O Άγιος Ελευθέριος έζησε κατά το δεύτερο μισό του δευτέρου μετά Χριστόν αιώνος. Γεννήθηκε στη Ρώμη από γονείς ευσεβείς, λαμπρούς και πλουσίους. H πίστη των γονέων του ήταν πολύ μεγάλη. Η μητέρα του ονομαζόταν Ανθία και ήταν υπόδειγμα αρετής και καλοσύνης συγχρόνως όμως τις αρετές της αυτές τις επαύξησε με την ακριβή τήρηση της διδασκαλίας του Χριστού. Η Ανθία υπήρξε μαθήτρια των μαθητών του Αποστόλου Παύλου. Όταν η Ανθία γέννησε το παιδί της, το ονόμασε Ελευθέριο, το οποίο και μεγάλωσε "εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου".
Ο πατέρας του Αγίου Ελευθερίου -του οποίου το όνομα δεν γνωρίζουμε- διετέλεσε Ύπατος της Ρώμης, που σήμαινε ότι κατείχε ένα από τα υψηλότερα αξιώματα των αρχόντων και ως εκ τούτου ήταν και πολύ πλούσιος. Όμως λίγο καιρό μετά την γέννηση του Αγίου Ελευθερίου ο πατέρας του εκοιμήθη. Ο Άγιος έτσι έμεινε κοντά στην αγκαλιά της μητέρας του, η οποία, για να τον αναθρέψει σύμφωνα με τον νόμο του θεού, τον παρέδωσε στον Αρχιερέα της Ρώμης για να μάθει τα ιερά γράμματα.
Ο Αρχιερεύς από νωρίς διέκρινε τα ποικίλα χαρίσματα του Ελευθερίου. Διέκρινε το ήθος της νεότητας του, την ευταξία, την κοσμιότητα και πολλές άλλες αρετές και από νωρίς τον έκαμε κληρικό. Όταν έγινε δεκαπέντε χρονών, τον χειροτόνησε Διάκονο, στα δεκαεπτά σε Πρεσβύτερο και στα είκοσι τον χειροτόνησε Επίσκοπο του Ιλλυρικού.
Το νεαρό της ηλικίας του Αγίου και η γρήγορη ανάρρηση του στο ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα του επισκοπικού βαθμού δεν προξενεί καμία απορία. Η οικονομία του Θεού ήταν αυτή που οδήγησε τον Αρχιερέα της Ρώμης Ανίκητο να χειροτονήσει τον άγιο σε επίσκοπο, διότι διαφαίνονταν από πολύ νωρίς στο πρόσωπο του πλειάδα αρετών και χαρισμάτων. Η λογιότητα και η σοφία του Αγίου τον κατέστησαν από πολύ νωρίς στην επισκοπή για να φωτίζει με την Θεϊκή σοφία που του είχε δοθεί ως δώρο από τον εν Τριάδι Θεό μας.
Η αγιότητα του Ελευθερίου πολλούς πλανεμένους ανθρώπους οδήγησε στο δρόμο του Θεού. Το μελίρρυτον του στόματος του, ο πηγαίος αυθεντικός Ορθόδοξος λόγος του, η σοφία του έκαμναν πολλούς ειδωλολάτρες να ασπασθούν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Ο άγιος Ελευθέριος είχε καταπλήξει πολύ γρήγορα πλήθος ακροατών, που έρχονταν κοντά του να ξεδιψάσουν με το αθάνατο νερό της διδασκαλίας του Χριστού.
