Μέσα στην ευλογημένη χορεία των αγίων Εβδομήκοντα Αποστόλων συναριθμείται και ο τιμώμενος στις 30 Ιουλίου άγιος Απόστολος Σίλας, ο και συνέκδημος του θεηγόρου Αποστόλου των Εθνών Παύλου, αλλά και συνεργάτης του κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος είναι ενδεικτικό ότι στην πρώτη του επιστολή τον χαρακτηρίζει ως «πιστό ἀδελφό». Άλλωστε μέσα από την επίγεια βιοτή και την ιεραποστολική του δράση διακρίθηκε για τον ένθερμο ζήλο, την ακλόνητη και ζωντανή πίστη, το θυσιαστικό φρόνημα και την αξιομνημόνευτη καρτερία. Ο ένδοξος και πανεύφημος άγιος Απόστολος Σίλας που το όνομά του είναι συντετμημένη μορφή του ονόματος Σιλουανός, με το οποίο μάλιστα αναφέρεται τόσο στη Β΄ Επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους όσο και στην Α΄ Επιστολή του Αποστόλου Πέτρου, απολάμβανε την ιδιαίτερη εκτίμηση και τον μεγάλο σεβασμό στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Γι’ αυτό και αναδείχθηκε μεταξύ των εκλεκτών και ηγετικών στελεχών της, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων στα Κεφάλαια 15, 16 και 17. Η μεγάλη αναγνώριση της προσωπικότητος του αγίου Σίλα στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, όπου μνημονεύεται ως «ἡγούμενος ἐν τοῖς ἀδελφοῖς», παρακίνησε τους υπόλοιπους Αποστόλους να επιλέξουν αυτόν και τον Ιούδα, τον επονομαζόμενο Βαρσαβά, για να συνοδεύσουν τους Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα στην Αντιόχεια. Εκεί θα επέδιδαν την επιστολή των αγίων Αποστόλων που περιείχε την απόφαση της Αποστολικής Συνόδου της Ιερουσαλήμ, παρέχοντας παράλληλα και τις απαραίτητες επεξηγήσεις, ώστε να αποφευχθεί ο ενδεχόμενος κίνδυνος παρανόησης των αποφάσεων αυτής της Συνόδου.
Φτάνοντας στην Αντιόχεια ο άγιος Σίλας παρέδωσε στους Αντιοχείς την απόφαση της Αποστολικής Συνόδου και παρέμεινε μαζί με τον Ιούδα για να εργασθεί με ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο για τη διάδοση του μηνύματος του Ευαγγελίου του Χριστού « Ἰούδας τε καί Σίλας, καί αὐτοί προφῆται ὄντες, διά λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τούς ἀδελφούς καί ἐπεστήριξαν, Πράξεις (15, 32)». Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αντιόχεια συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος βρήκε στο πρόσωπο του Σίλα τον έμπιστο και πολύτιμο συνεργάτη και συνοδοιπόρο του. Γι’ αυτό και τον επέλεξε ως τον πλέον κατάλληλο συνοδό του για τη Β΄ Αποστολική του περιοδεία τον Μάρτιο του 49μ.Χ., προκειμένου να διαδοθεί το Ευαγγέλιο του Χριστού στα Έθνη. Άλλωστε ο Σίλας διέθετε ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο και βαθιά πίστη, ευφυΐα και δυναμισμό, τόλμη και παρρησία, ενώ απολάμβανε την υψηλή αναγνώριση της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Επιπλέον ήταν, όπως και ο Παύλος, Ρωμαίος πολίτης. Ενδεικτικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι ο Σίλας επελέγη από τον Παύλο ως συνοδός και συνεργάτης του αντί του Αποστόλου Μάρκου. Έτσι ακολούθησε τον Παύλο στις περιοδείες του στην Καρία, την Κιλικία, τη Λυκαονία, τη Φρυγία, τη Γαλατία και την Τρωάδα, υπομένοντας τις θλίψεις, τις στερήσεις και τις ταλαιπωρίες που υπέστη ο θεηγόρος και ουρανοβάμων Απόστολος των Εθνών. Παράλληλα ο Σίλας, ο πιστός και ένθεος αυτός συνακόλουθός του, επέδειξε αξιοθαύμαστη υπομονή και καρτερία, αλλά και ξεχωριστή αυτοθυσία, γεγονός που εγκωμιάζεται στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων.
