Ο Αύγουστος είναι ο μήνας της Παναγίας μας, της μεγάλης μας μητέρας, της άγρυπνης μεσίτριάς μας προς τον γλυκύτατο Υιό της και Θεό μας, τον Κύριό μας Ιησού. Από την Πρωταυγουστιά μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο κάθε απόγευμα εναλλάξ ψάλλουμε τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα με μεγάλη κατάνυξη και με μοναδική προσέλευση πιστών. Οι Παρακλητικοί αυτοί Κανόνες αποτελούν τις προσφιλέστερες ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Η Μικρή Παράκληση είναι σύνθεση ανωνύμου μοναχού, ίσως του Θεοστηρίκτου, ίσως του Θεοφάνους. Πιθανόν να πρόκειται και περί του ιδίου προσώπου μετονομασθένος κατά την μοναχική κουρά. Η Μεγάλη Παράκληση αποτελεί ποίημα του Δούκα Θεοδώρου του Β΄ του Λασκάρεως, Βασιλέως της Νικαίας, ο οποίος έζησε στα μέσα του 13ου αιώνος.
Το περιεχόμενο και των δύο Παρακλήσεων είναι ικετευτικό, μας συγκινεί αφάνταστα, μας διδάσκει και μας προτρέπει σε καθε δυσκολία της ζωής μας να καταφεύγουμε με θάρρος και εμπιστοσύνη στην Παναγιά μας, για να βρίσκουμε κοντά της παρηγοριά και να παίρνουμε δύναμη για την ανηφορική πορεία της ζωής μας. Άπειρες είναι οι ευεργεσίες που δεχόμαστε από τις Παρακλήσεις αυτές. Ευεργεσίες πνευματικές και σωματικές. Διατηρούμαστε σε πνευματική εγρήγορση με την επίγνωση της αμαρτωλότητός μας και προσπαθούμε με την βοήθεια της Παναγίας μας να ξεφύγουμε από τις παγίδες του πονηρού, ιδίως αυτό το διάστημα του θέρους, όπου όλοι κάνουμε διακοπές, αλλά εκείνος δεν κάνει και είναι ετοιμοπόλεμος, έχει την φαρέτρα του γεμάτη για να μας τρώσει με τα φαρμακερά του βέλη, και να μας θανατώσει. Γι’ αυτό και δεν παρακαλούμε την Παναγιά μας μόνο για σωματική ρώμη και υγεία, αλλά, και το κυριότερο για αποφυγή πειρασμών, πτώσεων πνευματικών και για υπόδειξη του δρόμου που πρέπει να ακολουθήσουμε, για να οδηγηθούμε στην σωτηρία. Και η παράκληση δεν μένει χωρίς ευχαριστία. «Εν παντί ευχαριστείτε» (Α΄ Θεσ. ε΄ 18) μας λέγει ο Απόστολος Παύλος. Την αχαριστία την μισεί και ο Θεός. Αυτή μας πληγώνει, όπως πλήγωσε και τον θεραπευτή Κύριό μας η αχαριστία των εννέα λεπρών από τους δέκα που καθάρισε, γι’ αυτό και ρώτησε με επιδεικτική απορία: «Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν, οι δε εννέα που;» (Λουκ. ιζ΄ 17).
Σε ένα όμορφο τροπάριο του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος ψάλλουμε:
«Τι σοι δώρον προσάξω, της ευχαριστίας ανθ’ ώνπερ απήλαυσα, των σων δωρημάτων, και της σης αμέτρητου χρηστότητος; Τοιγαρούν δοξάζω, υμνολογώ και μεγαλύνω, σου την άμετρον προς με συμπάθειαν».
Ποιο δώρο μπορώ να σου προσφέρω, Παναγία μου, της φωνάζει ο καθένας μας, ως ευχαριστία για εκείνα που μου χαρίζεις καθημερινά και απολαμβάνω, τόσο για τα δωρήματά σου προς την αναξιότητά μου όσο και για την αμέτρητη ηθικότητά σου, η οποία είναι πυξίδα στην ζωή μου, και με την οποία γίνεσαι πρότυπο και υπόδειγμα ζωής; Γι’ αυτό δοξάζω, υμνολογώ και μεγαλύνω την απερίγραπτη προς εμένα συμπάθειά σου.
