Α’: Εκείνος που ερευνά την Πατερική Γραμματεία για να βρει στα κοιτάσματά της πως η ορθόδοξη διάνοια και ψυχή ατενίζει τη Μετάσταση της Παρθένου, θα διαφωτισθεί πολύ και θα συναγάγει ωφέλιμα συμπεράσματα μελετώντας τους τρεις περίφημους λόγους στην Κοίμηση της Θεοτόκου που αποδίνονται στον καλλικέλαδο υμνωδό Ανδρέα τον Κρήτης. Ο άγιος αυτός γεννήθηκε στη Δαμασκό κατά τα μέσα του έβδομου αιώνα και από μικρή ηλικία μπήκε στο μοναχικό βίο. Σε ηλικία σαράντα χρονών χειροτονήθηκε μητροπολίτης Γόρτυνος στην Κρήτη. Έφυγε από τον κόσμο αυτόν στα μέσα του επομένου αιώνα, αφού έγινε περιβόητος για την ποιμαντική του δράση, τους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας, τα θαύματά του, και προπαντός για τα υπέροχα ποιητικά και ρητορικά έργα που άφησε και που είναι μεγάλης πνευματικής και λογοτεχνικής αξίας. Το πιο γνωστό ποίημα του Ανδρέα είναι ο Μέγας Κανών που ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης. Ο στοχασμός του ως ιερού συγγραφέως και θεολόγου είναι υψιπετής και ορμητικός, όμοιος με αετό που διασχίζει ακούραστα τα βάθη των θείων μυστηρίων. Αλλά πλάι στη σκέψη, θαυμάζουμε στον Ανδρέα Κρήτης και τον φωτεινό παλμό μιας καρδίας που η Χάρις πλημμυρίζει και εμπνέει, καθώς και μια εξαίσια έκφραση.
Οι λόγοι του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού στην Κοίμηση, που επίσης μιλούν για την ολόσωμο μετάσταση της Θεοτόκου. είναι κάπως αβέβαιο αν προήλθαν από τον κάλαμο του ιδίου. Για εκείνους του Ανδρέα δεν υπάρχει καμιά σκιά αμφιβολίας. Συνεπώς είναι εδώ ένα πιό σταθερό έδαφος για να πατήσει ο ευσεβής ερευνητής. Πιο έγκυρη και πιό πειστική η μαρτυρία που παίρνει.
Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια ματιά στους λόγους αυτούς και ας δούμε πως ο άγιος πατήρ, πολιορκώντας το μυστήριο της Εορτής με τάγματα υπερουσίων επιθέτων, στηρίζοντας πάνω σ’ αυτό τις σκάλες των ιστορικών πληροφοριών που έχει από αρχαία παράδοση της Εκκλησίας και αναρριχώμενος λογικά με πόθο κι αγιασμένη δίψα, προσπαθεί να το κατακτήσει.
Δεν φοβάται την αποτυχία. Δεν παραδέχεται πως σ’ αυτή την προσπάθεια υπάρχει ενδεχόμενο να κρημνισθεί σε αμαρτία. «Ό,τι κατορθώσει, θα είναι αξιαγάπητο, σε ό,τι αστοχήσει, δεν θα κινδυνεύσει». Η τόλμη που φανερώνει, δεν του γεννά ανησυχίες. Πασχίζει να διατυπώσει έννοιες που βρίσκονται πάνω από κάθε κατάληψη, μα η ακρίβεια σε τέτοια θέματα «είναι μόλις κατορθωτή και στους αγγέλους». Χαιρόμαστε εδώ, στη στάση που παίρνει ο ιερός συγγραφέας απέναντι του αντικειμένου του, την ελευθεριότητα και το σέβας που διακρίνουν κατ’ εξοχήν την ελληνική σκέψη μπροστά στα «υπέρ νουν» αλλά και την ακατανίκητη εμμονή στη σπουδή τους και τη βυθοσκοπία τους.
Αυτό που ο άγιος Ανδρέας συναισθάνεται, πάνω στον άμβωνα, θέλει να το συναισθανθούν και οι ακροατές του, το πλήρωμα των πιστών, τους οποίους αγκιστρώνει με το δόλωμα των ποιητικών θελγήτρων και τους έλκει σε «μέγα και υψηλό κήρυγμα». Έχει το θάρρος να το απαιτήσει, γιατί μιλά με ζεστό τρόπο κι όχι με αφηρημένες θεωρίες, γιατί προπαντός δεν παύει να ομολογεί συχνά πόσο μικρός και χωμάτινος είναι ο ίδιος μπροστά στα ουράνια και άπειρα προς τα οποία ανεβάζει τους πιστούς, τονίζοντας σε κάθε ευκαιρία πως είναι ανάξιος προσωπικά για να το κάνει. Μ’ αυτόν τον τρόπο το κήρυγμα σ’ εκείνους τους καιρούς ήταν δογματικό χωρίς να προκαλεί την ανία ή την αδιαφορία. Γιατί η αλήθεια και το συναίσθημα ήσαν αδιάσπαστα και το ένα κρατούσε το άλλο, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην Αγία Γραφή που τα δυο αυτά στοιχεία είναι συνυφασμένα και αξεχώριστα. Γιατί μ’ αυτό τον τρόπο μιλά πάντα η αγιότητα.