Η φήμη του αγίου Ιεράρχη έφθασε και στον βασιλιά, ο οποίος με μανία αναζητούσε τον Άγιο να τον θανατώσει, για να σταματήσει μ' αυτή του την πράξη το επιτελούμενο θεάρεστο έργο του Ελευθερίου. Ο βασιλιάς έστειλε τον Φήλικα, τον στρατηλάτη, να φέρει επειγόντως τον Ελευθέριο στο παλάτι. Ο Φήλικας με πλήθη στρατιωτών περικύκλωσε την Εκκλησία, όπου λειτουργούσε ο Άγιος. Όταν μπήκε ο Φήλικας μέσα στον ναό για να συλλάβει τον άγιο Ελευθέριο συνέβη, καθώς τον άκουε να λειτουργεί και να ομιλεί και να είναι προικισμένος με ποικίλα χαρίσματα, από διώκτης να μεταβάλλεται σε υπερασπιστή του Αγίου και γίνεται μαθητής και υποτάσσεται πνευματικώς στον Άγιο. Ο άγιος Ιεράρχης τον νουθέτησε και τον κατήχησε στην χριστιανική πίστη και τον συμβούλευσε να τον οδηγήσει στον βασιλιά για να μη χάσει το στεφάνι του Μαρτυρίου. Ο Άγιος και ο Φήλικας με όλη την συνοδεία του ξεκίνησαν να πάνε στον βασιλιά, σύμφωνα με την σφοδρή επιθυμία του αγίου Ελευθερίου. Καθ' οδόν, όταν συνάντησαν μία βρύση, ζήτησε ο Φήλικας από τον Άγιο να τον βαπτίσει. Ο Άγιος, διακρίνοντας την μεγάλη επιθυμία και τον πόθο του Φήλικα για να γίνει χριστιανός, με μεγάλη προθυμία τον βάπτισε στο όνομα της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος.
Μετά από αρκετές ήμερες έφθασαν στην Ρώμη. Ο Φήλικας, χριστιανός πλέον, ενώθηκε με τους άλλους χριστιανούς της Ρώμης, ο δε άγιος Ελευθέριος εμφανίστηκε ενώπιον του βασιλέως. Ο βασιλιάς, βλέποντας την ωραιότητα της εμφανίσεως του αγίου, την νεότητα του, την ευταξία του και την κοσμιότητα του, τον συμπάθησε και άρχισε να τον παρακαλεί να ασπασθεί την ειδωλολατρία. Ο Άγιος όμως στις παρακλήσεις του βασιλέως σιωπούσε και δεν έδινε καμιά απάντηση. Ο βασιλιάς, βλέποντας τον άγιο Ελευθέριο να σιωπά, συνέχιζε με λόγια κολακευτικά να του υπόσχεται τιμές και δόξες με αντάλλαγμα να προσκυνήσει τα είδωλα. Τον απειλούσε δε πως, εάν δεν προσκυνούσε, θα ακολουθούσαν διάφορα βασανιστήρια. Ο άγιος όμως Ελευθέριος αρνήθηκε να προσκυνήσει τα είδωλα και τους ψεύτικους θεούς.
Όταν ο βασιλιάς είδε την σθεναρή αντίσταση του αγίου Ελευθερίου να προσκυνήσει τα είδωλα, διέταξε να πυρώσουν χάλκινο κρεβάτι και να θέσουν επάνω τον Άγιο, να έχουν δε υποκάτω του κρεβατιού πολλά κάρβουνα αναμμένα, ούτως ώστε το χάλκινο πυρακτωμένο κρεβάτι να ψήνει το σώμα του αγίου. Όταν διαδόθηκε η απόφαση του βασιλιά για τούτο το μαρτύριο του αγίου Επισκόπου, αγανάκτησε μετά λύπης το πλήθος και λοιδόρησε τον βασιλιά για τούτη την εντολή του. Ο Άγιος επάνω στο πυρακτωμένο κρεβάτι, αντί να καίγεται, δροσίζονταν σαν να βρισκόταν πάνω σε τρυφερά και δροσερά χόρτα. Μετά από πολλή ώρα ο βασιλιάς διέταξε να τον βγάλουν από το πυρακτωμένο κρεβάτι, νομίζοντας ότι ο Άγιος πέθανε. Ο δε άγιος Ελευθέριος σηκώθηκε όρθιος και απαθής, χωρίς να έχει καμιά πληγή και κανένα έγκαυμα, υποδεικνύοντας στον βασιλιά το θαύμα και πως αυτό έγινε με την δύναμη του μόνου αληθινού Θεού. Αυτήν την ομολογία του Μάρτυρος ο βασιλιάς την εξέλαβε ως ύβρη κι αμέσως διέταξε νέο, ισχυρότερο βασανιστήριο. Πρόσταξε να βάλουν τον