Ο Σίλας όμως συνόδευσε τον Παύλο και στην ιεραποστολική του περιοδεία στη Μακεδονία, όπου μετέβη για να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού κατόπιν θαυμαστού οράματος. Σύμφωνα μ’ αυτό άνδρας από τη Μακεδονία εμφανίσθηκε στον Παύλο και τον παρακάλεσε να έρθει στη γη της Μακεδονίας για να κηρύξει τη χριστιανική πίστη. Έτσι ο Παύλος και ο Σίλας αναχώρησαν από την Τρωάδα και δια μέσου της Σαμοθράκης αποβιβάστηκαν στη Νεάπολη που είναι η σημερινή πόλη της Καβάλας. Από εκεί έφτασαν στους Φιλίππους που την εποχή εκείνη ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και ταυτόχρονα και Ρωμαϊκή αποικία. Στον τόπο αυτό ο Απόστολος Παύλος ευρισκόμενος έξω από την πόλη κοντά στον ποταμό Ζυγάκτη κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού. Ακροατές του κηρύγματός του ήταν γυναίκες, μεταξύ δε αυτών και η εκ Θυατείρων της Μ. Ασίας Λυδία η πορφυρόπωλις, η μετέπειτα αγία και ισαπόστολος της Εκκλησίας μας, η οποία ακούγοντας τη διδασκαλία του Παύλου για τον Ιησού Χριστό βαπτίσθηκε χριστιανή, όπως και όλη η οικογένειά της. Στους Φιλίππους ο Απόστολος Παύλος θεράπευσε με την προσευχητική συμμετοχή και του πιστού συνοδοιπόρου και συνεργάτου του, του αγίου Σίλα, ένα κορίτσι που βρισκόταν κάτω από ισχυρή δαιμονική επήρεια και με τις μαντείες της επέφερε πολλά κέρδη στους κυρίους της. Το κορίτσι αυτό ακολουθούσε επίμονα τον Παύλο και τον Σίλα και φώναζε για πολλές ημέρες το ακόλουθο: «οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου εἰσίν, οἴτινες καταγγέλουσιν ἡμῖν ὁδόν σωτηρίας». Τότε οι δύο κήρυκες της χριστιανικής πίστεως κατάλαβαν ότι το νεαρό κορίτσι ήταν δαιμονισμένο και απλά ακολουθούσε τους δύο Αποστόλους, πιστεύοντας ότι έχουν μία ανώτερη δύναμη, χωρίς όμως να έχει συνειδητοποιήσει τη χάρη και την ευεργεσία του αληθινού Θεού. Γι’ αυτό και ο Παύλος με τη συμπροσευχή του Σίλα απευθυνόμενος στον δαίμονα που είχε το νεαρό κορίτσι μέσα στη ψυχή του, είπε: «Παραγγέλω σοι, ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ’ αὐτῆς, καί ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ». Αμέσως το κορίτσι απελευθερώθηκε από την επήρεια του δαίμονος και εισήλθε μέσα στην ψυχή της η δύναμη του Παναγίου Πνεύματος.
Όμως η θαυματουργική δύναμη και το πύρινο κήρυγμα των Αποστόλων Παύλου και Σίλα στους Φιλίππους προκάλεσε αναταραχή στην πόλη και εξόργισε τους ανώτατους άρχοντες, αφού η χριστιανική διδασκαλία ερχόταν σε αντίθεση με τα ήθη και τα έθιμα της Ρωμαϊκής παροικίας. Αυτό είχε ως συνέπεια να ξεσηκωθεί ο λαός εναντίον τους και να δοθεί η εντολή να ραβδιστούν ανηλεώς οι δύο κήρυκες της πίστεως. Έτσι ο Παύλος και ο Σίλας, αποσιωπώντας την ιδιότητά τους ως «Ρωμαίοι πολίτες» , υπέστησαν σκληρούς και απάνθρωπους ραβδισμούς και κατόπιν ρίχθηκαν σε σκοτεινή εσωτερική φυλακή, ενώ τοποθετήθηκε και δεσμοφύλακας για να επιβλέπει τη φύλαξή τους. Ενδεικτικό είναι ότι τα πόδια τους ήταν στερεωμένα πάνω σε ξύλο, αλλά παρά τις κακουχίες οι δύο Απόστολοι προσεύχονταν όλη τη νύχτα, υμνώντας και δοξολογώντας το όνομα του Θεού. Μάλιστα οι φυλακισμένοι στα άλλα κελιά άκουγαν με θαυμασμό τους ουράνιους αυτούς ύμνους που προέρχονταν από το κελί των δύο Αποστόλων. Δεν άργησε όμως να έρθει και η λυτρωτική λύση και απάντηση του Κυρίου, αφού ένας αιφνίδιος και ισχυρός σεισμός τράνταξε τα θεμέλια της φυλακής. Αμέσως άνοιξαν διάπλατα