Στην αρχαία ελληνική σκέψη η επιείκεια κατανοείται ως υπέρβαση της δικαιοσύνης και γίνεται βίωμα ζωής για τον άνθρωπο. Στον Χριστιανισμό όμως διαπιστώνουμε τη μεγάλη υπέρβαση της επιείκειας, που οδηγεί στη συγνώμη και την αγάπη. Η επιείκεια ως ανθρώπινη αρετή και αξία είναι το μέρος. Η αγάπη είναι το τέλειο, που καταργεί το μέρος, γιατί το απορροφά.
Είναι γνωστό πως η λέξη επιείκεια παράγεται από τη σύνθεση της πρόθεσης «επί» και της λέξης «εικός», που είναι το ουδέτερό της μετοχής του ρήματος έοικα. Το ρήμα αυτό έχει τη σημασία νομίζω, μοιάζω κλπ., ενώ η μετοχή του την έννοια: εύλογο, δίκαιο, λογικό κλπ.
Με αυτά τα στοιχεία εύκολα φτάνει κανείς να πεί ότι επιεικής μπορεί να λογισθεί αυτός που κρίνει με ηπιότητα, με πραότητα, λογικά, εύλογα, όπως πρέπει, δηλαδή αυτός που με την ανθρωπιά του αναβαθμίζει ποιοτικά την κρίση του, χωρίς να της προσδίδει το χαρακτήρα της βλαπτικής ανοχής προς την άδικη πράξη. Κυρίως στην απονομή διακαιοσύνης. Αυτόματα αποδεχόμαστε λοιπόν πως η επιείκεια είναι στοιχείο που χαρακτηρίζει την κρίση μας, είτε όταν έχομε κάποια δικαιοδοτική αρμοδιότητα και δικαιοδοσία, είτε ακόμα όταν σαν απλοί άνθρωποι, κρίνομε τους συνανθρώπους μας. Και στη μια περίπτωση και στην άλλη, πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή, ανάμεσα στην εξατομίκευση που επιβάλλει η επιείκεια και στη γενική εφαρμογή του δικαίου, που ζητά η προστασία της έννομης τάξης, αν είμαστε δικαιοδοτικό όργανο της κοινωνίας, ή στην προστασία των ατομικών συμφερόντων, όταν κρίνομε αυτούς που μας βλάπτουν.
Ο Αριστοτέλης έγραφε (ρητορική 1374 a 25) «το γάρ επιεικές δοκεί δίκαιον είναι, έστιν δε επιεικές το παρά τον γεγραμμένον νόμο δίκαιον» και (Ηθικά Νικομάχεια Ε΄ 14) «ταυτόν άρα δίκαιον και επιεικές και αμφοίν σπουδαίον όντοιν κρείττον το επιεικές». Περιορίζομαι στον Αριστοτέλη, που επέλεξα ενδεικτικά, για να καταδείξω πώς οι αρχαίοι διανοητές δίδαξαν την υπέρβαση της δικαιοσύνης με την επιείκεια. Θα συμπληρώσω όμως, χρησιμοποιώντας πάλι ενδεικτικά ένα μόνο συγγραφέα, τον Μένανδρο (Περικειρομένη, 428) πώς αυτή η υπέρβαση έγινε βίωμα ζωής για τους Έλληνες: «πάνυ σου φιλώ το “συνδιαλλαχθήσομαι” ότ’ ευτύχηκας τότε δέχεσθαι την δίκην, τεκμήριον τούτ’ εστιν Έλληνος τρόπου», δηλαδή «τη στιγμή της ευτυχίας, όταν όλα δηλαδή σου έρχονται κατ’ ευχήν, να δέχεσαι τη συγνώμη, να είσαι επιεικής, είναι τεκμήριο και απόδειξη ελληνικού τρόπου ζωής».
Ενώ βλέπουμε στους αρχαίους Έλληνες πως η επιείκεια είναι πράξη ανθρωπιάς, υπέρβαση της διακαιοσύνης, φτάνουμε στον Χριστιανισμό για να διαπιστώσουμε πως έφτασε να κάνει τη μεγάλη υπέρβαση και της επιείκειας, με τη συγνώμη και την αγάπη. Αν για τον αρχαίο ελληνικό στοχασμό και τρόπο ζωής νοιώθει κανείς μας υπερήφανος, για το Χριστιανισμό σίγουρα μπορεί να πεί, πως ευχαριστεί τον Θεό, που είναι Χριστιανός.
Ο περιορισμένος χώρος ενός άρθρου με υποχρεώνει να σταχυολογώ ενδεικτικά κάποια στοιχεία, διδαχές και κυρίως παραδείγματα, για να αποδώσω αυτά που προσπαθώ να πώ. Θυμίζω την άφεση των αμαρτιών του αδελφού μας σε βάρος μας (Ματθαίος ΙΗ 21 επ.) έως εβδομηκοντάκις επτά, τη στάση του Ιωσήφ (Ματθαίος Α΄ 18 επ.) που «δίκαιος ών, και μή θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν», όπου θεωρεί πράξη ουσιαστικής δικαιοσύνης, το να την συγχωρήσει για το έγκλημα-αμάρτημα που νομίζει ότι η Παναγία έκανε και να μην την παραδώσει για την παραδειγματική τιμωρία του λιθοβολισμού, αλλά να την αποπέμψει λάθρα. Μπορούμε να συνεχίσουμε με την περίφημη άφεση των αμαρτιών στη μοιχαλίδα, που κινδύνευε να θανατωθεί με λιθοβολισμό (Ιωάννης Η΄ 7) «ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθων επ’ αυτήν…. ουδέ εγώ σε κατακρίνω, πορεύου και από του νύν μηκέτι αμάρτανε». Όμως η μέγιστη, η υπέροχη υπέρβαση της επιείκειας από την αγάπη γίνεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Ε΄ 44), όταν μας διδάσκει «εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοίς μισούσιν υμάς», για να κάνει πράξη αυτή την υπέρβαση με το ανεπανάληπτο εκείνο «πάτερ άφες αυτοίς ου γάρ οίδασι τί ποιούσι» που είπε για τους σταυρωτές Του, πριν πεθάνει (Λουκάς ΚΓ΄ 33,34).