Ο ενικός δεν πρέπει να ταυτισθεί με προσωπική ικεσία, αλλά χρησιμοποιείται επειδή η παράκληση βγαίνει από την καρδιά κάθε χριστιανού, αποτελεί προσωπική παράκληση του καθενός μας προς την μεγάλη μητέρα μας, η οποία, όπως κάθε μητέρα, όσες φορές και να ακούσει την προσφώνησή μας «μάνα» θα συγκινηθεί και δεν θα πεί «τι με φωνάζεις, βαρέθηκα να σε ακούω»!
Η Παναγία μας, η μητέρα μας, δεν μας βοηθάει συμφεροντολογικά, ενεργεί πάντοτε από γνήσια αγάπη βλέποντας το συμφέρον μας και προφυλάσσοντάς μας από κινδύνους που εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε, δεν γνωρίζουμε. Το συμφέρον δεν είναι μόνο υλικό είναι και πνευματικό, γι’ αυτό και τα περισσότερα τροπάρια εκτός από την εκζήτηση της υγείας, της δυνάμεως, της προκοπής, της ευτεκνίας, ζητούν πρώτιστα την σωτηρία των ψυχών με την απαλλαγή από τις παγίδες του εχθρού. Το συμφέρον της Παναγίας μας είναι το συμφέρον το δικό μας, αφού αυτή είναι η χειραγωγός μας προς την σωτηρία. Μας βοηθάει όλους ανεξαιρέτως, όπως ο πολυεύσπλαγχνος Υιός της βοηθάει όλους βρέχοντας επί δικαίους και αδίκους, ανατέλλοντας τον ήλιο επί πονηρούς και αγαθούς. Μας το λέει και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος: «Τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. ε΄ 45).
«Τι σοι δώρον προσάξω», λοιπόν, της λέμε. Δεν μπορούμε τίποτα να σου προσφέρουμε, για να ξεπληρώσουμε τα καλά, τις ευεργεσίες, που μας έχεις κάνει και που μας κάνεις καθημερινά. Τι μπορούμε να σου προσφέρουμε αντάλλαγμα για το ότι ήσουν τόσο καθαρή και αμόλυντη και έφθασες σε τέτοιο πνευματικό ύψος, ώστε να γίνεις η Μητέρα Θεού και να θεώσεις με την προσφορά σου αυτή όλο το ανθρώπινο γένος; Δεν μπορούμε να προσφέρουμε τίποτα, αφού, όπως λέμε και στον Υιό της και Θεό μας «ισαρίθμους τη ψάμμω ωδάς αν προσφέρωμέν Σοι, Κύριε, ουδέν τελούμεν άξιον». Το μόνο που μπορούμε και πρέπει να προσφέρουμε στην Παναγία μας είναι να την δοξάζουμε, να την υμνολογούμε, και να την μεγαλύνουμε.
Δεν έχουν τοποθετηθεί τυχαία με αυτήν την σειρά τα ρήματα, δοξάζω, υμνολογώ και μεγαλύνω, ούτε είναι ταυτόσημα. Στο τροπάριο αυτό δεν υπάρχει ρήμα αργό, αφού κάθε ένα έχει το νόημά του και δεν μήκε έτσι, για να γεμίζει ο στίχος.