Το μυστήριο που ο άγιος πλησιάζει και θέλει να εντρυφήσει σ’ αυτό, το θεωρεί και το αναγνωρίζει «υπερκείμενο κάθε λόγου και γνώσεως», και, πιο συγκεκριμένα, τη «μετάθεση» της Θεομήτορος τη λέγει «υπεράγνωστο». Απευθυνόμενος δε στην Παναγία που μεταστάθηκε, αναφωνεί: «Η έμφρικτος και υπεράγνωστός σου κατάστασις, ως αδιάγνωστος πάντη και άλεκτος, σιωπή τιμάσθω». Μονάχα η σιωπή, η έμφοβη σιωπή, είναι άξια να σχολιάσει και να τιμήσει αυτό το μυστήριο. Αλλά αυτή η παραδοχή δεν τον εμποδίζει να δηλώσει με χαρωπή παρρησία: «Το ότι οι πριν από μας δεν είχαν κατέβει στο βάθος αυτού του μυστηρίου, δεν σημαίνει πως πρέπει να σιωπήσουμε κι εμείς». Καλεί, λοιπόν, το εκκλησίασμα να «προχωρήσει στα βάθη του Πνεύματος όχι βασιζόμενο στην ανθρώπινη αξία». Κι οπλισμένος κάθε ευσεβής χριστιανός με «την ακτίνα της μυστικής εποπτείας» να ενδοσκοπήσει το προκείμενο μυστήριο.
Κι έτσι βλέπουμε τον άγιο Ανδρέα να ανεβαίνει στα ύψη της μυστικής θεωρίας με τη δύναμη που του παρέχει η Παρθένος Μαρία, αλλά και γεμάτος συναίσθηση της ίδιας του αναξιότητας καθώς κι εκείνης των πιστών του.
Αυτή η συναίσθηση κάνει ώστε στο λόγο του, που τόσο ψηλά φαίνεται πως πάει, να απαυγάζεται μαζί με το θείο φως και η αδιάκοπη υπόμνηση πως όλοι αυτοί οι υπερκόσμιοι αναπετασμοί, όλα αυτά τα μεγαλοπρεπή κύματα της ιεράς ρητορείας και ποιήσεως που αίρουν τη διάνοια και την καρδιά των πιστών, δεν είναι παρά ψελλίσματα και φλοίσβος ταπεινός που μόλις ψαύει και φιλεί τα κράσπεδα του Μυστηρίου.
Β΄:Το ότι η Παναγία ακολούθησε το δρόμο του θανάτου, ο άγιος πατήρ το θεωρεί σαν κάτι το αναπόφευκτο και ολότελα φυσικό. Γιατί, με το Χριστό, λέγει, «δεν γλυτώσαμε από το φυσικό θάνατο· γίναμε αθάνατοι όχι ως προς τη φύση, αλλ’ ως προς μόνη τη χάρη».
Η Παναγία όμως δεν έμεινε στον τάφο παρά τρεις μέρες.
Κι’ εδώ, με στερεή βεβαιότητα, ο άγιος Ανδρέας τέμνει την ορθόδοξη οδό ως προς το τι είδους σώμα ήταν αυτό που μετετέθη από το θεομητορικό τάφο. Το σώμα αυτό δεν ήταν το ίδιο με εκείνο που ο θάνατος κατέλαβε, δεν ήταν σώμα χωμάτινο, αλλά αφθαρτισμένο και πνευματικό, όπως και το σώμα του Αναστάντος Κυρίου, όπως θα είναι τα σώματα όλων μας κατά την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας, σώμα «αλλαγμένο», όπως το προσδιορίζει ο μέγας Παύλος (Α’ Κορ. ιε’, 51, 52). Την ίδια λέξη του Αποστόλου χρησιμοποιεί και ο άγιος πατήρ για να υπομνηματίσει τη φοβερή και εκθαμβωτική αλήθεια της Μεταστάσεως, αλήθεια που δεν αφορά μονάχα την Παρθένο αλλά και όλους μας, γιατί έτσι κι εμείς θα «αλλαχθούμε» κατά την ημέρα της Κρίσεως. Αυτή δε η «αλλαγή» είναι η ίδια η θέωση, το μακάριο κατάντημα του προορισμού μας ως χριστιανών.
