Μπροστὰ στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου μᾶς τοποθετεῖ ἡ εὐαγγελικὴ διήγηση τῆς ἀνάστασης τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν: «Μὴ κλαῖε […] νεανίσκε, σοὶ λέγω ἐγέρθητι». Τὸ σκοτεινὸ αἴνιγμα τοῦ θανάτου φωτίζεται καὶ ἡ θλίψη διαλύεται, καθὼς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς συναντᾷ τὸν θάνατο καὶ τὸν συντρίβει.
Ὁ θάνατος εἶναι ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονός, ποὺ φαίνεται νὰ τερματίζει τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς καὶ μᾶς κάνει νὰ φοβόμαστε γιὰ τὴν ὕπαρξή μας, ἀλλὰ καὶ νὰ πονᾶμε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπᾶμε, καθὼς φεύγουν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Ἂν, ὅμως, ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι διάλυση καὶ ἀφανισμός, τότε δὲν ὑπάρχει Θεός. Μία τέτοια θεώρηση τοῦ θανάτου εἶναι ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεὸς «θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. 1,13). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος, ἔστω καὶ ἂν φαίνεται πὼς εἶναι τὸ φυσιολογικὸ τέλος μιᾶς διαδικασίας φθορᾶς, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀφύσικος, διότι δὲν ἔχει τὴν ῥίζα του στὸν Θεό. Προέρχεται ἀπὸ μιὰ δύναμη ποὺ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἰσῆλθε στὸν κόσμο «διὰ τῆς ἁμαρτίας», κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Εἶναι τραγικό λάθος νὰ πιστέψουμε ὅτι ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία μᾶς συμφιλιώνει μὲ τὸν θάνατο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «διὰ τὸ ἀεὶ εἶναι». Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας δὲν μᾶς συμβιβάζουν μὲ τὸν θάνατο, ἀλλὰ μᾶς δίνουν τὴν δυνατότητα νὰ τὸν ὑπερνικήσουμε ἐν Χριστῷ. Ἐδῶ βρίσκεται ἠ οὐσία καί τό περιεχόμενο τῆς ἀποστολῆς τους. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ὁ «διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα» (Πράξ. ιζ΄ 25). Ὅσες φορὲς ὁ ἄνθρωπος θέλει μόνος του τὴν ζωή, δηλαδὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι γιὰ τὸν Θεό, ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καί, νομίζοντας ὅτι μπορεῖ νὰ ζήσει ἀφ’ ἑαυτοῦ, πεθαίνει. Τὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ παρουσία Του γεμίζει τὰ πάντα καὶ διαλύει τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Ζωὴ εἶναι ἡ σχέση καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του καὶ θάνατος ἡ ἄρνηση τῆς ἀγάπης Του. Τὰ βιολογικὰ φαινόμενα μεταμορφώνονται μέσα στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ζωὴ γιὰ τὸν πιστὸ δὲν εἶναι ἁπλὰ ἡ φυσικὴ ἐπιβίωση οὔτε θάνατος ἡ τελευταία πράξη της καὶ ὁ τερματισμός της. Εἶναι τὸ πέρασμα στὴν πραγματικότητα τῆς αἰωνιότητας, στὴν ὁλοκλήρωση τῆς ζωῆς. Τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς εἶναι δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἐκμηδενίζεται. Ὁ βιολογικὸς θάνατος παρουσιάζεται ὡς ἀναγκαῖο κακό, συνέπεια τῆς πτώσης μας. Γι’ αὐτὸ μπροστὰ στὴν τραγῳδία του θλιβόμαστε καὶ κλαῖμε (ἄλλωστε, ἃς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Χριστὸς δάκρυσε στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου καὶ δὲν χάρηκε, ποὺ σὲ λίγο θὰ τοῦ ἔδινε ζωή). Ἀλλὰ ἡ λύπη μας γιὰ τὸν χωρισμὸ δὲν εἶναι πένθος ἄλυτο, ἀπόγνωση καὶ ἀπελπισία. Ἡ λύπη μας ἔχει τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσμονὴ τῆς ἀνάστασης. Ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ κόσμος εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔγιναν, γιὰ νὰ πεθάνουν καὶ νὰ σβήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουν. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μᾶς λέει ὅτι, ὅταν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ χάνεται ἡ ὕπαρξή του, δὲν μπορεῖ νὰ ἐκμηδενίζεται ἡ ζωή, ἁπλῶς ἀναστέλλεται προσωρινά, «κοιμᾶται», γιὰ νὰ ξυπνήσει μεταμορφωμένη καὶ νὰ ἀναστηθεῖ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» στὴν αἰωνιότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Μὴ κλαῖε»∙ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ συνέχειά του, τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι μία ἀκόμη κοσμοθεωρία καὶ φιλοσοφία ἀνάμεσα στὶς τόσες πολλὲς γιὰ τὸν θάνατο. Δὲν εἶναι μιὰ φθηνὴ παρηγοριά, γιὰ νὰ ξεγελάσει τὴν τραγικὴ μοίρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης μὲ τὸ ψέμα της, ἀλλὰ εἶναι ζωὴ καὶ ἀλήθεια ποὺ σώζει.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὅπως καὶ ὁ πολιτισμός του, ἔστω καὶ ἂν ἔχει ἀκούσει τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα τῆς ἀνάστασης, δὲν φαίνεται νὰ τὸ ἀποδέχεται, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ τρόπος καὶ ἡ στάση ζωῆς του. Ζεῖ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει θάνατος, γιατί, ὅταν τὸν ἀντικρίζει, τρομάζει καὶ ἀπελπίζεται μέσα στὸν μηδενισμό του. Μόνο ἡ σταθερὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ζωὴ ποὺ κατάπιε τὸν θάνατο μᾶς δίνει τήν πληρότητα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας πού ἀναζητοῦμε. Ἀμήν.