Η υποχρέωση του καθενός μας, του κάθε Χριστιανού είναι ο ευαγγελισμός εαυτού και αλλήλων, η φώτιση του κόσμου με την αγία ζωή μας και την κήρυξη του Ευαγγελίου. Έπειτα από αυτή την υποχρέωση ο πιστός πρέπει να υμνεί την Θεοτόκο και να την μεγαλύνει, γι’ αυτό έχουμε μετά το δοξάζω, τα ρήματα ανυμνώ και μεγαλύνω, ειδάλλως αν ο ίδιος δεν πράττω ορθά, τότε με τα χείλη μόνο υμνώ και όχι με την καρδιά, η οποία υπαγορεύει τις πράξεις και την ζωντανή πίστη, η οποία φέρνει τον ευαγγελισμό και την ορθοπραξία. Λέγει ο Κύριος: «εγγίζει μοι ο λαός ούτος τω στόματι αυτών και τοις χείλεσι με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ᾿ εμού» (Ματθ. ιε΄ 3)· ο λαός αυτός με τα χείλη με τιμά, αλλή η καρδιά του απέχει μακριά από εμένα. Έτσι, στην αντίθετη πλευρά όποιος Χριστιανός δεν έχει συνέπεια βίου, δεν έχει ορθοπραξία γίνεται αιτία σκανδαλισμού και βλασφημήσεως του Θεού μας. Δεν του λέμε καθημερινά στην Κυριακή Προσευχή, «Κύριε, αγιασθήτω το όνομά Σου»; Αυτό το «αγιασθήτω» σημαίνει την μεγάλυνση και δοξολογία του ονόματος του Κυρίου μας από τις πράξεις μας.
Το δοξάζω του τροπαρίου σημαίνει ότι πρέπει πρώτα να κάνουμε έργο ευαγγελισμού, και αυτό ξεκινάει πρώτα από τον εαυτό μας, και ταυτόχρονα και έπειτα συνεχίζει με τον ευαγγελισμό των άλλων. Στην φράση υμνολογώ και μεγαλύνω η λέξη υμνολογώ κάνει λόγο για την Εκκλησία και η λέξη μεγαλύνω κάνει λόγο για την ιδιωτική προσευχή και το κήρυγμα.
Η λέξη «τοιγαρούν» δηλώνει ταπείνωση στην Παναγία μας, ότι, για αυτό και εγώ σε δοξάζω, επειδή είμαι ανάξιος να σου προσφέρω κάτι. Αυτό που μπορώ, που πρέπει, που ποθείς ως δώρο, Παναγιά μου, είναι ο εαυτός μου.
Η τιμή που αποδίδει ο κάθε Χριστιανός στην Θεοτόκο για την βοήθεια που εκείνη μας παρέχει δεν βγαίνει από τα χείλη μας, αλλά προσωπικά από τον καθένα μας με την συνετή, την αγία ζωή μας, με την μίμησή της, η οποία αποβαίνει εν τέλει στον Θεό μας, όπως η μίμηση Παύλου απέβαινε στον Θεό. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού. (Α Κορ. ια΄ 1).
Πνευματικά αιτήματα απευθύνουμε στην Παναγία μας και με το παρακάτω τροπάριο με την ακράδαντη βεβαιότητα ότι «δεν θα παρίδη την πενιχράν δέησιν μας, τον κλαυθμόν και τα δάκρυα και τους στεναγμούς μας, αλλά θα εκπληρώσει τις αιτήσεις μας», για να την δοξάζουμε μετά πόθου πάντοτε.Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν ην έχω και δεινών συμφορών και βλάβης και κινδύνων και πειρασμών με λύτρωσαι, αμετρήτω σου ελέει.
Εδώ ο Χριστιανός εκζητεί την κάθαρση της καρδιάς, γιατί δεν μπορεί κάποιος να τελειωθεί, αν δεν απαλλαγεί εντελώς και από το παραμικρό σκουπιδάκι που βρίσκεται μέσα σε αυτήν, αφού και αυτό την μολύνει. Μην ξεχνάμε ότι ένα μικρό ρήγμα μπορεί να βουλιάξει και το μεγαλύτερο καράβι. Αν δεν εξαφανισθεί και η παραμικρή εισροή σε αυτό υδάτων η η παραμικρή ύπαρξη υδάτων, που εδώ καταγράφεται με την φράση «κάκωσιν ην έχω», υδάτων προερχομένων από το πέλαγος του κόσμου τούτου, δεν μπορεί να αποφευχθεί το ναυάγιο, όπως δεν μπορεί να επέλθει πλήρης τελειότητα στον καθένα μας, αν ο νούς αποσπάται, δεν υπάρχει φυλακή των πέντε αισθήσεων και ιδίως αν η όρασή μας δεν είναι καθαρή, γιατί ο κοσμικός καταρράκτης την έχει θολώσει.
