ου αιώνα. Και οι δύο ήταν ευλαβείς και θεοφοβούμενοι χριστιανοί. Μάλιστα ο Θεόδοτος, που καταγόταν από ευγενείς (ο πατέρας του ήταν ιλλούστριος), τόσο πόθο Θεού είχε, ώστε κήρυσσε άφοβα στους συμπολίτες του τον Χριστό, πράγμα που συνέχισε και όταν ξέσπασαν οι γενικοί κατά των χριστιανών διωγμοί στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία επί Δεκίου, στα 250-251. Τούτο όταν πληροφορήθηκε ο άρχοντας της Γάγγρας Αλέξανδρος, κάλεσε τον Θεόδοτο να απολογηθεί, απειλώντας τον με τιμωρίες αν δεν θυσίαζε στα είδωλα απαρνούμενος τον Χριστό. Ο Θεόδοτος με θάρρος του απάντησε ότι δεν είχε δικαίωμα να τον βασανίσει, καθώς είχε ευγενική καταγωγή. Γι᾽ αυτό και ο Αλέξανδρος τον παρέπεμψε για εξέταση στον ηγεμόνα της ευρύτερης βορειοδυτικής Μικρασίας, που τότε είχε έδρα την περίφημη πόλη Καισάρεια της Καππαδοκίας. Τον Θεόδοτο ακολούθησε η σύζυγός του, που κυοφορούσε τότε και πλησίαζε να γεννήσει. Ο ηγεμόνας της Καισάρειας, αφού διάβασε την αναφορά του ηγεμόνα Αλέξανδρου, πρόσταξε να φυλακίσουν τον Θεόδοτο. Στη φυλακή μπήκε μαζί του και η Ρουφίνα. Εκεί ο Θεόδοτος έκανε θερμή προσευχή να τον στηρίξει ο Κύριος μέχρι τέλους στην ομολογία της πίστης και αμέσως παρέδωσε την ψυχή του. Η Ρουφίνα, βλέποντας την απροσδόκητη τελείωση του συζύγου της, πολύ λυπήθηκε και από την οδύνη γέννησε. Προσευχήθηκε τότε με πόνο ψυχής να λάβει κι εκείνης την ψυχή ο Κύριος και να αναλάβει, ως πατέρας των ορφανών, τη φροντίδα του νεογνού. Και, ασπαζόμενη το σκήνωμα του Θεόδοτου, εκοιμήθη και εκείνη εν Κυρίω.
Η αναφορά στον Βίο σε διωγμούς την περίοδο γέννησης του Μάμαντος και στη φυλάκιση των γονέων του για τη χριστιανική τους πίστη, συνάδει πλήρως με τα ιστορικά δεδομένα της εποχής: Κατά το διάστημα των ετών 253-260, αυτοκράτορες στη Ρώμη ήταν ο Βαλλεριανός με τον υιό του Γαλλιηνό. Κατά δε το έτος 257 ο Βαλλεριανός εξέδωσε το πρώτο του έδικτο (διάταγμα) γενικού διωγμού κατά των χριστιανών, για να εκδώσει και ένα δεύτερο κατά τον Αύγουστο του επομένου έτους 258. Το δεύτερο τούτο διάταγμα, που εκδόθηκε για να καλύψει τα κενά του πρώτου, μεταξύ άλλων προνοούσε ότι οι συγκλητικοί και, γενικά, οι άρχοντες με υψηλή καταγωγή και αξιώματα που ομολογούσαν ότι ήταν χριστιανοί, θα αποστερούνταν την περιουσία και το αξίωμά τους και, εάν επέμεναν στη χριστιανική τους ομολογία, θα υφίσταντο κεφαλική τιμωρία (αποκεφαλισμό). Ο άγιος Μάμας, όταν μαρτύρησε, ήταν περίπου 15-16 ετών. Επομένως είχε γεννηθεί περί τα έτη 257-258, οπόταν εκοιμήθηκαν στην ομολογία της πίστης οι γονείς του.
Κατά το βράδυ της ημέρας που τελειώθηκαν οι γονείς του Μάμαντος, άγγελος Κυρίου εμφανίσθηκε σε μία ευλαβέστατη άτεκνη χήρα και αρχόντισσα, που λεγόταν Αμμία, και την πρόσταξε να πάει να ζητήσει από τον άρχοντα της Καισάρειας τα σώματα των μαρτύρων και να τα ενταφιάσει με την πρέπουσα τιμή, το δε νεογέννητο αγοράκι να το αναθρέψει σαν παιδί της. Και η Αμμία αμέσως εκτέλεσε την προσταγή του αγγέλου.
