Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αδελφοί μου, αναφέρεται στο θαύμα της θεραπείας του τυφλού στην Ιεριχώ. Αποτελεί θαυμαστό υπόδειγμα προσωπικής κοινωνίας ανθρώπου με τον Ιησού Χριστό, ως Σωτήρα και Λυτρωτή. Με το θαύμα αυτό βοηθείται ο άνθρωπος να αναγνωρίσει τον Θεάνθρωπο Κύριο ως απεσταλμένο του Θεού και να προσφέρει την δοξολογία του στον ίδιο τον Θεό, παραδίδοντας παράλληλα τον εαυτό του στην αγάπη του Χριστού. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος γίνεται μέτοχος της αιωνίου ζωής και της βασιλείας των ουρανών.
<< Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με >>
Στην ευαγγελική περικοπή που μόλις ακούσαμε, βλέπουμε ότι ο τυφλός στο σημείο που καθόταν και επαιτούσε, άκουσε να περνάει κόσμος και πληροφορείται ότι από το σημείο εκείνο διερχόταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος, άμεσα και χωρίς απώλεια χρόνου άρχισε να φωνάζει δυνατά, απευθυνόμενος προς τον Ιησού, «Ιησού Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Παρ’ ότι ο κόσμος που προπορευόταν της συνοδείας του Ιησού, τον προέτρεπε να σωπάσει, αυτός, όμως, αδιαφορώντας για τις υποδείξεις που του γίνονταν, φωνάζει περισσότερο και με μεγαλύτερη δύναμη, την ίδια προσφώνηση προς τον Ιησού, προκειμένου να προσελκύσει την προσοχή Του. Στο επίμονο αίτημα του τυφλού, που ζητά το έλεος του Χριστού, ο Κύριος ανταποκρίνεται και δίνει εντολή να τον φέρουν εμπρός του. Και στο ερώτημα του Ιησού, ” Τι θέλεις να σου κάνω;”, ο τυφλός του είπε: ” Κύριε θέλω να ξαναδώ το φώς στα μάτια μου.” Και ο Ιησούς του είπε: ” Ξανάβλεψε, η πίστη σε έσωσε”. Και αμέσως ξαναείδε το φως και ακολούθησε τον Κύριο δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό.
Προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε και να περιγράψουμε την πνευματική κατάσταση του τυφλού, όντας Ιουδαίος και ζώντας και αυτός μέσα στην θρησκευτική ατμόσφαιρα του Ιουδαϊκού έθνους, αναφορικά με την πραγματοποίηση της υποσχέσεως του Θεού, για την λύτρωση και την σωτηρία πρωτίστως του εβραϊκού γένους, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας, καθώς και της ακλόνητου προσμονής των, για τον ερχομό του Μεσσία, ως απεσταλμένου του Θεού, βλέπουμε ότι ο τυφλός της Ιεριχούς με την στάση του φανέρωσε της εξής αλήθειες: α) αποδέχεται και συμφιλιώνεται με την τυφλότητα του που όμως για αυτόν ήταν μεγάλη δοκιμασία. Στην ύπαρξη του είχε συμφιλίωση την τυφλότητά του με αυτό που θα επιθυμούσε να είναι, δηλαδή να έχει σωστή όραση. Όταν ο άνθρωπος αποδέχεται τη συγκεκριμένη κατάσταση του εαυτού του, δείχνει ότι έχει παραδοθεί εξ’ ολοκλήρου στο θέλημα της αγάπης του Θεού. β) Στηρίζεται με τη ζωντανή πίστη του στη θαυματουργό επενέργεια του Θεού. Όταν ο άνθρωπος απελπισθεί από τον εαυτό του, εμπιστεύεται στον Θεό. Και ο τυφλός της περικοπής μας, βλέπουμε ότι, όταν απελπίστηκε από τους άλλους και τον εαυτό του, τότε οδηγήθηκε στον Χριστό. Ήταν η εκούσια παράδοση του εαυτού του στο πρόσωπο του Κυρίου που ακτινοβολούσε την αγάπη Του σε όλους τους ανθρώπους.
Η προσφώνηση του τυφλού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ως Υιό του Δαβίδ, διαπιστώνουμε ότι μαρτυρά και την βαθειά γνώση του τυφλού αναφορικά με τα ιερά κείμενα και την διδασκαλία των προφητών για το πρόσωπο του Θεανθρώπου και για το έργο που θα επιτελούσε στην Γη. Γι’ αυτό ο τυφλός, επίμονα, ζητά το έλεος του Χριστού, δεν περιορίζει το αίτημά του στην θεραπεία του, αλλά θέλει και επιθυμεί διακαώς να συναντηθεί με τον Χριστό, γιατί Τον αγαπά και Τον εμπιστεύεται. Ξέρει πως μία τέτοια συνάντηση μπορεί να είναι λυτρωτική ή καταδικαστική γι’ αυτόν. Ο τυφλός γνωρίζει πως η αμαρτία προξενεί απομάκρυνση και χάσμα του ανθρώπου από τον Θεό που μόνο το έλεος του Θεού μπορεί να γεφυρώσει και να αποκαταστήσει τη χαμένη σχέση μαζί του.