Ο Θεός μας, αγαπητοί μου, κατέβηκε στην γη, έγινε άνθρωπος, για να ανεβάσει τον άνθρωπο στον ουρανό. Όταν, όμως, ο άνθρωπος δεν αποζητάει να καθαρθεί εντελώς, τότε από την μία κρατάει το χέρι του Θεού και από την άλλη είναι δεμένος σαν με αλυσίδα από το πόδι, η οποία είναι καρφωμένη στην Γη. Εδώ έχουμε ξανά παράκληση, ώστε η Θεοτόκος με τον ελεήμονα οφθαλμό της, «ιλέω όμματί σου», ο οποίος με την φώτιση και την πληροφορία του Αγίου Πνεύματος να δεί και την παραμικρή κάκωση που έχουμε, δηλαδή την κάκωση της καρδιάς από την αμαρτία στην οποία βρισκόμαστε. Ζητάει να την επισκεφθεί, ώστε να καθαρθεί εντελώς, διότι αν υπάρχει κάτι στην καρδιά μας αυτό γίνεται αιτία, ώστε να υπάρξουν φοβερές συμφορές, να υπάρξουν πειρασμοί, οι οποίοι θα μας νικήσουν αν χαλαρά αγωνιζόμαστε, αφού ο Διάβολος έχει τα κατάλληλα σχέδια για τον κάθε ένα μας, και για τους αρχάριους και για τους προχωρημένους.
Η Παναγία καταφυγή μας
Η Παναγία μας είναι η καταφυγή μας στις δυσκολίες, το εξιλαστήριό μας. Σε κάθε δύσκολη περίσταση όλοι μας καταφεύγουμε στην χάρη της με εμπιστοσύνη και τις επαναλαμβάνουμε ολόθερμα το Τροπάριο του Παρακλητικού της Κανόνος:
Προς τινα καταφύγω άλλην, αγνή, που προσδράμω λοιπόν και σωθήσομαι, που πορευθώ; Ποίαν δε εφεύρω καταφυγήν, ποίαν θερμήν αντίληψιν, ποίαν εν ταίς θλίψεσι βοηθόν; Εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι και επί σε θαρρών κατέφυγον.
Στην ζωή της Παναγίας μας, συναντούμε δυό μοναδικές υπερβάσεις. Σ’ αυτές βλέπουμε να ξεπερνώνται οι νόμοι της φύσεως και να λειτουργούν οι έκτακτοι νόμοι του θαύματος. Γι’ αυτό και εκστατικός ο ποιητής της Ακολουθίας της Μεταστάσεώς της γράφει: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, Παρθένε Άχραντε». Αυτές οι δύο υπερβάσεις αποτελούν και τα μεγαλεία της Παναγίας μας, αποτελούν τα παράδοξα με τα οποία στόλισε ο Θεάνθρωπος Υιός της την ταπεινή και πάναγνη Κόρη της Ναζαρέτ.
Στην ενάτη ωδή του Κανόνος της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της οποίας προαναφέραμε τους πρώτους στίχους, συνοψίζονται και οι δύο υπερβάσεις της φύσεως στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Λέει αυτό:
Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, Παρθένε άχραντε· παρθενεύει γαρ τόκος και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά Τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε,την κληρονομίαν σου, δηλαδή, Παρθένε άχραντε, νικήθηκαν στο πρόσωπό σου οι φυσικοί νόμοι, γι’ αυτό, εσύ, που μετά τον τοκετό του παρένειμες παρθένος και μετά τον θάνατό σου ζεις αιώνια ας σώζεις με τις πρεσβείες σου την κληρονομία σου, όλο το ανθρώπινο γένος μας.