Άγιο πάνω στο πυρωμένο κρεβάτι και, αφού τοποθετήσουν περισσότερα κάρβουνα κάτωθεν του κρεβατιού, από πάνω να χύνουν λάδι για να ανάβει η φωτιά περισσότερο. Και πάλι όμως ο Θεός επισκίασε τον άγιο Ελευθέριο! Η φωτιά έσβησε και ο χαλκός κρύωσε και ο Άγιος, αντί να καίεται, δροσιζόταν! Μόλις ο βασιλιάς βλέπει αυτά, αντί να πιστεύσει ότι μπροστά στα μάτια του συντελείται ένα ακόμα θαύμα, προστάζει να βάλουν λίπος, κερί και πίσσα μέσα σε ένα δοχείο και να βράσουν τον Μάρτυρα. Όταν το δοχείο έγινε κόκκινο από τη φωτιά, ο βασιλιάς απευθύνθηκε προς τον άγιο Ελευθέριο και του είπε- «εάν θέλεις να σωθείς και να μη χάσεις την ψυχή σου, ομολόγησε πίστη στους θεούς». Ο δε Άγιος με γενναιότητα και άφοβα ήλεγχε τον βασιλιά που σκοτώνει τους πιστούς ανθρώπους. Του έλεγε ακόμη πως κανένα βασανιστήριο δεν θα τον μετέπειθε να αλλάξει την πίστη του στον Τριαδικό Θεό. Τότε ο βασιλιάς διέταξε να τον ρίξουν μέσα στο πυρακτωμένο δοχείο, αλλά και πάλι η δύναμη του Θεού μετέτρεψε την καυτή λάβα σε δροσιά. Ο τύραννος, μπροστά σ' αυτήν την τριπλή αποδοκιμασία και αποτυχία του να κάμει τον Άγιο να δειλιάσει, βρέθηκε σε αμηχανία.
Μπροστά σ’αυτήν την έκδηλη απορία και στενοχώρια του βασιλιά βρέθηκε ο πολυμήχανος έπαρχος της πόλεως Κορέμων, ο οποίος και πρότεινε στον βασιλιά να αναλάβει ο ίδιος να φέρει εις πέρας την εντολή του. Ο βασιλιάς εμπιστεύθηκε στον Κορέμονα την εκτέλεση της εντολής του για την μεταστροφή του Αγίου στα είδωλα.
Τότε ο έπαρχος πρόσταξε και έφεραν κλίβανο χάλκινο, μέσα στον οποίον είχαν τοποθετήσει από παντού καρφωμένα αιχμηρά σίδερα. Έβαλαν δε και φωτιά για να τον πυρώσουν δυνατά και να ρίψουν τον Άγιο μέσα. Ο έπαρχος Κορέμων γνώριζε περί της χριστιανικής πίστεως, πλην όμως δεν άφηνε την θρησκεία των ειδώλων. Ο Άγιος, καθόλην την διάρκεια της ετοι-μασίας του νέου βασανιστηρίου του, προσευχόταν για τους διώκτες του χριστιανισμού και παρακαλούσε, ώστε ο Θεός να τους φωτίσει και να σώσει τις ψυχές τους. Με θερμή προσευχή παρακαλούσε τον Κύριον και έλεγε: " Ευχαριστώ, Κύριε Ιησού και Θεέ μου, Εσένα πού με ενδυναμώνεις και με αξιώνεις να γευθώ τόσα και τόσα αγαθά, ώστε να μαρτυρήσω για το Πανάγιον Όνομα σου. Συ, Κύριε μου, και τώρα λύτρωσε την ψυχή μου από τα χέρια των εχθρών σου και σώσε με για να γνωρίσουν όλοι, ότι Συ είσαι ο μόνος και αληθινός Θεός και βοήθησε τους να μισήσουν τα αναίσθητα είδωλα και να έλθουν στην μόνη αλήθεια Σου".
Ο Κύριος άκουσε την προσευχή του και με τρόπο θαυμαστό ο πρώην διώκτης έπαρχος Κορέμων και, ενώ ετοιμάζονταν για το βασανιστήριο του Αγίου, πλησιάζει στον βασιλιά και του λέει: "Ποιό κακό έπραξε ο καλός Ελευθέριος και αποφάσισες να τον θανατώσεις;". Ο βασιλιάς άκουσε με έκπληξη την απορία
του εθελοντή βασανιστή και, αφού τον ρώτησε για ποιό λόγο συνέβη αυτή η μεταστροφή, του είπε: "Κορέμων, εγώ σε τίμησα περισσότερο από άλλους και σε ανέδειξα σε έπαρχο της πόλεως μας. Σου χάρισα μεγάλο πλούτο! Κι αν τώρα-από φιλαργυρία-δωροδοκήθηκες με χρυσό από τον Ελευθέριο, εγώ σου δίνω περισσότερα και μεγαλύτερες τιμές και δόξες".
