Η Θεοτόκος απολάμβανε τέτοιο σεβασμό από τους πιστούς τέτοια τιμή και αγάπη, ώστε, μετά το Θεό, σ’ αυτήν απέδιδαν τη μεγαλύτερη τιμή, σεβασμό κι αγάπη. Ο σεβασμός των πιστών προς την Παρθένο Θεοτόκο Μαρία χρονολογείται από τον Α΄ ή Β΄ αιώνα, κι επιβαλλόταν από τις ίδιες τις άγιες Γραφές που μνημόνευαν το όνομά της και την ανάφεραν σαν «κεχαριτωμένη, ευλογημένη και μόνη, ανάμεσα στις γυναίκες, που βρήκε χάρη μπροστά στο Θεό». Κι αυτή η ίδια η Θεοτόκος, με προφητικό πνεύμα αναγγέλλει την περιωπή αυτή ανάμεσα σ’ όλες τις γενεές λέγοντας : «Να λοιπόν, από δω και στο εξής θα με μακαρίζουν όλες οι γενεές» (Λουκ. α’, 48). Κι αλήθεια, από τον καιρό εκείνο άρχισε ο μακαρισμός της Θεοτόκου. Τη Θεοτόκο μακάρισε πρώτη η Ελισάβετ, η οποία αφού γέμισε από Πνεύμα Άγιο, με δυνατή φωνή φώναξε και είπε: «Ας είσαι ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες, κι ευλογημένο το παιδί που έχεις στην κοιλιά σου. . . Και μακαρία είναι εκείνη που, όπως εσύ, πίστεψε ότι θα πραγματοποιηθούν όλα εκείνα που της είχε παραγγείλει ο Κύριος με τον άγγελο του». (Λουκ. α’ 42-45). Και οι σύγχρονές της όμως γυναίκες, βλέποντας την Παρθένο με το βρέφος στην αγκαλιά, οπωσδήποτε θα την μακάριζαν. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει τη φωνή που ακούστηκε μέσ’ από το πλήθος και μακάριζε τη Μητέρα που γαλακτοτρόφησε τον Κύριο (ια’, 27).
Από τη χριστιανική αρχαιολογία μαθαίνουμε ότι εικόνες της Μητέρας του Θεού ζωγράφιζαν και τιμούσαν οι πιστοί από τον Α’ ήδη και τον Β’ αιώνα. Και, βέβαια, δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά, αφού το ίδιο το Ευαγγέλιο συνιστούσε την τιμή προς τη Θεοτόκο Παρθένο Μαρία, κι η Ίδια η Θεοτόκος ανήγγειλε ότι «από τώρα και στο εξής θα με μακαρίζουν όλες οι γενεές».
Ώστε η Θεοτόκος δεχόταν τιμή και μακαρισμό από όλες τις γενεές — από τον Ευαγγελισμό της μέχρι σήμερα — και θα μακαρίζεται συνεχώς μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Κι όσοι δεν προσφέρουν τιμή και μακαρισμό προς τη Θεοτόκο παραβαίνουν τις ρητές εντολές του Ευαγγελίου. Γιατί ολόκληρο το Ευαγγέλιο είναι νόμος, κι η αθέτηση ενός ιώτα ή μιας κεραίας του Ευαγγελίου είναι αθέτηση του νόμου.
Κατά την Γ’ πλέον εκατονταετηρίδα ο σεβασμός προς τη Θεοτόκο ήταν πολύ μεγάλος. Η χριστιανική υμνωδία υμνεί την Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία σαν Βασίλισσα του Ουρανού και Κυρία των Αγγέλων. Την εποχή εκείνη, φάνηκαν σε μερικές χώρες όπου κατοικούσαν πολλοί χριστιανοί μαζί με πολλούς εθνικούς, ορισμένοι αιρετικοί που μετέτρεψαν τον οφειλόμενο προς τη Θεοτόκο σεβασμό σε λατρεία κι απέδιδαν στην Παρθένο Μαρία ισόθεο τιμή, μιμούμενοι τις γυναικείες θεότητες που λατρεύονταν από τους εθνικούς. Αυτή η αίρεση ονομάσθηκε των Κολλυριδανών, επειδή πρόσφεραν ένα είδος κουλουριών ή γλυκισμάτων σαν θυσία, μία ορισμένη ημέρα κι έπειτα τα έτρωγαν (Επιφάνιος, αίρεσ. 78 καί 79).
