Μακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ
Η εποχή μας είναι κατ’ εξοχήν υλιστική και στην έρημο του σύγχρονου πολιτισμού προβάλλεται ως ιδανικό ο εύκολος, γρήγορος και έξυπνος πλουτισμός, ενώ τα πρότυπα είναι οι δισεκατομμυριούχοι. Όμως στους χλοερούς λειμώνες του Ευαγγελίου ανυψώνεται η αρετή της εκούσιας πενίας και ο ίδιος ο Κύριος παρουσιάζει τον εαυτό του ως παράδειγμα, που μας καλεί να τον ακολουθήσουμε. Οι θέσεις των Πατέρων της Εκκλησίας βέβαια ποικίλλουν αναφορικά με το ζήτημα του πλούτου, δηλαδή κατά πόσο είναι εφικτή η σωτηρία για τους πλουσίους. Ασφαλώς, ο άνθρωπος κατά την χριστιανική διδασκαλία δεν αποτελεί κύριο αλλά διαχειριστή των αγαθών που βρίσκονται στη διάθεσή του. Σύμφωνα με αυτή την μετριοπαθή θεώρηση ο πλούτος δεν καταδικάζεται συλλήβδην, αλλά η κακή χρήση του με την έννοια της προσκόλλησης ή όχι σε αυτόν. Λόγου χάρη ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ήταν πλούσιος μαθητής του Κυρίου, κι όμως ήταν εκείνος που αξιώθηκε να τον αποκαθηλώσει. Εντούτοις, υπάρχει απόλυτη ταύτιση απόψεων ότι η πενία αποτελεί ασφαλέστατη οδό προς την σωτηρία.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός έζησε ο ίδιος ως πτωχός άνθρωπος. Η γέννησή Του έλαβε χώρα μέσα σε σπήλαιο, διότι δεν υπήρχε θέση σε αξιοπρεπές κατάλυμα. Ασκούσε το ταπεινό επάγγελμα του ξυλουργού και αργότερα κατά την ευαγγελική δράση του δεν διέθετε μόνιμη κατοικία και δεν είχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ». Στις περιπτώσεις που καταγράφηκε η τροφή του ήταν απλή και λιτή. Εισήλθε στην αγία πόλη με ταπεινό τρόπο πάνω σε «ὀνάριον». Τέλος, τέθηκε το άχραντο σώμα του σε τάφο που προοριζόταν για άλλον.
Στη διδασκαλία του εκθείασε πάμπολλες φορές την πενία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ξεκίνησε τους μακαρισμούς με την φράση που χρησιμοποιήθηκε ως προμετωπίδα στο παρόν κείμενο. Κατά την ευαγγελική διδασκαλία η φιλοπτωχεία δεν αποτελεί απλώς εξωτερική ηθική διδασκαλία, ούτε απλώς παρηγοριά για τους φτωχούς, αλλά υπάρχει κάτι ανώτερο. Συνιστά κάλεσμα οντολογικής ομοίωσης με τον Χριστό. Έτσι ερμηνεύεται ο μακαρισμός προς τους πτωχούς. Δεν είπε απλώς ελεείτε τους πτωχούς, αλλά ύψωσε την φτώχεια ως ιδανικό, και μάλιστα ό ίδιος κατά την παραβολή της Κρίσεως ταύτισε τον εαυτό Του με τους ελάχιστους πτωχούς αδελφούς Του. Τόνισε ότι πολύ δύσκολα θα εισέλθουν στην βασιλεία των ουρανών οι πλούσιοι. Χαρακτηριστικά είπε ότι ευκολότερα θα περάσει καμήλα από τρύπα καρφίτσας παρά οι πλούσιοι στην βασιλεία Του. Στην παραβολή του πλουσίου και πτωχού Λαζάρου μας γνωστοποίησε ότι μόνο οι πτωχοί διαθέτουν πρόσωπο με προοπτική στην αιωνιότητα, ενώ οι πλούσιοι, με την παρέλευση της ματαιότητας του υλικού κόσμου δεν θα έχουν ελπίδα και δεν θα τους γνωρίζει κατ’ όνομα ο Κύριος.
Ο απόστολος Παύλος αποφαίνεται ότι η φιλαργυρία είναι η ρίζα όλων των κακών και συνιστά στους πιστούς, εφόσον καλύπτουν την ανάγκη της διατροφής και της ενδυμασίας, να αρκούνται σε αυτά τα υλικά αγαθά. Επίσης, ο απόστολος καλούσε να τον μιμηθούμε ως πτωχοί που πλουτίζουμε πολλούς και ως φτωχοί που δεν έχουμε τίποτα, αλλά κατέχουμε τα πάντα. Ακόμη, ο απόστολος διδάσκει ότι ο Χριστός πτώχευσε για χάρη μας, παρόλο που ήταν πλούσιος, για να πλουτίσουμε κι εμείς με την δική του φτώχεια.
