Ο Σώζων ζούσε στα τέλη του 3ου αιώνα στη Λυκαονία της Μικράς Ασίας και ήταν βοσκός. Ονομαζόταν Ταράσιος, προτού γίνει χριστιανός και ως νεοφώτιστος στη νέα θρησκεία ήταν ιδιαίτερα μαχητικός (ζηλωτής).
Κάποτε, ενώ βρισκόταν στην Πομπηϊούπολη της Κιλικίας, είδε ένα ειδωλολατρικό άγαλμα και χωρίς να το πολυσκεφθεί έσπασε το χρυσό χέρι του, το πούλησε και τα έσοδα τα μοίρασε στους φτωχούς. Ο έπαρχος Μαξιμιανός αναστατώθηκε και φυλάκισε πολλούς ανεύθυνους με την υπόθεση. Όταν το έμαθε αυτό ο Σώζων, παρουσιάστηκε αυτοβούλως στις ρωμαϊκές αρχές και ανέλαβε την ευθύνη της πράξης του, τονίζοντας στον έπαρχο ότι η πώληση του άχρηστου αγάλματος ωφέλησε κάποιους φτωχούς ανθρώπους. Ο Μαξιμίνος εξοργίστηκε από την παρρησία των λόγων του νεαρού βοσκού και διέταξε να τον βασανίσουν και στη συνέχεια να τον ρίξουν στην πυρά, όπου ο Σώζων παρέδωσε το πνεύμα.