Την ίδια εποχή παρουσιάσθηκαν κι οι εντελώς αντίθετοι από τους Κολλυριδιανούς, οι ονομαζόμενοι Αντιδικομαριανίτες, οι οποίοι δεν ανέχονταν τη δόξα της Μητέρας του Κυρίου μας. Αυτοί ήταν τόσο ασεβείς, ώστε τόλμη¬σαν να πουν ότι η Παρθένος, μετά τη γέννηση του Σωτήρος, είχε σχέσεις με άνδρα και γέννησε κι άλλα παιδιά. Αυτούς τους αιρετικούς ακολούθησαν κι οι νεώτεροι αντιδικομαριανίτες, οι οποίοι αρνήθηκαν την αιώνια παρθενία και την ονομασία της Θεοτόκου.
Τις αιρέσεις αυτές η Εκκλησία τις καταδίκασε και καθαρά διατύπωσε τη σωστή και ασφαλή γνώμη της σύμφωνα με την οποία οφείλουμε να τιμάμε την αειπάρθενο κόρη σαν Μητέρα του Θεού (Θεοτόκο), όχι όμως και να την προσκυνάμε σαν Θεό (Κύριλλος).
Οι αιρέσεις των Κολλυριδιανών και των Αντιδικομαριανιτών οι οποίες εμφανίσθηκαν την Γ’ εκατονταετηρίδα, φανερώνουν μία απόκλιση από την αληθινή πίστη της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία (πίστη) βρισκόταν κάπου ανάμεσα στις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αιρέσεις.
Ο Επιφάνιος, στο κεφάλαιο 23 (αιρέσεων οκ’) λέγει: «Κι άλλοι πάλι ασεβείς, σχετικά με την ίδια της αγίας αειπαρθένου υπόθεση, συνήθιζαν και συνηθίζουν να την ονομάζουν Θεό, επειδή πάσχουν ασφαλώς από τρέλλα και φρενοβλάβεια. Γιατί διηγούνται ότι μερικές γυναίκες από τα μέρη της Θράκης που κατοίκησαν στην Αραβία αυτή την ανοησία συνήθιζαν να κάνουν, δηλ. να φτιάχνουν ένα είδος γλυκισμάτων στο όνομα της αειπαρθένου Μαρίας, να μαζεύονται, και, στο όνομα της αγίας Παρθένου, να κάνουν αυτό το υπερβολικά βλάσφημο κι αθέμιτο πράγμα — δηλ. να ιερουργούν οι ίδιες οι γυναίκες». Και στο κεφ. 1, του οθ’ βιβλίου των αιρέσεών του λέγει (ο άγιος Επιφάνιος): «Η αίρεση αυτή έφτασε στην Αραβία από τα μέρη της Θράκης και της Σκυθίας. . . Μερικές γυναίκες στολίζουν με καθαρό πανί ένα δίσκο, κάποια ορισμένη ημέρα του χρόνου και τοποθετούν πάνω σ’ αυτόν άρτο, που τον προσφέρουν στο όνομα της Μαρίας. Κι απ’ αυτόν τον άρτο τρώγουν όλες».
Όμως, και κατά τον Δ’ αιώνα η ευλάβεια κι ο σεβασμός προς τη Θεομήτορα εκδηλώθηκαν και με έργα λαμπρά, δηλ. με το κτίσιμο μεγαλοπρεπών Ιερών Ναών αφιερωμένων στο όνομα της Μητέρας του Θεού.
Η Θεοτόκος ήταν, είναι και θα είναι για όλους τους πιστούς η άμαχος προστάτις κι ο γρήγορος αντιλήπτορας και βοηθός. Αυτήν παρακαλούσαν σε κινδύνους και θλίψεις, αυτήν είχαν υπέρμαχο στρατηγό στους πολέμους. Η απροσμάχητη δύναμή της συνέτριβε τους εχθρούς και το μητρικό θάρρος προς τον Υιό και Θεό της πρόσφερε στους πιστούς το θείο έλεος.
Η ευλάβεια των πιστών προς τη μητέρα του Θεού από τότε που καταδικάστηκε η αίρεση του Νεστορίου, εκδηλωνόταν σε όλο το Ρωμαϊκό κράτος με λαμπρές γιορτές και πνευματικά πανηγύρια, κι όσοι μεγαλοπρεπείς και λαμπρά διακοσμημένοι ναοί χτίζονταν παντού στο όνομα της Θεομήτορος ήταν ονομαστοί για την ομορφιά τους.
Η ευλάβεια αυτή των πιστών προς τη Θεοτόκο κι αιώνια Παρθένο Μητέρα του Κυρίου, που είχε σταθερή πια θέση μέσα στις καρδιές τους και άρχισε από την ανάδειξη της Παρθένου Μαρίας σαν Μητέρας του Θεού, έμεινε αναλλοίωτη ανά τους αιώνες και θα μείνει αναλλοίωτη στις καρδιές των πιστών αιώνια.