όλες οι πόρτες και έσπασαν οι αλυσίδες όλων των φυλακισμένων. Βλέποντας έντρομος ο δεσμοφύλακας αυτό το απρόσμενο και ακατάληπτο γεγονός και γνωρίζοντας τις τραγικές συνέπειες που θα είχε για εκείνον, αποφάσισε με το σπαθί του να δώσει τέλος στη ζωή του. Τότε ο Παύλος του φώναξε δυνατά: « μηδέν πράξῃς σεαυτῷ κακόν˙ ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε». Ακούγοντας έντρομος ο δεσμοφύλακας τα λόγια αυτά του Παύλου, ρώτησε τους δύο κήρυκες της πίστεως τί πρέπει να κάνει για να σωθεί. Τότε εκείνοι του είπαν να πιστέψει στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και μ’ αυτόν τον τρόπο θα σωθεί τόσο εκείνος όσο και η οικογένειά του. Κατόπιν ο δεσμοφύλακας, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του βαπτίσθηκαν χριστιανοί, ενώ παρέθεσε στους δύο Αποστόλους πλούσιο τραπέζι. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πριν τη βάπτισή του περιποιήθηκε ακόμη και τις πληγές τους.
Στο μεταξύ οι άρχοντες των Φιλίππων που είχαν φυλακίσει και τιμωρήσει με ραβδισμούς τους δύο Αποστόλους, πρόσταξαν να τους απελευθερώσουν. Ο δεσμοφύλακας ενημέρωσε τον Παύλο, ο οποίος όμως διαμαρτυρήθηκε έντονα, λέγοντας ότι χωρίς να δικασθεί εκείνος και ο Σίλας, μαστιγώθηκαν και φυλακίστηκαν, παρόλο που ήταν Ρωμαίοι πολίτες και τώρα τους καλούν να εγκαταλείψουν την πόλη κρυφά. Γι’ αυτό και αρνήθηκαν να πράξουν κάτι τέτοιο. Μόλις όμως οι άρχοντες πληροφορήθηκαν ότι είναι Ρωμαίοι πολίτες, τους ζήτησαν συγνώμη και τους παρακάλεσαν να φύγουν από την πόλη. Τότε οι δύο Απόστολοι βγήκαν από τη φυλακή και αφού πήγαν στο σπίτι της Λυδίας, όπου είχαν συναθροιστεί πολλοί χριστιανοί, τους καθοδήγησαν πνευματικά και κατόπιν έφυγαν από τους Φιλίππους, όπου χάρη στην ευεργετική παρουσία και τη διδασκαλία τους ιδρύθηκε σ’ αυτή την ιστορική περιοχή της Μακεδονίας η πρώτη χριστιανική Εκκλησία της Ευρώπης.
Μετά την αναχώρησή τους από τους Φιλίππους πέρασαν από την Αμφίπολη και την Απολλωνία και έφθασαν στη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχε συναγωγή των Ιουδαίων. Εκεί συνέχισαν με τον ίδιο ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο τη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού, αφού οι ραβδισμοί και οι φυλακίσεις που είχαν υποστεί, δεν έκαμψαν καθόλου το αγωνιστικό τους φρόνημα. Η πνευματική παρουσία των δύο Αποστόλων στη Θεσσαλονίκη και η πύρινη διδασκαλία τους για τον Ιησού Χριστό ως Μεσσία που έπρεπε να σταυρωθεί και να αναστηθεί εκ νεκρών, παρακίνησε αρκετούς Ιουδαίους να πιστέψουν στο όνομα του Κυρίου και να γίνουν μαθητές του Παύλου και του Σίλα. Αλλά και πολλοί προσήλυτοι Έλληνες, όπως και γυναίκες που είχαν μεγάλη επιρροή στην κοινωνία, ασπάσθηκαν τη χριστιανική πίστη. Όμως η απήχηση του κηρύγματος για τον Ιησού Χριστό στη Θεσσαλονίκη ήταν τόσο ισχυρή, ώστε οι Ιουδαίοι που δεν πίστεψαν στο κήρυγμα του Παύλου και του Σίλα, αντέδρασαν και επηρεάζοντας πονηρούς ανθρώπους, ξεσήκωσαν τον όχλο και προκάλεσαν αναταραχή στην πόλη. Μάλιστα αναζήτησαν τους δύο Αποστόλους, αλλά επειδή δεν τους βρήκαν, κατηγόρησαν τον Ιάσονα ότι τους φιλοξενεί στο σπίτι του, ισχυριζόμενοι ότι είναι αυτοί που έφεραν την αναταραχή στην πόλη. Όμως κατόπιν χρηματικής εγγυήσεως, άφησαν ελεύθερους τον Ιάσονα και άλλους χριστιανούς, ενώ ο Παύλος και ο Σίλας αναγκάσθηκαν να φυγαδευτούν τη νύχτα και να καταφύγουν στη Βέροια.
