Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Θ' (ΕΝΑΤΟ) ΑΙΩΝΑ
Ως τις αρχές του Θ' (ένατου) αιώνα είχαν περάσει ήδη περισσότερα από χίλια εκατό χρόνια, αφ' ότου ιδρύθηκε η πόλη της Θεσσαλονίκης (315 π.Χ.)· κατά το χρονικό αυτό διάστημα η πόλη είχε δει μέρες λαμπρής δόξας και δεινών συμφορών, αλλά έμενε πάντοτε φημισμένη και υπερήφανη.
Ως πρωτεύουσα του Ιλλυρικού κατά τη βυζαντινή εποχή χρειάστηκε να κάνει μεγαλειώδεις αγώνες για να προφυλάξει τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό από τους βαρβάρους που έρχονταν αδιάκοπα από τον βορρά· τους Γότθους, τους Ούννους, τους Αβάρους, τους Σλάβους.
Προστάτης σε αυτούς τους αγώνες τους υπήρξε ο πανένδοξος μάρτυρας Δημήτριος, ο οποίος εμφανιζόταν πάνω στα τείχη της πόλεως με λευκή χλαμύδα και ενίσχυε τους αμυνόμενους κάθε φορά που οι επιδρομείς στένευαν την πολιορκία. Γι' αυτό οι Θεσσαλονικείς δεν παρέλειπαν ευκαιρία να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη τους προς τον λυτρωτή Άγιο, όπως βλέπουμε και στην επιγραφή που βρέθηκε στο ναό του.
Κτίστας θεωρείς τον πανενδόξου δόμου
εκείθεν Ένθεν μάρτυρος Δημητρίου,
του βάρβαρον κλύδωνα βαρβάρων στόλων
μετατρέποντος και πάλιν λυτρωμένου.
Στα τέλη του Ζ' (έβδομου) αιώνα οι επιδρομές έληξαν και η Θεσσαλονίκη εισήλθε σε περίοδο νέας ακμής. Ως τότε ο Άγιος Δημήτριος προφύλασσε την πόλη από τις επιδρομές των βαρβάρων με δύναμη, αλλά έκτοτε την ενισχύει στο έργο της εξημέρωσης των βαρβάρων με το λόγο και το πνεύμα. Δεν ήταν άγνωστο το έργο αυτό στη χριστιανική παράδοση της πόλης, η οποία κατά τους αποστολικούς χρόνους αποτελεί κέντρο μετάδοσης του Ευαγγελίου στον Ελληνικό χώρο. Γι' αυτό ο Απόστολος Παύλος έγραψε προς τους Θεσσαλονικείς τους εγκωμιαστικούς αυτούς λόγους: «ώστε γενέσθαι υμάς τύπους πάσι τοις πιστεύουσιν εν τη Μακεδονία και εν τη Αχαΐα αφ' υμών γάρ εξήχηται ο λόγος του Κυρίου ου μόνον εν τη Μακεδονία και εν τη Αχαΐα, αλλά και εν παντί τόπω η πίστις υμων η προς τον Θεόν εξελήλυθεν, ώστε μη χρείαν ημάς έχειν λαλείν τι». Οι λόγοι αυτοί επρόκειτο να επαληθεύσουν και πάλι κατά τους χρόνους των μεγάλων ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Ο λόγιος ιερέας Ιωάννης Καμενιάτης στις αρχές του Γ' (τρίτου) αιώνα περιγράφει την πόλη και τα περίχωρά της με ζωηρά χρώματα. Πλούσιες πεδιάδες, λέει, ανοίγονται προς τις δύο πλευρές του όρους Χορτιάτη. Η περιοχή προς το βορρά καταλαμβάνεται σε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό από δύο λίμνες που έχουν αφθονία ψαριών και το υπόλοιπο μέρος καλλιεργείται ή βόσκεται από τα χρήσιμα ζώα. Η πεδιάδα που εκτείνεται στο νότιο μέρος του βουνού και ανατολικά της πόλης χαρακτηρίζεται από απερίγραπτη ομορφιά, με χωράφια, αμπέλια, κήπους, πυκνά δάση, άφθονα νερά. Πολυάριθμα μοναστήρια στους πρόποδες του βουνού και την πεδιάδα ομορφαίνουν τα μάτια των περαστικών και των επισκεπτών. Άλλη, όμως, πεδιάδα εξίσου καρποφόρα εκτείνεται στα δυτικά της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη ήταν τότε μεγάλη και πολυάνθρωπη. Περιβαλλόταν από τείχη ισχυρά και προπύργια. Πλήθη λαού κατέκλυζαν την αγορά και τη μεγάλη λεωφόρο που διαχώριζε σε δύο τμήματα την πόλη. Η οικονομική της άνθηση την είχε καταστήσει κέντρο έλξεως του ενδιαφέροντος των εμπόρων και της αρπακτικής διάθεσης των πειρατών από τα πέρατα της γης.