Θέτει, λοιπόν, στο στόμα της Παρθένου τα εξής, που τόσο εύγλωττα συνοψίζουν την πίστη της Ορθοδοξίας ως προς αυτό το σημείο: «Τη μεν ψυχή μεγαλύνω τον Κύριον και αγαλλιώμαι τω πνεύματι, τω σώματι δε μεταλλάττομαι (το «αλλαγησόμεθα της προς Κορινθίους επιστολής) και μορφούμαι την εν χάριτι θέωσιν». Και η ίδια η Παναγία παρακάτω χαρακτηρίζει τη θέωση μέσα στο φως της δικής της Μεταστάσεως ως εξής: «Τη θέωση τη χαρίζει ο Κύριος κάνοντας μετόχους του Πνεύματός του και σηκώνοντας από το χώμα στους ουρανούς σωματικά εκείνους που είχε παρατήσει κάποτε».
Το σώμα που ο θάνατος κατέλαβε, «λύεται» —εξακολουθεί διδάσκοντας ο άγιος— και κατόπιν «ξαναδένεται» με υπερφυή τρόπο κι ολότελα απροσδιόριστο κι ανερμήνευτο. Αυτός ο τρόπος είναι ανέγγιχτος από τις προσπάθειες του νου μας. Εκείνο που μας ενδιαφέρει να ξέρουμε και να πιστεύουμε ακλόνητα και δίχως την παραμικρή αμφιβολία, είναι ότι υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο νεκρό σώμα της Παρθένου και σ’ εκείνο που μεταστάθηκε. Όσο κι αν το πρώτο ήταν πανάγιο, ακηλίδωτο και ακήρατο, δεν είχε καμιά σύγκριση με τη μεταλλαγή του, δηλαδή με τη δεύτερη κι αιώνια κατάσταση στην οποία βρέθηκε με την άνοδό του στους ουρανούς.
Ο Άγιος Ανδρέας λέγει: «Εκείνη που ουράνωσε το χώμα, ξεντύθηκε κατόπιν το χώμα». Έγινε πια στην πραγματικότητα «το άνθος της αφθαρσίας», που δεν μπορούσε νάναι φυτεμένο, —έστω κι αν είχε βλαστήσει, στη γη,— παρά στο αιώνιο περιβόλι των ουρανών. Η Μετάσταση, λοιπόν, σημαίνει ολόσωμη άνοδο στον παράδεισο, αλλά άνοδο που πρέπει να την εννοήσουμε έξω από τη σαρκική ουσία, έξω από τη φθαρτή κι εφήμερη ύλη. Το ίδιο ότι συνέβη, το παραδέχεται, και για τον Ηλία και τον Ενώχ, για τους οποίους γράφει ότι ανελήφθησαν «έξω σαρκός γενόμενοι».
Ίσως είναι περιττό σαν κατακλείδα και σφράγισμα της δογματικής αυτής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας για την πνευματικότητα και τον αφθαρτισμό του σώματος κατά την ανάσταση, να αναφέρει κανείς το ερχόμενο τόσο εύκολα στη μνήμη εδάφιο του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου, όπου η παραπάνω αλήθεια για πρώτη φορά αλλά και τόσο σαφώς κηρύττεται από τον ίδιο τον Κύριο στην απάντηση που έδωσε στους νομικούς που τον πείραζαν με το παράδειγμα της γυναίκας των εφτά αδελφών (Ματθ.). Της αναστάσεως αυτής, που θα είναι καθολική και παγκοσμία, η Παναγία —σαλπίζει, ο Άγιος Ανδρέας ο Κρήτης— είναι η απαρχή: «Απαρχή του εν Χριστώ θεωθέντος αδαμιαίου φυράματος».