Οι Ιουδαίοι της Βέροιας ήταν πιο καλοπροαίρετοι σε σύγκριση μ’ αυτούς που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη και γι’ αυτό και αποδέχθηκαν με μεγάλη προθυμία το κήρυγμα για τον Ιησού Χριστό, ενώ καθημερινά μελετούσαν την Αγία Γραφή για να διαπιστώσουν, εάν αυτά που κήρυτταν οι Απόστολοι συμφωνούσαν με τα γραφόμενα. Η παρουσία των Αποστόλων Παύλου, Σίλα και Τιμοθέου στη Βέροια υπήρξε ιδιαίτερα ευεργετική, αφού πολλοί Ιουδαίοι ασπάσθηκαν τη χριστιανική πίστη, μεταξύ αυτών και ο Σωσίπατρος, όπως και γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξεως. Μόλις όμως πληροφορήθηκαν οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης ότι οι εκδιωχθέντες τρεις κήρυκες της πίστεως βρίσκονται στη Βέροια και κηρύττουν το Ευαγγέλιο του Χριστού, πήγαν εκεί και ξεσήκωσαν τον όχλο εναντίον τους. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τους χριστιανούς της Βέροιας να φυγαδεύσουν τον Παύλο στην Αθήνα, ενώ ο Σίλας και ο Τιμόθεος παρέμειναν στη Βέροια. Αργότερα όμως κατ’ εντολήν του Παύλου εγκατέλειψαν και οι δύο τη Βέροια και μετέβησαν στην Κόρινθο, όπου βρισκόταν ο θεηγόρος και ουρανοβάμων Απόστολος. Εκεί συνέδραμαν τον Παύλο στο ιεραποστολικό του έργο και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Σίλας κατέστη ιδιαίτερα αγαπητός στον λαό της Κορίνθου και αναδείχθηκε ακάματος εργάτης στο κηρυκτικό έργο της διαδόσεως του Ευαγγελίου του Χριστού. Ενδεικτικό μάλιστα της αγάπης του κορινθιακού λαού στο πρόσωπο του Αποστόλου Σίλα είναι ότι μετά την αναχώρηση του ουρανοβάμονος Παύλου από την Κόρινθο, ο Σίλας εξελέγη Επίσκοπος της πόλεως της Κορίνθου και εκεί παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον αθλοθέτη Κύριο.