Μεγαλοπρεπείς ναοί και επιβλητικά δημόσια κτίρια διακοσμούσαν τις πλατείες της και δέχονταν τα πλήθη για ικανοποίηση των θρησκευτικών και των κοινωνικών αναγκών τους. Τον αρχιεπισκοπικό της θρόνο τίμησαν τότε δύο διάσημοι άνδρες από ξένες επαρχίες, Ιωσήφ ο Υμνογράφος και Λέων ο Μαθηματικός, ο μετέπειτα πρύτανης του πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης.
Αλλά το φωτεινό στεφάνι της δόξας της έπλεξαν τα δύο δικά της τέκνα, Κύριλλος και Μεθόδιος.
ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Οι γονείς των δύο αδελφών ήταν ευγενικής καταγωγής. Ο πατέρας τους Λέων υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη ως δρουγγάριος, δηλαδή ως χιλίαρχος, και έπειτα προβιβάστηκε σε στρατηγό. Συγκέντρωσε τότε στα χέρια του την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία της Μακεδονίας. Είχαν εφτά παιδιά, εκ των όποιων το τελευταίο, ο Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 827. Ο Μεθόδιος ίσως να είχε γεννηθεί το 820.
Η ατμόσφαιρα ευσέβειας που επικρατούσε στο σπίτι του Λέοντα έδωσε στους δύο αδελφούς την πρώτη ώθηση προς τις πνευματικές ενασχολήσεις. Τα βήματά τους οδηγούνταν συχνά στους περίφημους ναούς της πόλης, στην Αχειροποίητο και την Αγία Σοφία, και πολύ συχνότερα στο ναό του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, του οποίου τη λιτανεία παρακολουθούσαν κάθε χρόνο στη μεγάλη λεωφόρο. Άλλοτε πάλι έβγαιναν έξω από τα τείχη για να επισκεφτούν τα πολυάριθμα μοναστήρια που ήταν διασκορπισμένα στην ύπαιθρο. Η συμμετοχή τους στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας καλλιέργησε και εξευγένισε το χαρακτήρα τους.
Όταν πέθανε ο πατέρας τους, ο Μεθόδιος είχε τελειώσει τις σπουδές του. Είχε παρακολουθήσει πρόγραμμα μαθημάτων που προορίζονταν για αυτούς που είχαν εκπαιδευτεί για να καταλάβουν θέση στην ανώτερη κρατική υπαλληλία. Από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα διορίστηκε διοικητής «σκλαβηνίας», δηλαδή επαρχίας της ελληνικής αυτοκρατορίας που κατοικούταν κατά πλειονότητα από σλαβικούς πληθυσμούς, που είχαν εισβάλει ειρηνικά και είχαν καταλάβει αραιοκατοικημένες περιοχές. Εκεί επιδόθηκε συστηματικότερα στην εκμάθηση της σλαβικής γλώσσας, της οποίας στοιχεία γνώριζε ήδη από τους σλαβικής καταγωγής υπηρέτες της οικογένειάς του.
Έπειτα από μερικά χρόνια εγκατέλειψε αυτό το αξίωμα, για να αποσυρθεί στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Το όρος αυτό ήταν τότε ό,τι αργότερα έγινε ο Άθως: όρος των μοναχών. Εγκαταστάθηκε λοιπόν σε ένα από τα μοναστήρια του και επιδόθηκε με ζήλο στην άσκηση, την προσευχή και τη μελέτη της θεολογίας.