Γ΄:Για το αν η Μετάσταση συνέβη ή όχι, ο Άγιος Ανδρέας δεν αμφιβάλλει καθόλου, όπως είδαμε. Βασίζει την παραδοχή του γεγονότος στην ανθηρή εκείνη την εποχή παράδοση, που λίγο αργότερα, επί Ιωάννου του Δαμάσκηνου, θα σφραγίσει πιο έκτυπα και πιό φλογερά τη λατρευτική συνείδηση της Ανατολικής Εκκλησίας. Στηρίζεται, λοιπόν, ιστορικά, στην παράδοση και μάλιστα αναφέροντάς μας ένα γραπτό δεδομένο της, το «Περί θείων ονομάτων» σύγγραμμα του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Αλλά δεν αρκείται, όπως είναι φυσικό, στην απλή υπενθύμιση των συμβάντων κατά την Κοίμηση. Μεταδίδει, με όλο το σεβάσμιο κύρος που είχε πάνω της, την αποδεκτή γενικά μαρτυρία περί των εσχάτων της Παναγίας, μαρτυρία που πήγαζε πιθανότατα από τους αποστολικούς χρόνους. Αλλά συγχρόνως την πλουταίνει με το χυμό της ιδιαίτερης συγκινήσεώς του, με τα κεντίδια της ιερής του ποιητικής εμπνεύσεως, με την ακαταμάχητη ισχύ της θεολογίας του. Έτσι, απευθυνόμενος στην Παναγία, αναφωνεί ανάμεσα στα άλλα : «Όπως όταν γεννούσες, η μήτρα σου δεν είχε φθαρεί, έτσι και όταν πέθανες, η σάρκα σου δεν έλιωσε και δεν χάθηκε… Η γέννα διέφυγε τη φθορά και ο τάφος δεν πρόφθασε να δει φθορά». Και αλλού: « Ποιός τάφος θα σε σκεπάσει; Και ποιό χώμα θα σε δεχθεί, εσένα που τον ουρανό και του ουρανού τη φύση ξεπέρασες στην αγιότητα;» Αλλά ας μη νομισθεί ότι η ακράδαντη, και αναπαυμένη πάνω στην αρχαία πληροφορία, και εύρωστη συναισθηματικά και θεολογικά πίστη του γύρω από το γεγονός της ολόσωμης ανόδου της Παρθένου, είναι ανύποπτη για το ότι δεν στηρίζεται άμεσα η ευσεβής αυτή παράδοση στη Γραφή. Όχι μόνο η πίστη του δεν είναι ανύποπτη —πράγμα άλλωστε που δεν μπορούσε να συμβαίνει σε μια τόσο φωτεινή και ειλικρινή διάνοια σαν του Ανδρέα— αλλά και δεν δειλιάζει να υπογραμμίσει και μάλιστα με χαριτωμένα έντονο τρόπο τη σκανδαλώδη σιωπή που κυριαρχεί στην Καινή Διαθήκη πάνω σε πολλά περιστατικά του βίου της Μαρίας, που αργότερα ανέλαμψαν στη μνήμη της Εκκλησίας. Ένα απ’ αυτά ήταν και η Κοίμησή της. Τη σιωπή αυτή τη θίγει ήδη στον α’ Λόγο και δεν διστάζει να δείξει την εντύπωση που του κάνει, γιατί είναι μια σιωπή που προεκτείνεται πέρα από τα όρια της Αγίας Γραφής σαν εξάλειψη απτών ενθυμημάτων σχετικών με τα έσχατα της Θεοτόκου, όπως λ, χ. του τάφου της. Ακόμα υπάρχει και μια πτυχή στον γ’ Λόγο που μας σπρώχνει να υποθέσουμε ότι ο άγιος Πατήρ έχει περισσότερη απ’ ό,τι φαίνεται συναίσθηση της αντίθετης απόψεως. Γιατί δεν είναι απίθανο να αντιμετώπιζε κάποια διάχυτη αλλά πάντως λιγότερο ριζοβολημένη από την παραδοχή της Μεταστάσεως εκδοχή, ότι η Παναγία δεν είχε ανεβεί ολόσωμη στους ουρανούς. Λέγει, λοιπόν, κάπου στον γ’ Λόγο, αποτεινόμενος στο χωρίο Γεθσημανή: «Αν μέντοι τηρηθείη (το σώμα της Θεοτόκου) μένον … έσται κοινόν αγγέλοις και άνθρωποις κτήμα προσκυνούμενον. Αν δε τι παράδοξον τύχοι και μετασταίη το άχραντον, μένε το θαύμα κηρύσσουσα». Όσο κι αν μοιάζει παιχνίδισμα ρητορικό αυτό το ταλάντευμα ανάμεσα στα δυο υποθετικά «αν», εν τούτοις δεν μπορούμε να ρίξουμε όλο το βάρος στο δεύτερο, σ’ εκείνο που υποθέτει τη Μετάσταση και να πούμε ότι για τον Άγιο Ανδρέα δεν ίσχυε καθόλου το πρώτο, δεν λογαριαζόταν απόλυτα. Προβάλαμε το παραπάνω εδάφιο και το σχολιάσαμε, για να δείξουμε παίρνοντας μια ακόμη αφορμή από το ιερό κείμενο, ότι η βεβαιότητα του συγγραφέως για τη Μετάσταση, όσο κι αν είναι ασάλευτη, εν τούτοις δεν μας φανερώνει μονοκόμματο και άκαμπτο νου, αλλ’ απεναντίας ευλύγιστο και φιλελεύθερο, όπως είναι γενικά ο θεολογικός στοχασμός που ανθεί μέσα στον διαυγή και ελαφρό αγέρα του ελληνικού ορθοδόξου κλίματος.