Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία ήταν αδέρφια και ζούσαν περί το 290 μΧ, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός. Όταν πέθαναν οι γονείς τους, τα αδέλφια μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς. Ο Άγιος είχε σπουδάσει την ιατρικήν. Όχι μόνο θεράπευε τους ασθενείς με τη δύναμη του Θεού, αλλά αντί να δέχεται πληρωμή τους έδινε χρήματα εκείνος!
Εκείνη την εποχή ο Διοκλητιανός ξεκίνησε τον μεγάλο διωγμό κατά των Χριστιανών. έστειλε στην Κιλικία ως έπαρχο τον Λυσία, που ήταν άγριος και θηριώδης. Στο μεταξύ, ο Ζηνόβιος έγινε επίσκοπος στην Κιλικία, μετά από θεία αποκάλυψη. Σε μια μακρινή πόλη, ζούσε ένας ινδός ηγεμόνας που η γυναίκα του έπασχε από καρκίνο στο στήθος και δεν είχε καταφέρει κανείς να τη βοηθήσει. Έμαθε κάποια στιγμή ότι στις Αιγές της Κιλικίας ο Ζηνόβιος, θεράπευσε κάποιους ασθενείς με τη βοήθεια του Θεού των Χριστιανών. Έτσι λοιπόν πήρε την γυναίκα του και πήγε με τους υπηρέτες του και τους οικείους του να βρει τον Άγιο. Μια μέραείδε ένα όραμα για να πάει αυτός και η γυναίκα του στην εκκλησία. Πράγματι έτσι έκανε και εκεί βρήκε τον Ζηνόβιο να διδάσκει τα θεία γράμματα στους πιστούς. τον θερμοπαρακάλεσαν γονατιστοί να θεραπεύσει την γυναίκα του. "Εάν απαρνηθείτε την πλάνη των προπατόρων σας, θα γνωρίσετε την θεία χάρη και την ταχύτατη βοήθεια του Παντοδυνάμου Χριστού" τους είπε ο άγιος. Αμέσως δέχτηκαν, ο Άγιος προσευχήθηκε και απευθυνόμενος προς την ασθενή είπε: στο όνομα του Ιησού Χριστού, που θεράπευσε την αιμορροούσα, να λυτρωθείς και εσύ από το πάθος σου. Αμέσως η γυναίκα έγινε καλά, βαπτίστην χριστιανοί τόσο το ζεύγος όσο και ολόκληρη η συνοδεία τους και κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων.
Η φήμη των θαυμάτων του Αγίου έφτασε και στα αυτιά του επάρχου Λυσία. Έτσι, συνέλαβαν τον Ζηνόβιο επειδή ήταν Χριστιανός. Όταν παρουσιάστηγκε μπροστά στον Έπαρχο, ο Λυσίας του είπε ότι είχε πληροφορηθεί ότι είναι χριστιανός, αλλά ο ίδιος πιστεύει μόνο στα δικά του μάτια. Έτσι του πρότεινε να θυσιάσει στα είδωλα, ειδάλλως, θα τον παρέδιδε στους βασανιστές.
"Ένα Θεό έχω τον αληθινό Ιησού Χριστό, στον οποίο ελπίζω, με έπλασε και μου χάρισε τη ζωή, δια τον οποίο επιθυμώ και διψώ να αποθάνω πρόσκαιρα, για να ζήσω μετά αυτού αιώνια"
Μόλις έμαθε για τη σύλληψη του αδερφού της, παραδόθηκε μόνη της και η αδερφή του η Αγία Ζηνοβία. Την παρουσίασαν στον Έπαρχο και εκεί, είδε να έχουν κρεμάσει τον αδερφό της σε ένα ξύλο και να έχουν γδάρει τις σάρκες του. Αντί να φοβηθεί, έκρινε τον Έπαρχο για τις απάνθρωπες πράξεις του. Αλαζών και υπερήφανε τύραννε ποια κακουργία έπρακε ο αδερφός μου και τιν δέρνεις έτσι; Ο Έπαρχος Λυσίας σκέφτηκε πονηρά και της είπε: θυσίασε στους Θεούς για να μη χαθεί η ωραιότητά σου και η ευγένειά σου από τα βασανιστήρια. Και τα δύο αδέρφια είπαν με μια φωνή στον Λυσία ότι πιστεύουν στον αληθινό Θεό και δεν πρόκειται να προσκυνήσουν τα άψυχα είδωλα.
Τους έβαλαν πάνω σε πυρωμένο σιδερτένιο κρεβάτι που από κάτω είχαν πολλά αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα τους έβγαλαν από το κρεβάτι, τους προέτρεψαν πάλι να θυσιάσουν στα είδωλα. Η απάντηση των Αγίων ήταν συγκλονιστική. " Σε συμβουλεύουμε να λυπηθείς τη ψυχή σου, για να λυτρωθείς από την αιώνια γέενα του πυρός και την αιώνια κόλαση, να προσκυνήσεις τον αληθινό Θεό και εμείς θα παρακαλέσουμς να συγχωρήσει τα προηγούμενα αμαρτήματά σου"
Λύσσαξε ο Λυσίας και διέταξε να τους βάλουν μέσα σε χάλκινα καζάνια γεμάτο με νερό που κόχλαζε. Η χάρη του Θεού τους φύλαξε και δεν κάηκαν καθόλου. Όσο καυτό ήταν το νερό, οι Άγιοι ένιωθαν την θεία δρόσο. Ο Έπαρχος κατάλαβε ότι δεν θα αλλάξουν γνώμη και διέταξε να τους θανατώσουν, αποκεφαλίζοντάς τους με ξίφος έξω από τα τείχη των Αιγών.
Ο Έπαρχος είχε διατάξει να πετάξουν τα σώματα των αγίων έξω από την πόλη. Τα μεσάνυχτα, ο Ερμογένης και ο Γάιος ο πρεσβύτερος, πήγαν κρυφά και τα έκλεψαν. Τα ενταφίασαν στο σπλήλαιο όπου ζούσαν κρυμμένοι.
Απολυτίκιον
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ως θείοι αυτάδελφοι, ομονοούντες καλώς, Ζηνόβιε ένδοξε, και Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως ηθλήσατε, όθεν και των στεφάνων, των αφθάρτων τυχόντες, δόξης ακαταλύτου, ηξιώθητε άμα, εκλάμποντες τοις εν κόσμω, χάριν ιάσεων.