Ο Κωνσταντίνος, που μετονομάστηκε σε Κύριλλος τις τελευταίες μέρες της ζωής του, επέδειξε από μικρή ηλικία αξιόλογη ικανότητα στη μάθηση. Σε ηλικία 14 ετών, όσο ήταν όταν πέθανε ο πατέρας του, γνώριζε από μνήμης τα συγγράμματα του Γρηγορίου του Θεολόγου. Αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του στο εκεί πανεπιστήμιο, το οποίο μόλις τότε είχε επανιδρυθεί και λειτουργούσε υπό τη διοίκηση του διακεκριμένου επιστήμονα Λέοντα του Μαθηματικού, πρώην αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Φιλοξενούταν στην πρωτεύουσα και είχε ως κηδεμόνα τον λογοθέτη του δρόμου, δηλαδή πρωθυπουργό, Θεόκτιστο, που ήταν συγγενής του. Κοντά στον Λέοντα και τον Φώτιο σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, μουσική, ρητορική, φιλολογία, διαλεκτική και φιλοσοφία. Ιδιαίτερη επίδοση είχε στη γλωσσομάθεια. Υπήρξε φαινόμενο πολυγλωσσίας, όχι μόνο για εκείνη την εποχή, κατά την οποία ήταν άγνωστες οι μέθοδοι διδασκαλίας ξένων γλωσσών, αλλά και για όλες τις εποχές· διότι εκτός από την ελληνική γνώριζε τη σλαβική, τη συριακή, την εβραϊκή, τη σαμαρειτική, την αραβική, τη χαζαρική (τουρκική), τη λατινική, πιθανώς όμως και άλλες γλώσσες.
Αντίθετα από τον αδελφό του ο Κωνσταντίνος δεν εγκατέλειψε την πρωτεύουσα, μολονότι κάποια στιγμή σκέφτηκε να τον μιμηθεί πηγαίνοντας σε ασκητήριο του Βοσπόρου. Χειροτονήθηκε ιερέας, διορίστηκε βιβλιοθηκάριος του πατριαρχείου και τέλος αναδείχτηκε σε καθηγητή της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Από τότε ονομαζόταν Κωνσταντίνος ο Φιλόσοφος. Ζούσε όμως και αυτός ασκητικά.
Οι δύο αδελφοί προετοιμάζονταν για τις μεγάλες αποστολές, στις οποίες επρόκειτο να κληθούν. Κατείχαν αξιόλογη ικανότητα για δράση και είχαν αποκτήσει αξιοζήλευτη επιστημονική κατάρτιση. Αναζητούσαν και κάτι άλλο, την πνευματική τελειότητα. Στα μοναχικά τους κελιά κατόρθωναν να ανεβαίνουν προς τον Θεό με την προσευχή και η άνοδος ήταν γι' αυτούς μία διαρκής εμπειρία. Ήταν άνθρωποι κατά το σώμα και άγγελοι κατά την ψυχή.
Η ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Το ελληνικό Βυζάντιο βρισκόταν εδώ και διακόσια χρόνια σε κατάσταση συμπτύξεως (μείωσης της εδαφικής του έκτασης) που οφειλόταν σε τρία αίτια: πρώτα στις αδιάκοπες επιδρομές βαρβαρικών λαών, ιδίως από το Βορρά και το Νότο, που προκαλούσαν πληγές συνεχούς αφαίμαξης· δεύτερον, στην αποστροφή προς τις κατακτήσεις ξένων εδαφών που προερχόταν από την επιθυμία του να συντηρεί την προγονική κληρονομιά και να τη μεταδίδει προς τα έξω· και τρίτο, στην εκατονταετή εμφύλια έριδα για τις εικόνες. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλευόμενοι αφ' ενός οι Άραβες με μία απροσδόκητη αφύπνιση, αφ' ετέρου οι Σλάβοι με μία μακροχρόνια και μεθοδική διείσδυση, κατόρθωσαν να στερήσουν από το Βυζάντιο πολλές από τις πλουσιότερές του επαρχίες, όπως είναι η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη, η Συρία και μεγάλα τμήματα της Θράκης και της Ιλλυρίας.
Κάτω από συνεχή πίεση βρισκόταν επίσης και ο Χριστιανισμός κατά την ίδια περίοδο. Ενώ από την εποχή της κατάπαυσης των διωγμών μέχρι την εμφάνιση των παραπάνω λαών στα σύνορα της αυτοκρατορίας η Χριστιανική θρησκεία είχε κατορθώσει να επεκταθεί στα βάθη της Αφρικής και στα απώτερα σημεία της Ασίας, έκτοτε υποχωρεί ραγδαίως και χάνει τη μία μετά την άλλη όλες σχεδόν τις θέσεις της στις ηπείρους αυτές, μέχρι και στις βόρειες περιοχές της Χερσονήσου του Αίμου.