Ο Κορέμων, όμως, φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα και με τις προσευχές του Αγίου και απάντησε στον βασιλιά: «Η τιμή σου ας είναι μαζί με σένα για απώλεια, τα δε χρήματα σου ας τα καύσει το πυρ, το οποίον σε αναμένει στην κόλαση, διότι με το θέλημα σου γίνεσαι τυφλός και δεν βλέπεις την μόνη αλήθεια, που είναι η πίστη στον Θεό του Ελευθερίου και όχι στους θεούς των ειδώλων, οι οποίοι δεν μπορούν κανέναν να γλυτώσουν από την φωτιά, ούτε να λυτρώσουν κανέναν άνθρωπο, όπως ο Χριστός λύτρωσε και λυτρώνει τόσους ανθρώπους με την αναίμακτη θυσία Του, την Θεία Ευχαριστία».
Αυτά όταν άκουσε ο βασιλιάς, θύμωσε τόσο, ώστε την πρωτινή του αγάπη μετέστρεψε σε μίσος και προστάζει να βάλουν στον ετοιμασμένο πυρακτωμένο κλίβανο τον Κορέμονα, τον οποίον είχε προηγουμένως ετοιμάσει ο ίδιος ο Κορέμων για τον Άγιο. Ο Κορέμων, μπροστά στο μαρτύριο του, ζήτησε την ευλογία και την προσευχή του αγίου Ελευθερίου. Όταν οι εκτελεστές του μαρτυρίου έβαλαν τον Κορέμονα στον κλίβανο, αυτός αντί να ξεσχισθεί και να καεί, έμεινε αβλαβής και ευχαριστούσε τον Θεό. Βλέποντας ο βασιλιάς κι αυτό το θαυματουργικό θεϊκό σημάδι δεν ήθελε να πιστεύσει. Διέταξε αμέσως να αποκεφαλίσουν τον Κορέμονα κι έτσι, σε λίγα λεπτά της ώρας, ένας νέος άγιος Μάρτυς ανεδείχθη.
Μετά τον μαρτυρικόν θάνατον του Κορέμονα, πρόσταξε ο βασιλιάς να βάλουν στον κλίβανο τον Άγιο. Αμέσως η φωτιά έσβησε, τα δε σίδερα έστρεψαν προς τα πίσω τα αιχμηρά τους μέρη, ευλαβούμενα κι αυτά το σώμα του αγίου Ελευθερίου. Ο βασιλιάς και μπροστά σ' αυτό το θαύμα έμεινε αναίσθητος και δεν ήθελε να πιστεύσει στην δύναμη του εν Τριάδι Θεού. Αμέσως διατάσσει και βάζει στη φυλακή τον Άγιο. Πολλοί άνθρωποι που είδαν όλες τις θαυματουργίες, που συντελέσθηκαν μπροστά στα μάτια τους, φώναζαν: "Μέγας είναι ο Θεός των χριστιανών".
Ο βασιλιάς διέταξε να αφήσουν τον Άγιο άσιτο και διψασμένο, ώστε να πεθάνει πεινασμένος και διψασμένος. Τον άγιο Ελευθέριο, όμως, έτρεφε καθημερινά ένα περιστέρι -όσον καιρόν ήταν φυλακισμένος- όπως ακριβώς έτρεφε τον Προφήτη Ηλία το κοράκι.