Ο Μέγας Βασίλειος αποφαίνεται ότι είναι αδύνατο κανείς να πλουτίσει χωρίς να αδικήσει κανέναν. Ο άγιος Διαδοχος Φωτικής επισημαίνει ότι κριτήριο της αφιλαργυρίας είναι τόσο να επιθυμεί κανείς το μη έχειν, όσο επιθυμούν οι πολλοί το έχειν. Κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο όποιος αγαπά τον πλησίον ως τον εαυτό του, δεν ανέχεται να κατέχει κάτι περισσότερο από τον πλησίον. Αν όμως έχει και δεν δίνει πλουσιοπάροχα μέχρι να γίνει και ο ίδιος πτωχός και εξομοιωθεί με τον πλησίον του, δεν θεωρείται ότι εκπλήρωσε την εντολή του Κυρίου.
Η Εκκλησία μας στην υμνολογία της εξαίρει το ιδανικό της πενίας. Στο απολυτίκιο του αγίου Νικολάου ψάλλεται «ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια.». Ομοίως, στην ακολουθία της αρτοκλασίας «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον, οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ».
Ο πλούσιος νιώθει αυτάρκεια και με τον ενδιάθετο λόγο του σκέφτεται: «ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.». Ο πτωχός όμως στρέφεται προς τον Θεό και αβίαστα προσεύχεται «ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης· ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. ». Δεν αρκεί το να είναι κανείς φτωχός. Το ζητούμενο είναι να μην έχουμε την επιθυμία πλούτου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κατά Θεόν πενία συγκροτείται από δύο στοιχεία, το corpus, δηλαδή την εξωτερική υλική φτώχεια, αλλά και το animus, δηλαδή την εσωτερική ψυχική διάθεση αγάπης της φτώχειας.
Από την εμπειρία της ζωής προκύπτει ότι λόγω του πάθους της φιλαργυρίας ακόμη και άνθρωποι που μια ολόκληρη ζωή την διάγουν με θρησκευτικότητα δεν αξιολογούν με ορθό τρόπο τις ανάγκες τους. Έτσι πολλοί διαθέτουν μεγάλο πλούτο, αλλά δικαιολογούν τον εαυτό τους λέγοντας ότι τον χρειάζονται για τα παιδιά τους, τα γηρατειά τους κλπ. Έτσι ασφαλές κριτήριο είναι, όπως διδάσκει η ορθόδοξη παράδοση σε όλα τα ζητήματα, το να υποβάλλει κανείς με ταπείνωση σε τρίτο πρόσωπο, που διαθέτει διάκριση, δηλαδή στον πνευματικό πατέρα, τα οικονομικά του και τις ανάγκες του, προκειμένου να κρίνει αν κάποιος υπερβαίνει το μέτρο. Οι πρώτοι χριστιανοί με τον ένθεο ζήλο που τους χαρακτήριζε πωλούσαν τα υπάρχοντά τους και παρέδιδαν τα χρήματα στα πόδια των αποστόλων, για να τα διαχειριστούν εκείνοι κατά την κρίση τους με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος.
Αφού είδαμε την γνήσια διδασκαλία της Εκκλησίας ας εξετάσουμε κάποιες νοθεύσεις της αλήθειας μέσα στο χριστιανικό περιβάλλον της Δύσης. Μεταξύ 12ου και 13ου αιώνα ξέσπασε μια έντονη συζήτηση για την αξία της πενίας στη Δύση. Ο Φραγκίσκος της Ασίζης (περί το 1182-1226), που ήταν εξοικειωμένος με τα χρήματα και το εμπόριο από τα χρόνια της μαθητείας του στο κατάστημα του εμπόρου πατέρα του, με το κάλεσμα του προς την απόλυτη φτώχεια μετέτρεψε την πενία σε κάτι περισσότερο από μια δυσάρεστη κατάσταση. Γίνεται θεμελιώδης επιλογή στη ζωή του χριστιανού: Φτωχός σημαίνει να επιστρέφει κανείς στην ανθρώπινη φύση, όπως τη δημιούργησε ο Θεός. Η φτώχεια δεν είναι ένα κοινωνικό ατύχημα, αλλά μια ιδιότητα απαραίτητη και φυσική σε κάθε άνθρωπο, μέσω της οποίας είναι πιθανό να μοιάσει στον Χριστό. Από την σκοπιά της ορθόδοξης παράδοσης έχουμε να παρατηρήσουμε ότι στα πλαίσια του συμπαθητικού κατά τα αλλά φραγκισκανικού μοναχισμού εγκρίνεται και συστήνεται η επαιτεία, παρόλο που ο απόστολος Παύλος έγκαιρα τόνισε την αξία της εργασίας προειδοποιώντας ότι όποιος δεν εργάζεται δεν πρέπει ούτε να τρώει.