Στα μέσα του ένατου (Θ') αιώνα παρατηρείται ριζική μεταβολή των πραγμάτων, που συνέπεσε με την κατάπαυση της εικονομαχίας. Κάτω από την ηγεσία τριών ανδρών, του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ', του πρωθυπουργού Βάρδα και του πατριάρχη Φωτίου, ο βυζαντινός ελληνισμός στο εσωτερικό ανασυντάσσεται, στρατιωτικά αναδιοργανώνεται και πνευματικά αναγεννιέται. Αυτή η πνευματική αναγέννηση είναι η κύρια δύναμη που κίνησε ολόκληρη την ανοδική πορεία του κράτους.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟΥΣ ΣΑΡΑΚΗΝΟΥΣ
Στο πρόγραμμα περιλαμβανόταν και η αντιμετώπιση των Μουσουλμάνων, οι οποίοι, αφού άρπαξαν τις πλούσιες εκείνες περιοχές της αυτοκρατορίας, δεν έπαυσαν ποτέ να ενεργούν επιδρομές στις ανατολικές της επαρχίες με κύριο σκοπό τη λεηλασία. Υπό την κυριαρχία των μουσουλμάνων Αράβων ζούσαν ακόμη πολλά εκατομμύρια χριστιανοί. Έπρεπε οι άνθρωποι αυτοί να πάρουν θάρρος και οι κατακτητές να αναγκαστούν να τους συμπεριφέρονται ηπιότερα. Αλλά τα βυζαντινά όπλα δεν μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά την κατάσταση.
Το 856 στάλθηκε στο χαλιφάτο της Βαγδάτης ο Φώτιος για πολιτικές διαπραγματεύσεις. Έπειτα από λίγα χρόνια, ίσως το 860, ανατέθηκε άλλη αποστολή στον Κωνσταντίνο, η οποία απέβλεπε στη βελτίωση της θέσης των εκεί χριστιανών με τις συζητήσεις που θα γίνονταν με τον Χαλίφη Μουταβακκήλ. Υπήρχε ελπίδα ότι θα ήταν δυνατή η κάμψη του φανατισμού και της ορμής των Αράβων με το λόγο, αλλά περισσότερο υπήρχε ελπίδα ότι το φρόνημα των υπόδουλων χριστιανών θα αναπτερωνόταν με την είδηση ότι κάποιος δυναμικός ομόθρησκός τους επισκέφτηκε την πρωτεύουσα του χαλιφάτου και ντρόπιασε τους μουσουλμάνους θεολόγους.
Έφτασε στην πρωτεύουσα του χαλιφάτου μαζί με ένα γραμματέα σε εποχή έξαρσης των πιέσεων και διώξεων κατά των χριστιανών. Μεταξύ των άλλων οι δυνάστες είχαν υποχρεώσει τους χριστιανούς να ζωγραφίσουν στις πόρτες των σπιτιών τους τη μορφή του διαβόλου. Κατά την επίσκεψή του ο Κωνσταντίνος ρωτήθηκε ειρωνικά από μουσουλμάνους τι σήμαινε η απεικόνιση αυτή. Απάντησε με χαρακτηριστική ευστροφία: «Βλέπω παραστάσεις διαβόλων και συμπεραίνω ότι στο εσωτερικό αυτών των σπιτιών κατοικούν χριστιανοί· επειδή, δηλαδή, οι διάβολοι δεν μπορούν να συμβιώσουν με αυτούς, βγήκαν έξω από τα σπίτια. Όπου δε βλέπω τις παραστάσεις αυτές, εκεί προφανώς οι διάβολοι κατοικούν μέσα».
Σε συζήτηση με μουσουλμάνους θεολόγους κατά τη διάρκεια συμποσίου ο Κωνσταντίνος έθιξε ένα από τα σπουδαιότερα σημεία διαφορών μεταξύ των δύο θρησκειών. Οι Χριστιανοί, είπε, βαδίζουν προς την απόκτηση της τελειότητας με ηθικούς αγώνες και δοκιμάζουν μεταπτώσεις στο δρόμο τους, αλλά τα επιτεύγματά τους είναι πιο πνευματικά. Οι Μουσουλμάνοι δεν αγωνίζονται ηθικά, διότι ο θρησκευτικός νόμος τους δεν έχει απαγορεύσεις, γι' αυτό δεν μπορούν να προκόψουν σε ήθος.