Όταν έγινε ενός έτους το παιδί, το πήρε στην αγκαλιά της η θετή του μητέρα και το φίλησε. Κι αυτό αμέσως είπε «αμμά», που θα πει μητέρα! Στη χαρά της αυτή η Αμμία, κάλεσε τους επίσημους και άρχοντες της πόλης και τους παρέθεσε πλούσιο γεύμα. Κι όταν αυτοί πληροφορήθηκαν πως αποκάλεσε το βρέφος την Αμμία, όλοι με ένα στόμα είπαν να το ονομάσει Μάμα, όπως και έγινε. Όσο μεγάλωνε σε ηλικία ο Μάμας, αύξανε σε σύνεση και σοφία. Γι᾽ αυτό όταν έγινε πενταετής, η Αμμία τον έστειλε στον δάσκαλο Αρίστωνα να αρχίσει να μαθαίνει γράμματα, παραχωρώντάς του και ένα νεαρό δούλο, ως βοηθό και συνοδό στο σχολείο, που λεγόταν Κλημέντιος. Σύντομα ο Μάμας ξεπέρασε στη φρόνηση και μάθηση όλους τους συμμαθητές του. Αφού έγινε έξι ετών ο Μάμας, κοιμήθηκε εν Κυρίω η Αμμία, αφήνοντάς τον κληρονόμο της περιουσίας της.
Όταν έγινε αυτοκράτορας ο Αυρηλιανός (270-275), εξέδωσε πρόσταγμα γενικής θυσίας στους ψευδοθεούς σ᾽ όλη την αυτοκρατορία. Στην Καισάρεια μετέβη ένας σκληρός εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, ο Δημόκριτος, που πρόσταξε τους δασκάλους της πόλης να μεταβούν την ημέρα του Δία στα ειδωλεία να προσφέρουν θυσία. Και, ενώ όλες οι σχολές πήγαιναν και θυσίαζαν, μόνο οι συμμαθητές του Μάμαντος αρνούνταν να λατρεύσουν τα είδωλα, καθώς διδάσκονταν από αυτόν την πίστη στον αληθινό Θεό.
Ο Δημόκριτος πληροφορήθηκε το γεγονός, και κάλεσε τον μικρό Μάμα να απολογηθεί. Παρόλες τις κολακείες και απειλές του τυράννου, ο Μάμας παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του Χριστού. Μάλιστα του τόνισε πως δεν είχε εξουσία να τον κακοποιήσει, ως καταγόμενο από ευγενείς. Τότε ο τύραννος, γεμάτος θυμό, πρόσταξε να τον οδηγήσουν σιδηροδέσμιο από την Καισάρεια της Καππαδοκίας στις Αιγές της Κιλικίας, για να κριθεί εκεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Πράγματι, ο Αυρηλιανός μεταξύ των ετών 270 και 272 εξεστράτευσε κατά της βασίλισσας της Παλμύρας Ζηνοβίας (267-272). Σύμφωνα δε με τη σύγχρονη έρευνα σχετικά προς την πορεία που ακολούθησε ο Αυρηλιανός κατά την εν λόγω εκστρατεία του, διήλθε με βεβαιότητα από την παραθαλάσσια πόλη των Αιγών της Κιλικίας.
Φθάνοντας στις Αιγές, ο Άγιος οδηγήθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα, που τον ανέκρινε με κάθε αυστηρότητα. Και πάλιν ο παιδομάρτυρας ομολόγησε με γενναιότητα τον Χριστό, ειρωνευόμενος τα αναίσθητα και άψυχα είδωλα. Ο τύραννος, οργισμένος και κατησχυμμένος από ένα παιδάκι, πρόσταξε και, αφού τον κτύπησαν με πέτρες στο στόμα, του πρόσδεσαν στον λαιμό ένα μεγάλο μολύβδινο βαρίδι, για να τον ρίξουν στη θάλασσα να πνιγεί. Άγγελος όμως Κυρίου εμφανίσθηκε και φόβησε τους στρατιώτες-δημίους μέσα στο σκάφος, που επέστρεψαν στην ξηρά και έφυγαν τρομαγμένοι. Καθ᾽ υπόδειξη δε του αγγέλου, ο Μάμας μετέβη στο όρος Αργαίον της Καισάρειας, όπου έζησε ακόμη ένα έως δύο έτη. Εκεί, με πρόσταγμα Θεού, έλαβε εξ ουρανού ράβδο θαυματουργή και άγιο Ευαγγέλιο, με τα οποία εξημέρωνε τα άγρια θηρία του βουνού και άρμεγε τα θηλυκά από αυτά, έπηζε τυρί, με το οποίο και ο ίδιος τρεφόταν και έδινε και στους πτωχούς της Καισάρειας. Έκτισε ακόμη μικρό ναό, όπου λάτρευε τον Κύριο.