Ο φραγκισκανικός κανόνας για την απόλυτη φτώχεια γίνεται αποδεκτός από τον Πάπα Ονόριο Γ΄ το 1223. Όμως ξεσπά σύντομα διαμάχη ανάμεσα στους πιο πραγματιστές ή «μινορίτες αδελφούς» και στους πιο αδιάλλακτους και ασκητικούς «πνευματικούς», όπως ο Πέτρος Ιωάννης Ολίβι ή ο Ουμπερτίνο της Καζάλε, οι οποίοι επικαλούνταν το τμήμα του Κανόνα που απαγορεύει την κατοχή κάθε αγαθού. Οι πνευματικοί μοιράζονται το ιδεώδες της απόλυτης και αυστηρής φτώχειας. Αυτή πρέπει να μαρτυρά την αποσύνδεση από τον κόσμο. Η ραγδαία ανάπτυξη του φραγκισκανικού τάγματος φέρνει χαλάρωση στην αυστηρότητα του Κανόνα της φτώχειας. Μπροστά στις κριτικές που αρχίζουν να αυξάνονται ενάντια στους φραγκισκανούς, οι οποίοι κατηγορούνται ότι ασκούν πενία μόνο κατ’ επίφαση ο Μποναβεντούρα του Μπανιορέτζιο, γενικός διευθυντής του τάγματος, υπερασπίζεται στο έργο «Απολογία των φτωχών ενάντια στον συκοφάντη» το ιδεώδες της πενίας.
Το 1279 ο πάπας Νικόλαος Γ΄ παρεμβαίνει στη διαμάχη με την βούλα Exiit qui seminat: επιβεβαιώνει για τους φραγκισκανούς την αξία και την υποχρέωση της πενίας, αλλά κάνει διάκριση ανάμεσα στην ιδιοκτησία και την απλή de facto χρήση των απαραίτητων για την επιβίωση αγαθών. Η βούλα καταλήγει αποδίδοντας στην Εκκλησία της Ρώμης την κυριότητα των αγαθών, η επικαρπία των οποίων θεωρείται πως παραχωρείται στους φραγκισκανούς μοναχούς. Όμως η πολεμική δεν υποχωρεί εξαιτίας της αδιαλλαξίας του πιο πνευματικού ρεύματος, που έφτασε ακόμη και σε βίαιες διώξεις.
Σταδιακά, η αντιπαράθεση μετατίθεται από το θέμα της φτώχειας των φραγκισκανών στη φτώχεια του Χριστού και των αποστόλων. Η δήλωση πως ο Ιησούς δεν κατείχε τίποτα θα έπρεπε ή όχι να επιφέρει ανάλογη άρνηση στον εκπρόσωπό του στη γη; Η φραγκισκανική έκκληση για πενία γίνεται έμμεσα πράξη καταγγελίας της διαφθοράς και του πλούτου της Εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα είναι σύννομο ο ποντίφικας, εκλεγμένος για την πνευματική αποστολή του Χριστού, να κατέχει και την απόλυτη κυριότητα των υλικών αγαθών;
Το 1322 η συζήτηση για την πενία φτάνει σε ένα σημείο σταθμό. Εκείνη τη χρονιά η γενική σύνοδος του φραγκισκανικού τάγματος επιβεβαιώνει την επιλογή της πενίας των μοναχών καθ’ ομοίωση του Χριστού. Σε απάντηση ο πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ πρώτα ανακαλεί με την παπική βούλα Ad conditorem canonum τη διαταγή του Νικολάου Γ΄ επιστρέφοντας στο φραγκισκανικό τάγμα την πλήρη κυριότητα των υλικών αγαθών που είναι απαραίτητα για επιβίωση. Στη συνέχεια με τη βούλα Cum inter nonnullos καταδικάζει τη δήλωση της φτώχειας του Χριστου και των αποστόλων ως αιρετική.