Η αποστολή του Κωνσταντίνου στο αραβικό κράτος έφερε κάποια ανακούφιση στους εκεί χριστιανούς. Κατά την επιστροφή του αυτός πέρασε από το ασκητήριο του αδελφού του Μεθοδίου, στον Όλυμπο, και έμεινε λίγο χρόνο μαζί του για ανάπαυση.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Η προηγούμενη αποστολή του Κωνσταντίνου δεν υπήρξε τυχαίο και μεμονωμένο γεγονός. Εδώ και δύο αιώνες και ο Χριστιανισμός και η ελληνική αυτοκρατορία μίκραινε λόγω της αραβικής επίθεσης. Τώρα ήταν καιρός ν' αφυπνιστούν και από τη μακραίωνη σύμπτυξη να έρθουν σε απότομη ανάπτυξη. Δυστυχώς η απόπειρα επέκτασης προς την Ανατολή δεν έφερε αποτελέσματα. Αλλά αν ο Χριστιανισμός έχασε έδαφος στο Νότο και στην Ανατολή εξαιτίας της αιματηρής βίας των Μουσουλμάνων, υπήρχε χώρος δράσης στο Βορρά.
Ο πατριάρχης Φώτιος αντιλήφτηκε εγκαίρως ότι οι Σλάβοι και οι Τούρκοι του Βορρά, οι Χαζάροι, έχοντας έρθει σε επαφή με τους Έλληνες από παλιά, ήταν πλέον ώριμοι να κερδηθούν και να μπουν στην ομάδα των χριστιανικών λαών και συγχρόνως στον κύκλο της πολιτισμένης ανθρωπότητας.
Για την ασφαλή θεμελίωση κάθε προσπάθειας προς την κατεύθυνση αυτή έπρεπε να προηγηθεί προσεκτική μελέτη των θεσμών των σλαβικών ιδίως λαών, λογοτεχνική διαμόρφωση της σλαβικής γλώσσας και μετάφραση των απαραίτητων βιβλίων σε αυτήν. Για την προετοιμασία αυτού του έργου ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη ειδικό κέντρο σλαβικών μελετών, στο οποίο εκπαιδεύτηκαν ιεραπόστολοι και εκπολιτιστές. Προϊστάμενος του κέντρου ορίστηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ και τον Φώτιο ο Κωνσταντίνος, ο οποίος στο εξής ανέλαβε τη διοργάνωση κάθε διαφωτιστικής αποστολής
Τον Ιούνιο του 860 πολυάριθμα ρωσικά στρατεύματα ενήργησαν εισβολή απίθανης αγριότητας στην Κωνσταντινούπολη με μονόξυλα. Ο Φώτιος τη χαρακτηρίζει ως εξής σε ομιλία του: «το παράλογο της επίθεσης, το απροσδόκητο της ταχύτητας, η απανθρωπιά της βαρβαρικής φυλής, η σκληρότητα της συμπεριφοράς και η επιθετική σκέψη παρουσιάζουν τη συμφορά σαν κεραυνό που στάλθηκε από τους ουρανούς». Ευτυχώς η εισβολή αποκρούστηκε τόσο απροσδόκητα όσο είχε ενεργηθεί.
Οι Ρώσοι ήταν σλαβικό έθνος υποταγμένο τότε στη μικρή σκανδιναβική φυλή, τους Βαράγγους, που είχαν κατέβει από τη λίμνη Λάδογα. Αν και οι Ρώσοι ήταν υπόδουλοι, η γλώσσα τους επικράτησε και τελικά οι Βαράγγοι αφομοιώθηκαν με αυτούς. Κατείχαν τότε το χώρο μεταξύ των μεγάλων ποταμών Δνειπέρου και Δον. Κατά την εισβολή τους στην πρωτεύουσα της ελληνικής αυτοκρατορίας, τη πολυθρύλητη Τσάργραδ, είδαν όλη τη λάμψη της και κατά την απόκρουσή τους έμαθαν εκ πείρας όλη τη δύναμή της.