Όταν οι ειδωλολάτρες πληροφορήθηκαν τα θαυμαστά σημεία, που ο Μάμας τελούσε στο βουνό, φθόνησαν, και τον κατήγγειλαν στον νέο ηγεμόνα της Καισάρειας Αλέξανδρο, ότι τάχα ήταν μάγος και με μαγικές τέχνες ημέρωνε τα άγρια θηρία. Τότε αυτός έστειλε στρατιώτες να τον συλλάβουν. Τους συνάντησε ο άγιος και τους ρώτησε τι έψαχναν. Αυτοί του είπαν γιατί είχαν μεταβεί εκεί, κι ο Μάμας τους κάλεσε να τους προσφέρει ψωμί και τυρί και τους υποσχέθηκε να τους υποδείξει αυτόν που αναζητούσαν. Ενώ τρώγανε, μαζεύτηκαν εκεί τα άγρια ζώα κατά τη συνήθειά τους, που φόβησαν τους στρατιώτες. Ο Άγιος τους καθησύχασε, τους είπε ότι αυτός ήταν ο Μάμας που αναζητούσαν και τους εξήγησε πως τα ζώα τα εξημέρωνε με τη δύναμη του αληθινού Θεού, που λάτρευε, κι όχι με μαγικές κακοτεχνίες. Κατόπιν τους προέτρεψε να επιστρέψουν και να τον αναμένουν στην πύλη της Καισάρειας και θα ερχόταν σύντομα. Πριν όμως απέλθει προς το μαρτύριο, με υπόδειξη του Κυρίου κάλεσε μεγάλο λιοντάρι από την έρημο, και του είπε ότι, όταν αυτός θα θηριομαχούσε στο στάδιο, θα το έφερναν κι αυτό εναντίον του, και τότε να πράξει εκείνο που θα το προστάξει ο Θεός.
Μετέβη λοιπόν ο Μάμας στην Καισάρεια και οδηγήθηκε μπροστά στον ηγεμόνα Αλέξανδρο, που τον εξέτασε για τις δήθεν μαγείες του. Κι όταν ο παιδομάρτυρας του ξεκαθάρισε πως, όχι μόνο δεν ήταν μάγος, αλλά λάτρευε την Αγία Τριάδα, ο τύραννος τον ανάγκασε να αρνηθεί την πίστη του και να θυσιάσει στα είδωλα. Μετά τη θαρραλέα ομολογία του μάρτυρα, ο ηγεμόνας πρόσταξε να αρχίσουν τα βασανιστήρια. Πρώτα τον κρέμασαν σε τιμωρητικό ξύλο και τον έξεσαν απάνθρωπα σε όλο το σώμα μέχρι τα σπλάχνα. Ο Άγιος όμως άχνα δεν έβγαλε, μόνο προσευχόταν θερμά να τον ενισχύσει ο Κύριος έως τέλους. Κατόπιν τον έριξαν σε καμίνι που είχαν πυρώσει επί τρεις μέρες, όπου τον άφησαν για πέντε μέρες. Αλλ᾽ η χάρη του Θεού τον διαφύλαξε αβλαβή, αποστέλλοντάς του αγγέλους, με τους οποίους συνδοξολογούσε τον Θεό, όπως παλαιά οι τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα. Όταν είδε την υπερθαύμαστη διάσωσή του ο τύραννος, διέταξε να τον ρίξουν στα άγρια θηρία στο στάδιο. Αλλά και εκεί η δύναμη του Θεού τιθάσσευε την αγριότητα των θηρίων, που σεβάστηκαν και προσκυνούσαν τον μάρτυρα του Χριστού. Τότε απέλυσαν εναντίον του και το λιοντάρι που προαναφέραμε, κι αυτό όρμησε εναντίον των θεατών, και κατασπάραξε πολλούς ειδωλολάτρες και Ιουδαίους. Τέλος, ο τυφλωμένος στην ψυχή Αλέξανδρος πρόσταξε να φονευθεί στο στάδιο ο μάρτυρας από τάγμα ιππικού. Πράγματι, ένας μονομάχος κτύπησε τον Μάμαντα με τρίαινα στην κοιλιά και χύθηκαν έξω τα σπλάχνα του. Φωνή τότε ακούστηκε από τους ουρανούς, που τον καλούσε να απολαύσει τα αγαθά της αιώνιας ζωής. Κι ο γενναιότατος παιδομάρτυρας, κρατώντας τα χυμένα του σπλάχνα, περπάτησε περί το μισό χιλιόμετρο έξω από την πόλη, βρήκε ένα σπήλαιο και, επάνω σε μια πέτρα, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο, για τον Οποίο τόσα βάσανα υπέμεινε. Τελειώθηκε δε μαρτυρικά στην Καισάρεια επί της βασιλείας του Αυρηλιανού, πιθανώτατα κατά την 2α Σεπτεμβρίου του 273 ή του 274, σε ηλικία 15 ή 16 ετών.