Η πολεμική εντάθηκε τα επόμενα χρόνια. Ανάμεσα στους αντιπάλους του πάπα ξεχώριζε ο Γουλιέλμος του Όκαμ. Ο Άγγλος φιλόσοφος είχε στην πραγματικότητα καλλιεργήσει τις αντιπαπικές θέσεις και έγινε ένας από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της ευαγγελικής φτώχειας και της αντίστασης στην απόλυτη εξουσία του ποντίφικα. Το 1329 η σύγκρουση με τον πάπα για το θέμα της φτώχειας σχεδόν ολοκληρώνεται. Ο Γουλιέλμος του Όκαμ μαζί με άλλους συνεχίζουν τη μάχη για την επιστροφή στην απλότητα των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων ενάντια στη διαφθορά της Παπικής Εκκλησίας.
Ο άγγλος φιλόσοφος συνθέτει το 1334 το «Έργο των 90 Ημερών», καθώς και το «Γράμμα προς τους ελάσσονες αδελφούς». Με βιβλικά και θεολογικά επιχειρήματα αποφαίνεται ότι οι θέσεις του Πάπα είναι «καρπός μιας οργιώδους φαντασίας και αιρετικά». Διδάσκει ότι το κάλεσμα στην πενία είναι η πρόσκληση για να ανακαλύψουμε εκ νέου την αγνότητα της ανθρώπινης φύσης, που ήταν αδιάφθορη πριν από το προπατορικό αμάρτημα. Συνάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι η Παπική Εκκλησία βρισκόταν σε αμηχανία, καθώς δεν μπορούσε συμβιβάσει τον πλούτο που κατείχε με την ευαγγελική διδασκαλία. Η διαμάχη για την πενία στην ουσία αποτέλεσε το προοίμιο της λαίλαπας του μεταρρυθμιστικού κινήματος που, έμελλε να προκαλέσει τον κατακερματισμό της δυτικής χριστιανοσύνης.
Έχει παρατηρηθεί μια σύνδεση του Προτεσταντισμού και του Καπιταλισμού, επομένως μια de facto άρνηση της ευαγγελικής διδασκαλίας περί πενίας. Παραδόξως την συσχέτιση αυτή δεν την επισήμανε κάποιος θεολόγος, αλλά ο πατέρας της Κοινωνιολογίας ο Max Weber. Κατά την γνώμη του γράφοντος το γεγονός αυτό καθιστά την παρατήρηση αυτή πιο αξιόπιστη και αντικειμενική. Ο Max Weber λοιπόν στο κλασικό του έργο «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» αναδεικνύει και αναλύει σε βάθος αυτό το ζήτημα.
Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται τόσο στον Λούθηρο, ο οποίος μάλιστα προσφυώς αποφαίνεται ότι το χρήμα είναι η κοπριά του διαβόλου. Ο Max Weber στοχοποιεί κυρίως τον Καλβίνο, ο οποίος ανέπτυξε το δόγμα του απόλυτου προορισμού. Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του πλούτου του κόσμου έχει συγκεντρωθεί σήμερα στην πατρίδα και στη χώρα που ανέδειξε τον Καλβίνο, δηλαδή στην Ελβετία. Ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων είναι επιλεγμένο από τον Θεό, για να πάρει την αιώνια χάρη. Σύμφωνα με την καλβινιστική θεολογία ο Θεός έχει προαιώνια αποφασίσει για την τύχη του κάθε ανθρώπου. Ο Χριστός πέθανε μόνο για τους εκλεκτούς. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό ο πιστός εναγωνίως προσπαθεί να αποδείξει την πίστη του με επίγεια δραστηριότητα. Αντικατέστησε τον μοναχικό ασκητισμό με έναν εγκόσμιο ασκητισμό. Ο πιστός προσπαθεί να αποδείξει διαρκώς ότι ανήκει στους σεσωσμένους με την εξωτερική του δραστηριότητα. Η άποψη του Καλβινισμού, που επικαλείται ορισμένα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, όπου ο πλούτος παρουσιάζεται ως στοιχείο ιδιαίτερης εύνοιας του Θεού, δεν συμφωνεί με την Καινή Διαθήκη και την πατερική παράδοση, αλλά περιορίζεται σε θέσεις της Παλαιάς Διαθήκης, όπου η ευλογία του Θεού συνδέεται και με την ύπαρξη υλικού πλούτου.
