Πράγματι, από της σκοπιάς των Πατέρων η Εκκλησία εμφανίζεται πρωτίστως ως το δώρο της καινής ζωής. Αλλ’ η καινή αυτή ζωή δεν είναι η ζωή της Εκκλησίας· είναι η ζωή του Χριστού εν ημίν, η ζωή ημών εν τω Χριστώ. Διότι η Εκκλησία δεν είναι ένα «ον», υπό την έννοια υπό την οποίαν ο Θεός ή ο άνθρωπος είναι «όντα», («ενυπόστατοι φύσεις», διά να χρησιμοποιήσουμε την αρχαία ορολογία). Η Εκκλησία δεν είναι μία νέα «φύσις», η οποία έρχεται να προστεθεί εις τας ήδη υφισταμένας φύσεις του Θεού και του ανθρώπου. Η Εκκλησία δεν είναι «ουσία». Το επίθετο καινός, εφαρμοζόμενο στην Εκκλησία (καινή ζωή, καινή κτίση) δεν σημαίνει μίαν οντολογική καινότητα, την εμφάνιση ενός «όντος» το οποίον δεν υπήρχε προηγουμένως· σημαίνει την λυτρωμένη, την ανανεωμένη και μεταμορφωμένη σχέση μεταξύ των μόνων «ουσιαστικών» όντων: του Θεού και της Δημιουργίας του. Όπως η Εκκλησία δεν έχει δική της «υπόσταση», δικό της «πρόσωπο», άλλην από την «υπόσταση» ή το «πρόσωπο» του Χριστού και των ανθρώπων οι οποίοι την αποτελούν, παρομοίως δεν έχει και δική της «φύση», διότι απλούστατα η Εκκλησία είναι η καινή ζωή της παλαιάς φύσεως, που απολυτρώθηκε και μεταμορφώθηκε από τον Χριστό. Εν τω Χριστώ ο άνθρωπος και —διά του ανθρώπου— ολόκληρος ο κόσμος ευρίσκουν την αληθινή ζωή των και γίνονται καινή κτίση, καινόν ον, Σώμα Χριστού.
Έτσι, στην εικονογραφική παράδοση της Ορθοδοξίας δεν υπάρχει εικόνα της Εκκλησίας, διότι η εικόνα προϋποθέτει κατ’ ανάγκην μίαν «ενυπόστατη φύση», την πραγματικότητα ενός ουσιαστικού και προσωπικού «όντος», και υπό την έννοια αυτή η Εκκλησία δεν είναι «ον». Εν τούτοις κάθε εικόνα, η εικόνα του Χριστού, της Θεοτόκου, οιουδήποτε αγίου, θεωρείται πάντοτε και κατ’ ουσίαν ως εικόνα της Εκκλησίας, διότι εικονίζει και περιγράφει την καινή ζωή ενός όντος, την πραγματικότητα της μεταμορφώσεώς του εν τω Χριστώ, την αλήθεια της διαβιβάσεώς του στον «καινό αιώνα» του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος αποτελεί ακριβώς την φανέρωση της Εκκλησίας. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς σε πόσες συγχύσεις και παρεξηγήσεις μπορούν να δώσουν λαβή οι έννοιες του «οργανισμού» ή του «σώματος», όταν —σ’ ένα ορισμό της Εκκλησίας— προηγούνται και προτάσσονται ως θεμέλια της έννοιας της «ζωής». Η καινή ζωή δεν είναι η ζωή του εκκλησιαστικού «οργανισμού». Η καινή ζωή, την οποίαν λαμβάνουμε εν τη Εκκλησία, δεν είναι η ζωή της Εκκλησίας· είναι η νέα ζωή την οποίαν εγκαινίασε ο Χριστός, η νέα ζωή την οποίαν ο Χριστός μεταδίδει σε όσους πιστεύουν στο αποστολικό κήρυγμα και συνέρχονται επί το αυτό, σε σύναξη, εν εκκλησία. Αυτή ακριβώς η νέα ζωή, η εγκαινιασθείσα και μεταδιδόμενη υπό του Χριστού, του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού, είναι εκείνη η οποία καθιστά την Εκκλησία οργανισμό, η οποία μεταμορφώνει εμάς τους πολλούς σε ένα σώμα, η οποία μεταβάλλει όσα μέλη της παλαιάς ανθρωπότητας ακούουν και δέχονται τον Λόγο του Θεού εις Σώμα Χριστού, εις «καινόν άνθρωπον», εις «καινήν κτίσιν».