Ο βασιλιάς, βλέποντας ότι οι μεθοδείες του εναντίον του Αγίου δεν πιάνουν, δαιμονίζονταν περισσότερο και προστάζει ένα νέο μαρτύριο. Δίνει εντολή να δέσουν σε ζυγό δύο άγρια άλογα και να δέσουν τον Άγιο πίσω από αυτά και να τον σύρουν επάνω σε πέτρες και βράχια, ούτως ώστε να κατακοπούν οι σάρκες του και να ξεψυχήσει μαρτυρικά. Μάταια όμως τα σχέδια του βασιλιά. Τα υπό τον ζυγών άγρια άλογα στην θέα του Αγίου ηρέμησαν και άγιος Άγγελος λύνει τον μάρτυρα Ιεράρχη από τα δεσμά και τον ανεβάζει πάνω στην άμαξα, την οποία έσερναν τα άλογα, και τον πηγαίνει, χωρίς ταραχή, σε κοντινό βουνό. Εκεί γίνεται ακόμη ένα θαυμαστό σημείο! Καθώς ο άγιος Ελευθέριος διάβαζε τα ιερά γράμματα της ακολουθίας και υμνολογούσε τον Κύριο, μαζεύτηκαν πολλά άγρια ζώα- αρκούδες, λιοντάρια και άλλα πολλά περικύκλωσαν τον άγιο χαίροντας, σκιρτώντας και νεύοντας προς τη γη τα κεφάλια τους σαν να τιμούσαν τον άγιο. Αυτά τα θαυμαστά τα πληροφορήθηκε ο βασιλιάς από μερικούς κυνηγούς που είδαν αυτά τα συμβάντα κι, αντί να μεταστρέψει το φθόνο και την μανία που είχε εναντίον του Αγίου σε ευλάβεια και σεβασμό, γίνεται θηριώδης και αναζητά τον Άγιο. Στέλνει στρατιώτες για να τον βρούνε. Όταν οι στρατιώτες του βασιλιά έφθασαν, τα θηρία όρμησαν με θυμό εναντίον τους και θα τους ξέσχιζαν με τα νύχια και τα δόντια τους, εάν ο άγιος Ελευθέριος δεν τα πρόσταζε να μην βλάψουν κανέναν. Ο Άγιος ακολούθησε τους στρατιώτες και καθ' οδόν τους δίδασκε να πάρουν παράδειγμα από τα άγρια θηρία που ηρέμησαν στο πρόσταγμα εν ονόματι του Κυρίου. Με τις νουθεσίες και το παράδειγμα του αγίου Επισκόπου πολλοί στρατιώτες πίστευαν στον Χριστό. Όταν έφθασαν στη Ρώμη, έκαμε ένα μεγάλο πανηγύρι ο βασιλιάς για να μαζευτούν πολλοί και να δουν τον θάνατον του Αγίου, τον οποίον πρόσταξε να τον ρίξουν στα θηρία. Όμως και πάλι τα πράγματα δεν έγιναν όπως ήθελε ο βασιλιάς, αλλά όπως πρόσταξε ο Θεός. Ο άγιος Μάρτυρας και πάλι με τα άγρια θηρία δεν φοβήθηκε. ΄Ισα-ίσα, τα θηρία τον σέβονταν και τον προσκυνούσαν, στο θέαμα αυτό όλοι οι παρευρισκόμενοι, βλέποντας και πάλι αυτά τα θαυμαστά σημεία, ανέκραζαν: "Μέγας ο Θεός των χριστιανών". Όμως υπήρξαν και πολλοί, άπιστοι και σκληροί στην ψυχή και στην καρδιά που έλεγαν ότι ο άγιος είναι μάγος.
Ο βασιλιάς, βλέποντας ότι δεν μπορεί να νικήσει τον Άγιο με τα διάφορα κολαστήρια και μη γνωρίζοντας κανένα άλλο τρόπο εξοντώσεως του, διατάσσει να τον αποκεφαλίσουν. Με το μαρτύριο αυτού του θανάτου ο άγιος Ελευθέριος παρέδωσε την μακαρία ψυχή του στον Κύριον. Η δε μητέρα του Ανθία αγκάλιασε το σώμα του γιού της και Μάρτυρος και, καταφιλώντας το, τον μακάριζε που με μαρτυρικό θάνατο παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Τότε οι δήμιοι και την μητέρα του αγίου Μάρτυρος αποκεφάλισαν, όπως και τον Άγιο.
Όσοι δε από τους πιστούς βρέθηκαν εκεί στην Ρώμη από τον Αυλώνα, δηλαδή την έδρα της Επισκοπής του αγίου Ελευθερίου, πήραν και τα δύο λείψανα και, αφού τα περιποιήθηκαν και τα τίμησαν δεόντως, με θρησκευτική κατάνυξη και ευλάβεια τα ενταφίασαν εις δόξαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, του ενός και μόνου Θεού εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.