Κατά τον καλβινισμό η κοινωνική δραστηριότητα του χριστιανού στον κόσμο είναι μόνο και μόνο δραστηριότητα για να δοξασθεί το όνομα του Θεού. Ο Θεός απαιτεί από τον πιστό κοινωνικά επιτεύγματα και συγκεκριμένα επιτυχία σε ένα επάγγελμα. Η δόξα του Θεού επιτυγχάνεται με την καταξίωση σε ένα επάγγελμα. Όμως αξίζει να παρατηρήσουμε στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση η δόξα του Θεού επιτυγχάνεται με τον αγιασμό του πιστού και όχι με εξωτερικά κατορθώματα. Σε όλα τα επαγγέλματα και τις κοινωνικές τάξεις ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει εν Χριστώ. Διδάσκει σχετικά ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης: «Στον κόσμο αυτό ο καθένας έχει το λειτούργημά του. Ο ένας βασιλιάς, ο άλλος πατριάρχης ή μάγειρας ή σιδηρουργός ή δάσκαλος, αλλά ο Κύριος τους αγαπά όλους και μεγαλύτερο βραβείο θα δοθεί σε εκείνον που αγαπά περισσότερο τον Κύριο».
Κατά τον Weber και οι λοιπές παραφυάδες του προτεσταντισμού έχουν ευνοήσει τον καπιταλισμό και συνδέει τον καπιταλισμό με τον πουριτανισμό, τον ευσεβισμό και τον μεθοδισμό. Χαρακτηριστικά παρατίθεται ένα απόσπασμα από τον πουριτανό θεολόγο Richard Baxter: «Αν ο Θεός σου δείχνει έναν τρόπο με τον οποίο μπορείς να κερδίσεις νόμιμα περισσότερα παρά με έναν άλλο τρόπο (χωρίς να βλάψεις την ψυχή σου ή έναν άλλο), αν τον αρνηθείς και διαλέξεις τον λιγότερο επικερδή τρόπο, εναντιώνεσαι σε έναν από τους σκοπούς του επαγγέλματός σου και αρνείσαι να είσαι διαχειριστής του Θεού και να δεχτείς τα δώρα Του και να τα χρησιμοποιήσεις γι’ Αυτόν, όταν Αυτός το ζητάει: πρέπει να εργάζεσαι, για να είσαι πλούσιος για τον Θεό, όχι για την σάρκα και την αμαρτία».
Μια άλλη διαστρέβλωση της ευαγγελικής διδασκαλίας που πραγματοποιήθηκε μέσα στους κόλπους του προτεσταντισμού αποτελεί η παρερμηνεία της παραβολής των ταλάντων. Ερμηνεύεται με ρεαλιστικό τρόπο με την έννοια ότι ο άνθρωπος οφείλει να αυξάνει τους πόρους που διαθέτει και άρα και τον πλούτο του με εργατικότητα και όχι με ραθυμία. Ασφαλώς, το αληθινό νόημα της παραβολής είναι πνευματικό, δηλαδή ο πιστός οφείλει να αξιοποιεί τα χαρίσματα του Θεού για την πνευματική του πρόοδο και την προετοιμασία του για την βασιλεία του Θεού.
Η φιλαργυρία δεν είναι ένα απλό πάθος, αλλά η χαρακτηρίζεται ως περιεκτική όλων των κακών. Πράγματι, η αγάπη του πλούτου οδηγεί σε σοβαρές ηθικές και κοινωνικές παρεκτροπές. Η άμβλυνση των ηθικών κριτηρίων εξαιτίας του πλούτου οδηγεί με τη σειρά της στην αδικία, την διαφθορά, τη βία ακόμη και το έγκλημα. Απεναντίας, στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχουν ζήσει εκούσια σε συνθήκες ακραίας ένδειας αναρίθμητοι όσιοι και ασκητές, σε βαθμό αδιανόητο για τα δεδομένα των ανθρώπων του σύγχρονου πολιτισμού. Μέσα στην Εκκλησία το ιδανικό είναι η συνειδητή πτωχεία, που αποτελεί μια λησμονημένη αρετή. Πηγή έμπνευσης για τους πιστούς μπορούν να αποτελούν οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι και του Παπαδιαμάντη, οι οποίοι είναι φτωχοί, ταπεινοί και καταφρονεμένοι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μαντζαρίδης Γεώργιος, Πλούτος και Πτωχεία, https://www.pemptousia.gr/2018/08/ploutos-ke-ftochia/
Μπαστιά Κωστή, Ο Παπαδιαμάντης-Δοκίμιο, 1962 εκδ. Εκδοτική Αθηνών
Eco Umberto, Η Ιστορία της Φιλοσοφίας, τόμος Γ΄, 2018 Ελληνικά Γράμματα
Weber Max, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, 2010 εκδ. Το Βήμα