Ελπίζω, έπειτα από όλα αυτά, να είναι σαφές ότι η συνήθης σήμερον εκκλησιολογική εξίσωση «ίδρυμα —κοινωνία— οργανισμός— Σώμα Χριστού» χρειάζεται πολλές επεξηγήσεις και πολλή προσοχή. Αποτελεί πράγματι σοβαρό σφάλμα να εφαρμόζουμε αμέσως —χωρίς καμία διευκρίνηση και διασάφηση —τον αγιογραφικό και παραδοσιακό όρο «Σώμα Χριστού» στην Εκκλησία ως ίδρυμα ή κοινωνία. Διότι η Εκκλησία ως ίδρυμα, ως κοινωνία —τ. ε. η ορατή, στρατευομένη, ιεραρχική Εκκλησία— δεν είναι καθ’ εαυτή η καινή ζωή, η καινή κτίση, ο καινός αιώνας. Ουσιαστικώς ανήκει στην υφή και την πραγματικότητα της «ιστορίας της σωτηρίας», είναι, με άλλες λέξεις, μία πραγματικότητα του «παρόντος αιώνος», του «κόσμου τούτου του παλαιού». Όπως όμως η Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης, ο αρχαίος Ισραήλ, υπήρχε ως μία «φάση», ως ένα πέρασμα προς την Καινή Διαθήκη, όπως εκείνος είχε ιδρυθεί, διά να ετοιμάσει τας οδούς του Κυρίου, παρομοίως η Εκκλησία ως ίδρυμα υπάρχει, διά να αποκαλύπτει —«εν τω παρόντι αιώνι»— τον «αιώνα τον μέλλοντα». Η Εκκλησία είναι μία «φάση», ένα πέρασμα· είναι το πέρασμα του «παλαιού» στο «νέο». Εκείνο όμως που περνά χάρις στην Εκκλησία, εκείνο, δηλαδή, που απολυτρώνεται, ανανεώνεται και μεταμορφώνεται χάρις σ’ αυτήν, δεν είναι η Εκκλησία ως «Εκκλησία», αλλ’ είναι η παλαιά ζωή, ο παλαιός Αδάμ και, με τον παλαιό Αδάμ, όλη η παλαιά κτίση. Είναι δε η Εκκλησία αυτή η «φάση», αυτό το πέρασμα, ακριβώς επειδή ως ίδρυμα είναι «οστούν εκ των οστέων και σαρξ εκ της σαρκός» του παλαιού αυτού κόσμου, επειδή αντιπροσωπεύει και αναπαριστά όλη την παλαιά κτίση, επειδή μπορεί να προσλάβει όλη την ζωή της και να την προσφέρει —εν τω Χριστώ και διά του Χριστού— στον Θεό. Πράγματι, η Εκκλησία έχει ιδρυθεί για τον κόσμο και όχι ως ένα «θρησκευτικό» ίδρυμα, χωριστό από τον κόσμο, προορισμένο να εξυπηρετεί απλώς και μόνον τις ειδικές θρησκευτικές ανάγκες του ανθρώπου. Η Εκκλησία έχει ιδρυθεί για να αντιπροσωπεύει και να «αναπαριστά» —δηλαδή, να καθιστά παρούσα— όλη την ανθρωπότητα και όλη την κτίση, διότι όλη η ανθρωπότητα και όλη η κτίση δημιουργήθηκαν και προορίστηκαν από την πρώτη στιγμή να γίνουν ναός του Αγίου Πνεύματος και δοχείο της θείας Ζωής. Η Εκκλησία αποδεικνύεται, με αυτό τον τρόπο, ως η αποκατάσταση υπό του Θεού και η παραδοχή υπό του ανθρώπου του αρχικού και αιωνίου προορισμού ολόκληρης της κτίσεως· αποκαλύπτεται ως η παρουσία της θείας Ενέργειας, η οποία έρχεται να αποκαταστήσει τον κόσμο στο αρχαίο κάλλος και τον αρχαίο προορισμό του και συνάμα ως η υπακοή των ανθρώπων οι οποίοι δέχονται την θεία αυτήν Ενέργεια. Με όλες όμως αυτές τις ιδιότητες η Εκκλησία δεν είναι ακόμη Σώμα Χριστού. Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού μόνον όταν ενεργεί και πραγματοποιεί την «φάση», το πέρασμα· με άλλα λόγια, μόνον όταν υπερβαίνει τον εαυτό της ως κοινωνία και ίδρυμα και γίνεται αληθώς η καινή ζωή της ανακαινιζόμενης παλαιάς κτίσεως. Ως ίδρυμα η Εκκλησία δεν είναι Σώμα Χριστού· είναι μία πραγματικότητα του κόσμου τούτου, είναι το μυστήριο σ’ αυτό τον κόσμο του Σώματος του Χριστού. Το Σώμα του Χριστού είναι η «Βασιλεία του Θεού» και η «καινή ζωή»· με άλλες λέξεις, είναι μία πραγματικότητα όχι του παρόντος, αλλά του «μέλλοντος αιώνος».