Αντιλήφτηκαν, λοιπόν, ότι ήταν προτιμότερο να έχουν τη φιλία παρά την έχθρα των Ελλήνων. Και το Βυζάντιο τους διευκόλυνε σε αυτό. Θα ήταν πολύ χρήσιμο να σταλεί αντιπροσωπεία ικανή να θέσει τις βάσεις για τον εκχριστιανισμό των Σλάβων του Βορρά, αλλά και των Χαζάρων που βρίσκονταν στα ανατολικά τους. Αυτό θα ήταν επίσης ωφέλιμο και από πολιτικής πλευράς· διότι ο Χριστιανισμός έφερε πάντοτε εξημέρωση ηθών και μέχρι ενός σημείου κατεύνασε τις επιθετικές διαθέσεις των βαρβάρων που δέχονταν.
Ο αυτοκράτορας και ο Φώτιος δεν μπορούσαν να βρουν άλλον πιο κατάλληλο από τον Κωνσταντίνο. Αυτός, αν και είχε επιστρέψει από την αποστολή του στους Άραβες μόλις πριν από μικρό χρονικό διάστημα, δέχτηκε χωρίς δισταγμό την εντολή, και πήρε μαζί του τον Μεθόδιο, ο οποίος φαίνεται ότι τον είχε ακολουθήσει από τον Όλυμπο στην πρωτεύουσα. Ο Μεθόδιος ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τον Κωνσταντίνο, αλλά υποτάχθηκε σε εκείνον, επειδή ήταν πιο αρμόδιος για την ιεραποστολή. Αυτός εργαζόταν περισσότερο με την προσευχή, εκείνος με το λόγο. Αλλά αργότερα έγινε και αυτός πολύ ικανός οργανωτής.
Οι δύο αδελφοί πήγαν με πλοίο στη Χερσώνα της Κριμαίας. Το καθεστώς της Κριμαίας ήταν πολύ ρευστό: ανατολικά τους κυριαρχούσαν οι Χαζάροι, βόρεια οι Ρώσοι και δυτικά οι Ούγγροι, ενώ ομάδες αυτών των φύλων κατοικούσαν και μέσα στη Χερσόνησο. Είχαν απομείνει εκεί επίσης αρκετοί Έλληνες κάτοικοι και μερικοί μοναχοί.
Μία ημέρα, κατά την οποία οι ιεραπόστολοι βρίσκονταν σε ένα ελληνικό μοναστήρι και τελούσαν λειτουργία, επιτέθηκε πλήθος Ούγγρων, έτοιμο να τους κατασπαράξει. Οι αδελφοί δεν ταράχτηκαν καθόλου. Είπαν μόνο το «Κύριε ελέησον» και συνέχισαν τη λειτουργία. Όταν οι επιδρομείς είδαν ότι δε φοβούνται, έμειναν έκπληκτοι και δεν τους πείραξαν.
Στην Κριμαία ο Κωνσταντίνος έδωσε δείγματα της επίδοσής του σε γλωσσικά και μεταφραστικά έργα. Συνάντησε μορφωμένους ραββίνους και κοντά τους είχε την ευκαιρία να βελτιώσει τις γνώσεις του στην εβραϊκή γλώσσα. Εκεί μετέφρασε και την εβραϊκή γραμματική, η οποία τώρα για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή της. Συνάντησε, επίσης, γέροντα Σαμαρείτη, που του έδειξε τη βίβλο της κοινότητάς του, δηλαδή τη σαμαρειτική Πεντάτευχο, την οποία αυτός κατόρθωσε να διαβάσει.
Μεταξύ των Ρώσων βρήκε περικοπές των Ευαγγελίων και των Ψαλμών μεταφρασμένες στη σλαβική γλώσσα με συριακούς χαρακτήρες. Τότε για ακόμη μία φορά κατάλαβαν ότι χρειαζόταν καινούριο αλφάβητο, ικανό να αποδώσει όλους τους φθόγγους της σλαβικής γλώσσας.
Πριν προχωρήσουν ανατολικά, ανέσυραν από τη θάλασσα το λείψανο του Αγίου Κλήμη, επισκόπου Ρώμης. Σύμφωνα με παλιά παράδοση, ο Κλήμης είχε εξοριστεί στη Χερσώνα το 100 μ.Χ. και οι δεσμώτες του τον είχαν ρίξει στη θάλασσα δένοντας στο λαιμό του μία πέτρα. Οι αδελφοί πήγαν τα λείψανα στο ναό της Χερσώνας και πήραν μαζί τους μέρος από αυτά, το οποίο μετέφεραν αργότερα στη Ρώμη. Ο Κωνσταντίνος έγραψε προς τιμή του Κλήμη Βίο, Λόγο Πανηγυρικό και Ύμνους.