Η δράση του Αποστόλου Σίλα μνημονεύεται και στο υπ’ αριθμόν 423 αρχαίο χειρόγραφο της Ιεροσολυμιτικής Βιβλιοθήκης, όπου το όνομά του αναφέρεται μεταξύ των Εβδομήκοντα Αποστόλων στη δέκατη πέμπτη σειρά. Αλλά ο Σίλας υπήρξε συνεργάτης και του κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, με τον οποίο είχε γνωρισθεί προτού γίνει συνοδοιπόρος του θεηγόρου Αποστόλου Παύλου. Μάλιστα συμμετείχε και στη συγγραφή της Α΄ Επιστολής του Πέτρου, ο οποίος τον χαρακτηρίζει σ’ αυτή «πιστό ἀδελφό». Την επιστολή αυτή ο Πέτρος του την έδωσε για να την κομίσει στις Τοπικές Εκκλησίες που βρίσκονταν στις περιοχές του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της δυτικής Μ. Ασίας και της Βιθυνίας. Η πολύπτυχη ιεραποστολική δράση του τιμωμένου στις 30 Ιουλίου αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Σίλα υμνείται και γεραίρεται τόσο μέσα από την Ασματική του Ακολουθία, την ποιηθείσα από τον αείμνηστο Μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας όσο και μέσα από τον Παρακλητικό Κανόνα που συντάχθηκε προς τιμήν του από τον Ιερομόναχο Αθανάσιο Σιμωνοπετρίτη, επίσης Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Ο άγιος Απόστολος Σίλας μαζί με τον Απόστολο Παύλο είναι οι συνιδρυτές της Αποστολικής Εκκλησίας των Φιλίππων που υπήρξε και η πρώτη χριστιανική Εκκλησία της Ευρώπης. Αξιοσημείωτη είναι και η σχετική επιχώρια παράδοση ότι στους πρόποδες των λόφων πάνω από τη σημερινή πόλη της Καβάλας σταμάτησαν για ανάπαυση οι Απόστολοι Παύλος, Σίλας, Τιμόθεος και Λουκάς κατά τη διάρκεια της κοπιώδους οδοιπορίας τους από το λιμάνι της Νεαπόλεως προς τους Φιλίππους. Στον ευλογημένο αυτό τόπο θεμελιώθηκε στις 12 Ιουνίου 1937 μικρός ναός επ’ ονόματι του Αγίου Σίλα, ο οποίος όμως κατά τη διάρκεια της γερμανοβουλγαρικής κατοχής (1941 -1944) υπέστη μεγάλες καταστροφές. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον αοίδιμο Μητροπολίτη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κυρό Χρυσόστομο Χατζησταύρου (1924-1962), τον και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος (1962 – +9 Ιουνίου 1968) να μετατρέψει το εξοχικό παρεκκλήσιο του Αγίου Σίλα σε ανδρώα Ιερά Μονή επ’ ονόματί του κατόπιν σχετικού βασιλικού διατάγματος (26/1946, ΦΕΚ 275/9-9-46). Αργότερα και με σχετική πρωτοβουλία του θεμελιώθηκε νέος περικαλλής ιερός ναός του Αγίου, ο οποίος εγκαινιάσθηκε στις 20 Μαΐου 1956. Σήμερα η ευρισκόμενη σε απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων από την Καβάλα Ιερά Μονή του Αγίου Αποστόλου Σίλα είναι ανακαινισμένη και δέχεται πολυπληθείς προσκυνητές που καταφθάνουν για να ζητήσουν τις πρεσβείες του Αγίου, αλλά και να επικαλεσθούν τη θαυματουργική του χάρη, αφού αναρίθμητα είναι τα θαύματα που έχει επιτελέσει ο ένθεος και πανεύφημος αυτός Απόστολος του Χριστού. Στο βορειοελλαδικό χώρο εκκλησάκι επ’ονόματι των Αποστόλων Σίλα και Τιμοθέου,το οποίο ανεγέρθηκε το 1956 και εγκαινιάσθηκε το 1982,υπάρχει και στην πόλη της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα στο πιο ψηλό σημείο της συνοικίας της Ευαγγελιστρίας,στις παρυφές του δάσους του Σέιχ Σου,με θαυμάσια θέα στην πόλη και τον Θερμαϊκό.