Έτσι, ο ασφαλέστερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για την προσέλκυση και την έκχυση του ελέους του Θεού προς τον άνθρωπο, η ζωή των Αγίων μας δείχνει ότι επιτυγχάνεται με την συνεχή υπέρβαση της αμαρτίας. Άλλωστε στην Εκκλησίας μας, αδιάκοπα εκζητούμε το έλεος του Θεού. Γι’ αυτό και συχνά επαναλαμβάνουμε, « Κύριε ελέησον» και εδώ ανακεφαλαιώνεται η τραγωδία της αμαρτίας, όπως η επιθυμία να ξεπερασθεί η απομόνωση του εγωισμού με την πρωτοβουλία του Θεού, ότι «αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς», και η επιθυμία και η προσπάθεια του ανθρώπου «μετά πάντων των Αγίων» να αποδεχθεί την σωτηριώδη αγάπη του Θεού.
Η τραγωδία του ανθρώπου εντοπίζεται στο ότι: α) δεν αναγνωρίζει την πνευματική του τυφλότητα, β) παραδέχεται την αμαρτωλότητά του όχι στην ουσία της αλλά στις συνέπειές της, (κακές πράξεις), γ) συγκρίνει και ξεχωρίζει τον εαυτό του από τους άλλους ανθρώπους που είναι κατά την κρίση του πολύ αμαρτωλοί, ( Παρβ. Τελώνου & Φαρισ.), δ) ενεργεί στηριζόμενος στον εγωισμό του με σπασμωδικές κινήσεις, ( θυμό, οργή, φθόνο, κατάκριση, υπερηφάνεια) που όμως απομακρύνουν το Άγιο Πνεύμα από την καρδιά του.
Όμως για να πραγματοποιηθεί αυτή η υπέρβαση της αμαρτίας απαραίτητη προϋπόθεση είναι η πνευματική και κατάλληλη προετοιμασία του ανθρώπου, όπως ακριβώς μας την έδειξε ο τυφλός της περικοπής. Αν εμείς δεν συνεργούμε, τότε Εκείνος δεν θέλει να επιβάλλει την παρουσία Του επάνω μας. Όταν παραπονιόμαστε ότι δεν αισθανόμαστε την αγάπη του Θεού, αυτό δεν σημαίνει ότι μας έχει εγκαταλείψει, αλλά ότι εμείς δεν είμαστε σε θέση να δεχθούμε την παρουσία Του στην ύπαρξή μας. Γι’ αυτό και οφείλουμε διά της μετανοίας και της προσευχής να εκζητούμε πάντα το έλεος του Θεού, ώστε να διανοίξει τα φίλτρα της καρδιάς μας για να κυκλοφορήσει μέσα μας, κατά τρόπο φυσιολογικό, η αγάπη Του.
Άλλωστε και η αίσθηση του αγωνιζόμενου χριστιανού που βιώνει ότι βρίσκεται έξω από τη Βασιλεία του Θεού, προοδευτικά θα δημιουργήσει τον πόνο, τον πόθο και την λαχτάρα της ψυχής να γεμίσει την ύπαρξή του με την παρουσία του Χριστού. Γι’ αυτό και ο Κύριος μας συνιστά να αγρυπνούμε όπως και ο Απόστολος των εθνών, Παύλος μας προτρέπει στην αδιάλειπτη και αδιάκοπη προσευχή, όπως ακριβώς φαίνεται ότι έπραξε και ο τυφλός της περικοπής, για να ανοίξει ο Χριστός την θύρα του ελέους Του.
Η καταλυτική φράση για την θεραπεία του τυφλού ήταν τα λόγια του Ιησού, «Η πίστη σου σέσωκέ σε». Όντως λοιπόν, με έκπληξη ακούσαμε και είδαμε το μεγαλείο της θεϊκής δυνάμεως του Ιησού, όπου το θέλημα και η δύναμη του Θεού διοχετεύτηκαν και πέρασαν στο θέλημα και τη δύναμη της πίστεως του τυφλού. Έτσι και τώρα, αδελφοί μου, θαυματουργεί ο Θεός μέσα από του Αγίους Του, ζωντανούς και κεκοιμημένους ( ιερά λείψανα). Γι’ αυτό και ο χώρος της Αγίας Εκκλησίας μας είναι ο τόπος της παρουσίας και θαυματουργίας του Χριστού, εν Αγίω Πνεύματι. Στην εκκλησία μας ζητούμε το έλεος του Θεού, μνημονεύοντες «της Υπεραγίας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων».
Με υπομονή, λοιπόν με θάρρος και ταπείνωση θα περιμένουμε να μας ανοίξει ο Θεός την πόρτα της Βασιλείας Του για να μας δεχθεί. Σε Εκείνον ανήκει η πρωτοβουλία και το δώρο είναι δικό Του. Ο Θεός δοξάζεται όταν εφαρμόζουμε το θέλημά Του και στη συνέχεια Αυτός μας υπερυψώνει στον χώρο του θαύματος.