Τρεις είναι μόνο οι βαθμοί της ιεροσύνης, μου τόνισε ο Γέροντας: ο διάκονος, οι πρεσβύτερος, και οι Επίσκοπος. Όλα τα άλλα (Πατριάρχης, αρχιεπίσκοπος, αρχιμανδρίτης, πρωτοπρεσβύτερος κλπ.) είναι «οφίτσια». Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι και αυτός Επίσκοπος, ωστόσο έχει έναν ειδικό ρόλο στην Εκκλησία. Να διευκρινίσουμε καταρχήν ότι δεν είναι Πάπας, δηλαδή αλάθητος, ωστόσο ισχύουν γι’ αυτόν τα όσα προβλέπουν οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Με άλλα λόγια, πρέπει να αναγνωρίσουμε τα ιερά δίκαια του Οικουμενικού Θρόνου, το γνωστό «πρωτείο» τιμής («πρώτος μεταξύ ίσων») που έχει στην Εκκλησία. Τι θα πει όμως αυτό; Καταρχήν, ο Γέροντας με πληροφόρησε ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει το δικαίωμα να συγκαλεί τις Οικουμενικές Συνόδους, ώστε να αποφαίνονται δογματικά. Αυτές και μόνον αυτές.
Ωστόσο, κατά καιρούς έχει προσθέσει και τα εξής σημαντικά: όπως οι επίσκοποι ενός Πατριαρχείου οφείλουν να υποτάσσονται (όχι βέβαια στα δογματικά θέματα, μόνο στα διοικητικά, πράγμα που το τονίζει επανειλημμένως) στον Πατριάρχη τους, παρομοίως και όλοι οι Προκαθήμενοι οφείλουν σεβασμό και υπακοή στον Οικουμενικό Πατριάρχη, στον ρόλο του ως συντονιστή της όλης ανά τον κόσμο αγίας Ιεραρχίας. Αυτό θα πει, κατά την γνώμη μου, ότι πρωτεύει η ενότητα της Εκκλησίας, η οποία δεν σταματά καθόλου στο επίπεδο μιας Αυτοκέφαλης δικαιοδοσίας, αλλά περιλαμβάνει την καθόλου Εκκλησία. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, απευθυνόμενος σε κάποιους Αρχιερείς άλλων δικαιοδοσιών, κάποια φορά, είπε ότι είναι παντελώς λάθος η αντίληψη ότι η Καθόλου εκκλησία είναι δήθεν «ομοσπονδία Εκκλησιών». Αντιθέτως, είπε, αυτή αποτελεί ένα ενιαίο σώμα.
Παρομοίως, ο Γέροντας ανέφερε μια φορά, κάτι που σημαίνει το ίδιο με άλλα λόγια, ότι ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης κληρονόμησε, μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, την όποια εξουσία, μάλλον μέριμνα θα λέγαμε, είχε ο Αυτοκράτορας όσον αφορά την διαφύλαξη της ενότητας της Εκκλησίας. Έτσι, λοιπόν, η καθόλου Εκκλησία οφείλει να ενεργεί σαν ένα σώμα, και δεν πρέπει να υπάρχει διασκορπισμός των μελών, εξαιτίας της όποιας ανυπακοής στον Επίσκοπο, στον Προκαθήμενο, στον Οικουμενικό τέλος Πατριάρχη. Και φυσικά ως αληθή Εκκλησία ο Γέροντα αναγνωρίζει μόνο την Ορθόδοξη.
Ωστόσο, και αυτό το τονίζω με τον πλέον εμφατικό τρόπο, όλα αυτά δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με τον καθορισμό των δογμάτων. Ο Γέροντας μου έχει εξηγήσει επανειλημμένως ότι κανένας επίσκοπος δεν έχει σε μας το «αλάθητο», ούτε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο οποίος προεδρεύει μεν στις Συνόδους, άλλα δεν αποφασίζει μόνος του για τα δόγματα. Μόνον οι Άγιοι, αυτοί που έχουν τον πραγματικό φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (π.χ. Μέγας Αθανάσιος, Μέγας Βασίλειος κ.λπ.), είναι ικανοί να δογματίζουν απλανώς και να διδάσκουν εν αληθεία την όλη Εκκλησία. Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τα διοικητικά από τα δογματικά. Ωστόσο, και η διοικητική «τάξη» («πάντα κατά τάξιν γινέσθω» λέγει κάπου η Γραφή) δεν είναι κάτι δευτερεύον, γιατί αυτό που λέμε «υπακοή» δεν αποτελεί επουσιώδες πράγμα, άλλα υπέρτατη αρετή. Πρέπει να μάθουμε να υπακούμε απαραιτήτως στην αγία Ιεραρχία.
Υπέρτατη αρχή στην Εκκλησία για τα δογματικά θέματα είναι η Οικουμενική Σύνοδος. Ωστόσο, επισήμανα στον Γέροντα ότι δεν είναι τακτικός θεσμός, προκειμένου να κυβερνάται η Εκκλησία κατ’ αυτόν τον τρόπο. Είπε ότι «για τα τρέχοντα θέματα υπάρχει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος και ανάλογοι θεσμοί σε κάθε τοπική εκκλησία. Αν τώρα προκύψει κάποιο έκτατο, πολύ σοβαρό δογματικό θέμα, μη λυμένο από Οικουμενικό Σύνοδο, τότε κάθε τοπική εκκλησία, που πρώτιστος σκοπός της είναι να αγρυπνεί δογματικά (συμβαίνει βέβαια μερικές εκκλησίες να είναι ορισμένες φορές εμπερίστατες), τότε πρέπει οπωσδήποτε, είναι υποχρεωμένη να συμμετάσχει σε Οικουμενική Σύνοδο». Αν τώρα, εννοεί ο Γέροντας, μια τοπική εκκλησία αδιαφορεί περί τα δογματικά, παραμελεί την υποχρέωσή της να παρευρίσκεται σε τέτοιες συνάξεις, καθώς δόγμα και ζωή συνάπτονται στενά, δημιουργείται σοβαρό πρόβλημα. Προέχει η αίσθηση πάντων ότι ανήκουμε όλοι σε μία και μόνο μία Εκκλησία, αυτήν που όντως ίδρυσε ο Χριστός.