Ιδιαίτερη τιμή απολαμβάνει ο άγιος Σίλας στη Ρόδο, όπου σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από το χωριό Σορωνή και σε κατάφυτη από πεύκα περιοχή βρίσκεται το παλαιό εξωκκλήσιο του Αγίου, γνωστό στον ροδιακό λαό ως «Άγιος Σουλάς». Εντός του ναού υπάρχει θαυματουργό αγίασμα, το οποίο θεραπεύει διάφορες δερματικές ασθένειες και ιδιαίτερα την ψώρα. Η αποδιδόμενη τιμή στον άγιο Σίλα στη Ρόδο και η ύπαρξη ομωνύμου ιερού ναού με μεγάλη θαυματουργική φήμη συνδέεται με παλαιά τοπική παράδοση. Σύμφωνα μ’ αυτή ο άγιος Σίλας ήρθε στη Ρόδο μαζί με τον Απόστολο Παύλο για να κηρύξουν τον χριστιανισμό. Όταν ο άγιος Σίλας επισκέφθηκε την περιοχή της Σορωνής, όπου βρίσκεται σήμερα ο ομώνυμος ναός, την εποχή εκείνη υπήρχε ειδωλολατρικός βωμός. Μόλις ο άγιος άρχισε να κηρύττει για τον Ιησού Χριστό, οι κάτοικοι τον αντιμετώπισαν με μεγάλη δυσπιστία και καχυποψία. Τότε για να αποδείξει τη θαυματουργική δύναμη του Κυρίου σε αντίθεση με την ψεύτικη θρησκεία των ειδωλολατρικών θεών, πρότεινε να φέρουν έναν ασθενή της περιοχής που έπασχε από ψώρα και να προσευχηθούν οι ιερείς των ειδώλων για τη θεραπεία του. Στην περίπτωση που ο ασθενής θεραπευτεί από τις προσευχές των ιερέων των ειδωλολατρών, τότε θα ασπασθεί και εκείνος την ειδωλολατρική θρησκεία. Εάν όμως δεν υπάρξει θεραπεία του ασθενούς, τότε θα προσευχηθεί στον έναν και αληθινό Θεό και θα αποδειχθεί περίτρανα η ανωτερότητα του Θεού, τον Οποίο διδάσκει και πιστεύει. Η πρόταση έγινε δεκτή από τους κατοίκους και όπως ήταν αυτονόητο, οι προσευχές των ιερέων των ψεύτικων ειδώλων δεν έφεραν απολύτως κανένα αποτέλεσμα. Απεναντίας η προσευχή του αγίου στον Ιησού Χριστό θεράπευσε τον ασθενή και έτσι οι κάτοικοι πίστεψαν στη χριστιανική θρησκεία. Μέχρι σήμερα πλήθος προσκυνητών συρρέει κάθε χρόνο στις 30 Ιουλίου στη λαοφιλή πανήγυρη του αγίου στον ομώνυμο ιερό ναό της Σορωνής Ρόδου.
Ο άγιος Απόστολος Σίλας τιμάται και στη ηρωική και φιλόξενη μεγαλόνησο της Κρήτης, όπου το όνομα του αγίου φέρει χωριό της επαρχίας Τεμένους του νομού Ηρακλείου, στο οποίο ο ένδοξος και πανεύφημος Απόστολος σεμνύνεται με δύο ομώνυμους ιερούς ναούς, τον παλαιό και τον νέο ενοριακό, καθώς και οικισμός κοντά στο χωριό Δαμαβόλου της επαρχίας Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης, όπου υπάρχει επίσης ομώνυμος ναός. Ναοί (εξωκκλήσια –παρεκκλήσια) επ’ ονόματι του Αγίου Σίλα στην Κρήτη υπάρχουν επίσης στην ευρύτερη περιοχή του νομού Λασιθίου και συγκεκριμένα στη Νεάπολη, στα χωριά Καλό Χωριό και Μάλες, στον οικισμό Βαθύ Κριτσάς, καθώς και στο χωριό Κεράσια της επαρχίας Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Στην Αττική ο άγιος Σίλας τιμάται στην όμορφη και πευκόφυτη περιοχή της Νέας Πεντέλης με ομώνυμο παρεκκλήσιο, το οποίο υπάγεται στον ιερό ενοριακό ναό της Αγίας Παρασκευής της περιοχής και όπου κάθε χρόνο στη μνήμη του προσέρχονται πολυάριθμοι χριστιανοί για να τον τιμήσουν. Τέλος εξωκκλήσιο του Αγίου Σίλα υπάρχει και στην περιοχή του χωριού Μόρια της νήσου Λέσβου, ενώ στην Κύπρο στο προάστιο Ύψωνας της Λεμεσού και σε περιοχή που φέρει το όνομα του αγίου σώζονται τα ερείπια της αρχαίας Μονής του Αγίου Σίλα, όπου κατ’ έτος στις 30 Ιουλίου εορτάζεται με ευλάβεια η πανίερη μνήμη του.
Ας επικαλεστούμε λοιπόν τις πρεσβείες του ενθέου και παμμακαρίστου αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Σίλα στην καθημερινή ζωή και τον προσωπικό μας πνευματικό αγώνα, ώστε να αποκτήσουμε και εμείς τον ένθερμο ιεραποστολικό του ζήλο, την ακλόνητη πίστη του και την υπομονή του στη σημερινή αλλοπρόσαλλη εποχή με τους πάμπολλους πνευματικούς κινδύνους και τα τόσα υπαρξιακά αδιέξοδα.