Αυτή η συγχώρεση, που υπερκερνά την επιείκεια, γίνεται από αγάπη του αδικουμένου προς τον εκδικητή. Δεν είναι απλός οικτιρμός ή λύπηση, ούτε ελεημοσύνη, αλλά μια στάση ζωής πολύ ανώτερη με διαφορετικό νόημα. Την πρακτική αξία της επιείκειας, για τη σωστή λειτουργία της χριστιανικής κοινωνίας δίνει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Κεφάλαιον Κανονικόν, Αμίλκα Αλιβιζάτου, Οι Ιεροί Κανόνες, σελ, 422) όταν γράφει «Ουχ απλώς προς το των αμαρτημάτων μέτρον δεί την επιτιμίαν επάγειν, αλλά και της των αμαρτανόντων στοχάζεσθαι προαιρέσεως, μή ποτε ράψαι το διερρωγός βουλόμενος, χείρον το σχίσμα ποιήσης, και ανορθώσαι το καταπεπτωκώς σπουδάζων, μείζονα εργάση την πτώσιν». Τόσο απλή, μα και τόσο σοφή συμβουλή.
Τελικά όμως ξέφυγε ο Χριστιανισμός από τα όρια της ανθρώπινης διακαιοσύνης και ηθικής, για να μας καλέσει στον κόσμο της θέωσης. Ποιά φιλοσοφία ή σύστημα κοινωνικό θα μπορούσε να πείσει τον άνθρωπο, όταν κρίνει αυτόν που τον αδίκησε και τον έβλαψε, να του απλώσει το χέρι συγνωμητικά και να του πεί: αδελφέ μου, δεν χρειάζεται να σε συγχωρήσω, αφού σε αγαπώ. Συγχώρησέ με, αν η αγάπη μου είναι λίγη. Θα τονίσω εδώ -ας μου επιτραπεί αυτό χωρίς να χαρακτηρισθεί εγωϊστικό- αυτό που γράφω στα ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ (έκδοση ΗΡΟΔΟΤΟΣ, 1998): «Η επιείκεια, αρετή και έννοια ανθρώπινη, έχει αφ’ εαυτής την πολυσήμαντη αξία της, τόσο στην εξύψωση του ανθρώπου σαν άτομο, όσο και στην ομαλή εξέλιξή της κοινωνίας και την επιτέλεση του προορισμού της. Όμως όταν επικρατήσει η διδαχή και το πνεύμα του Ευαγγελίου, δεν θα χρειάζεται πιά η επιείκεια. (…) Αν για την επιείκεια χρειάζεται κουράγιο και σοφία, για τη χριστιανική συγχώρεση η αγάπη και η αγιότητα είναι απαραίτητες. Αυτό που λέγει ο απόστολος Παύλος στον ύμνο της αγάπης “όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται”, μας βοηθά να κατανοήσουμε τη σχέση επιείκειας και αγάπης. Η επιείκεια, η ανθρώπινη αρετή και αξία είναι το μέρος. Η αγάπη είναι το τέλειο, που καταργεί το μέρος, γιατί το απορροφά». Και όπως έχω γράψει στο βιβλίο μου αυτό, «η διδασκαλία του Χριστού ανέβασε την επιείκεια στα ύψη αυτά και της έδωσε την υπεροχή πάνω σε κάθε άλλη παρεμφερή έννοια όλων των θρησκειών και των φιλοσοφικών συστημάτων, γιατί την απάλλαξε από κρατικές-πολιτικές θα έλεγε κάποιος σήμερα- σκοπιμότητες. Η εντολή Του ήταν ξεκάθαρη “απόδοτε ούν τα του Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τώ Θεώ” (Ματθαίος ΚΒ΄ 21). Η αποδέσμευση αυτή του Χριστιανισμού από την κρατική μέριμνα, άφησε ελεύθερο τον Χριστιανισμό να ψάξει και να βρεί την ύψιστη ιδέα, αρχή και ποιότητα της επιείκειας, για να την ξεπεράσει στη συνέχεια με την αγάπη. Η ειδοποιός διαφορά και η ανωτερότητά του έγκειται στην μετά την απελευθέρωση αυτή από κρατικές σκοπιμότητες, όπως αυτές που υπάρχουν στο Ισλάμ ή την Παλαιά Διαθήκη, υψιπετή πορεία της προς την αγιοποίηση των πιστών του.(…) Στην κοινωνία των αγίων δεν χωρά κρίση, δεν χρειάζεται πιά ούτε η επιείκεια. Βασιλεύει η αγάπη».