Ανευρίσκουμε έτσι την εσχατολογική διάσταση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού δεν είναι ούτε μπορεί να είναι πραγματικότητα αυτού του κόσμου. Ο «κόσμος ούτος» καταδίκασε σε θάνατο τον Χριστό, τον φορέα της καινής ζωής· και με την πράξη αυτή καταδίκασε σε θάνατο και τον ίδιο τον εαυτό του. Η καινή ζωή, η οποία ανέτειλε εκ του μνήματος, είναι η ζωή ενός νέου κόσμου, του «νέου αιώνος», μιας καταστάσεως πραγμάτων η οποία από της απόψεως του κόσμου τούτου είναι ακόμη μέλλουσα. Η κάθοδος όμως του Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, εγκαινίασε τον νέον αυτόν αιώνα και, τοιουτοτρόπως, εξήγγειλε το τέλος του παλαιού κόσμου, του «ενεστώτος αιώνος του πονηρού»· διότι, όπως είναι αδύνατον να γίνει κανείς κοινωνός της «καινής ζωής», εάν προηγουμένως δεν αποθάνει κατά τον παλαιό άνθρωπο διά του Βαπτίσματος, παρομοίως είναι αδύνατον να έχει ως ζωή του τον Χριστό, εάν δεν παύσει και καθημερινά δεν παύει να έχει ως ζωή του την ζωή του «κόσμου τούτου», την ζωή του «παρόντος αιώνος». «Απεθάνετε γαρ και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (Κολ. γ’ 3). Εν τοιαύτη όμως περιπτώσει καμία πραγματικότητα του παρόντος κόσμου, κανένα ίδρυμα, καμία κοινωνία, καμία εκκλησία δεν είναι δυνατόν να ταυτισθεί με τον καινό αιώνα, με την καινή κτίση. Η τελειότερη χριστιανική κοινότητα, μία κοινότητα η οποία θα ήταν ελεύθερη από κάθε κακό και κάθε αμαρτία, ως κοινότητα είναι ακόμη πραγματικότητα του «κόσμου τούτου», ζώσα με την ζωή του, εξαρτώμενη απ’ αυτόν. Μόνον όταν περνά στον «μέλλοντα αιώνα», μόνον όταν προγεύεται —διά της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης— την ζωή του «καινού κόσμου», ο οποίος προήλθε από το κενό μνημείο και εγκαινιάσθηκε με την επιδημία του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, μόνον τότε η κοινότητα αυτή κοινωνεί του Σώματος του Χριστού και καθίσταται «εν τω κόσμω τούτω» φανέρωση του Σώματος αυτού. Το Σώμα του Χριστού, καθ’ εαυτό, δεν μπορεί ποτέ να αποτελεί τμήμα του «κόσμου τούτου», πραγματικότητα του «παρόντος αιώνος»· διότι ο σταυρωθείς και αναστάς Χριστός ανελήφθη στους ουρανούς και η Βασιλεία του είναι «ουράνιος βασιλεία».