Πως όμως η Θεοτόκος μπορεί να σώζει με τις πρεσβείες της το γένος μας; Αγαπητοί μου, όπως υπάρχουν στα Μοναστήρια μας ακοίμητες κανδήλες, έτσι υπάρχει και στα διαμερίσματα του ουρανού η ακοίμητη κανδήλα της Θεοτόκου μας. Αυτή δεν κοιμάται· είναι ακοίμητη κανδήλα πρεσβειών προς το Μονογενή της. Μας το τονίζει άλλωστε και το Κοντάκιο της εορτής της: «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον». Η Παναγία μας βρίσκεται πάντοτε σε κατάσταση ετοιμότητος. Περιμένει να μεταφέρει τις ικεσίες μας στον Υιό της και Θεό μας. Και οι πρεσβείες της αποτελούν την καλύτερη προστασία μας.
Η Παναγία μας είναι των Χριστιανών η προστάτις. Και τούτο γιατί όλοι μας αισθανόμαστε αδύνατοι. Προστασία ζητάει το κράτος από τις μεγάλες δυνάμεις, αλλά πολλές φορές γελιέται. Προστασία ζητάει η οικογένεια από το κράτος, αλλά τις περισσότερες φορές μάταια. Προστασία ζητούν οι πολίτες από τους νόμους, που όμως πολλές φορές μεροληπτούν. Προστασία ζητάει ο άνθρωπος από τους συνανθρώπους του, αλλά απογοητεύεται. Προστασία ζητάμε όλοι μας επίσης από τα στοιχεία της φύσεως, που όμως αυτά ακολουθούν τον αιώνιο νόμο τους αμίληκτα. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να προστατεύσει όλους μας και μάλιστα με βεβαιότητα, με σιγουριά; Οξύ το πρόβλημα της προστασίας, αφού όλοι μας κατά καιρούς αισθανόμαστε απροστάτευτοι. Απροστάτευτοι εκτός των άλλων και στις αρρώστιες μας, στους σεισμούς, στους κυκλώνες, στους κεραυνούς, στους πειρασμούς της ζωής. Κινδυνεύουμε σωματικά και πνευματικά. Μοιάζουμε σαν να βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου οι σφαίρες πέφτουν βροχή γύρω μας και εμείς παραμένουμε ακάλυπτοι. Θέλουμε κάλυψη, θέλουμε προστασία, θέλουμε σκέπη. Αυτή την κάλυψη μας την προσφέρει η Παναγία. Δίκαια λοιπόν ο υμνογράφος την ονομάζει «Προστασίαν των Χριστιανών ακαταίσχυντον». Μας προστατεύει από τις θλίψεις η Παναγία μας, μας μετασχηματίζει τον πόνο σε χαρά, μας λυτρώνει από τους πειρασμούς, μας διασφαλίζει από τα αιώνια βάσανα. Το γνωρίζουμε αυτό εμείς οι Χριστιανοί, γι’ αυτό και την παρακαλούμε να μας σώσει: «Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων» της λέμε. Μπορεί η Παναγία μας να μας λυτρώσει. Έχει τον τρόπο της να μας οδηγήσει στην μετάνοια, να μας βοηθήσει να ανεβούμε την κλίμακα των αρετών και να φθάσουμε στην απάθεια. Έχει την δύναμη με την μητρική της παρρησία να κατευνάσει την οργή του Υιού της και Θεού μας, ώστε να γίνει ίλεως και να υπερνικήσει το έλεός Του την δίκαιη Κρίση Του. Άλλωστε «αφού «κατακαυχάται έλεος κρίσεως» (Ιάκ. β΄ 13) και θέλει ο Θεός μας «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4 ) είμαστε βέβαιοι ότι αν αγωνισθούμε νόμιμα και αδιάκοπα το έλεος του Κυρίου μας με τις πρεσβείες της Παναγίας μας θα μας καλύπτει μέχρι που θα βρεθούμε κοντά της, για να απολαύσουμε τα αγαθά του ουρανού, «α ητοίμασε Κύριος τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ. β΄ 9).