Τα αποτελέσματα αυτής της αποστολής υπήρξαν σπουδαία. Δεν προχώρησαν στο εσωτερικό της χώρας των Ρώσων, αλλά ήρθαν σε επαφή με εκπροσώπους τους στην Κριμαία και σε περιοχές βόρεια της πόλης. Οι Ρώσοι επέτρεπαν πλέον ελεύθερα στους ιεραποστόλους να εισέρχονται στη χώρα τους και δέχτηκαν επίσκοπο. Έτσι, τέθηκαν γερές βάσεις για τον ολοκληρωτικό εκχριστιανισμό της αχανούς χώρας τους κατά τον επόμενο αιώνα.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΧΑΖΑΡΙΑ
Μετά από πολύμηνη διαμονή στην Κριμαία οι ιεραπόστολοι πήγαν στη Χαζαρία. Εκείνη ακριβώς την εποχή ο ηγεμόνας των Χαζάρων ζήτησε με αντιπροσωπεία την αποστολή στη χώρα του, για να αποδείξει την υπεροχή του Χριστιανισμού έναντι της ιουδαϊκής και της μωαμεθανικής θρησκείας, ώστε να τον δεχτεί ο λαός του.
Οι δύο αδελφοί είχαν πάρει εντολή να επισκεφτούν και τη χώρα του. Οι Χαζάροι, φύλο της τουρκικής οικογένειας, κατείχαν τότε την περιοχή από την Κριμαία μέχρι τον Κάτω Βόλγα και από τον Εύξεινο μέχρι την Κασπία. Είχαν εκπολιτιστεί σε μεγαλύτερο βαθμό από τα άλλα τουρκικά φύλα και η χώρα τους ήταν πόλος έλξης για Έλληνες, Άραβες και Ιουδαίους εμπόρους.
Διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με του Βυζαντινούς από τον έβδομο (Ζ') αιώνα. Ο Ιουστινιανός ο Β' κατέφυγε εκεί και παντρεύτηκε μία από τις κόρες του ηγεμόνα τους, του Χαγάνου. Μετά από λίγες δεκαετίες η κόρη άλλου Χαγάνου, η Ειρήνη, έγινε σύζυγος του Κωνσταντίνου του Ε'. Τώρα οι ηγεμόνες τους αισθάνονταν την ανάγκη να συνδεθούν στενότερα με αυτούς. Ένα μέσο ήταν να δεχτούν τη χριστιανική θρησκεία. Πίστευαν σε ένα Θεό, προφανώς ως έμμεση επίδραση από τον Χριστιανισμό. Ήδη όμως μεταξύ του λαού είχε αρχίσει η διάδοση του Ιουδαϊσμού και του Μωαμεθανισμού. Ό,τι έχανε η ειδωλολατρία το κέρδιζαν αυτοί. Ήταν, λοιπόν, επείγουσα η ανάγκη της αντίδρασης.
Ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος έφυγαν από τη Χερσώνα με πλοίο και αποβιβάστηκαν στις ανατολικές ακτές του Εύξεινου. Πρωτεύουσα της Χαζαρίας ήταν η Ίτιλ, αλλά ο Χαγάνος έμενε άλλοτε και στη Σάρκελ, πόλη κοντά στον Εύξεινο, την οποία είχαν κτίσει βυζαντινοί αρχιτέκτονες.
Στο τραπέζι του Χαγάνου έγιναν διαδοχικές συζητήσεις με εκπροσώπους πρώτα του Ιουδαϊσμού, έπειτα και του Μωαμεθανισμού, τους οποίους και κατατρόπωσαν. Προκλήθηκε μεγάλη εντύπωση. Διακόσιοι επίσημοι άντρες βαπτίστηκαν αμέσως από τους ιεραποστόλους και άλλοι δήλωσαν ότι θα τους μιμηθούν αργότερα. Το ίδιο δήλωσε και ο Χαγάνος με επιστολή του προς τον αυτοκράτορα.
Οι ιεραπόστολοι επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη πάλι δια μέσου της Χερσώνας.