Ὁ Δεσπότης Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ Μονογενής, ἀπό δική του πρωτοβουλία, χωρίς νά ἀναγκασθεῖ ἀπό κάποιον ‒ἀφοῦ ἀνέβηκε στό Σταυρό, καί ἁπλώνοντας τά χέρια, ἀποκατέστησε τή δικαιοσύνη ὑπέρ ὅλης τῆς κτίσεως, καί ἀφοῦ ἔτσι κατετρόπωσε ὅλες τίς ἀόρατες καί πονηρές δυνάμεις μέ τό Πάθος στό ὁποῖο ὑπέβαλε τό σῶμα του‒ θέλησε νά γευθεῖ ἡ ἁγία του σάρκα τήν τριήμερη νέκρωση γιά χάρη ὅλης τῆς φύσεως, ὥστε νά χαρίσει διά μέσου αὐτῆς στό νεκρωμένο γένος τήν ἀθανασία. Καί μάλιστα, ἀφοῦ ἔγειρε τήν ἁγία κεφαλή του, διέταξε σάν δοῦλο τό θάνατο νά προσέλθει στή σάρκα.
Ἔφθασε ἀμέσως ὡς δοῦλος ὁ θάνατος, ὑπηρετώντας τό δεσποτικό πρόσταγμα, καί κράτησε τό σῶμα, πού τοῦ δόθηκε ἄδεια νά λάβει. Ὅταν δέ κρατήθηκε ἀπό τό θάνατο τό σῶμα ἐκεῖνο, τό φοβερό γιά τά Χερουβίμ καί φρικτό γιά τά Σεραφίμ, ὅπως θέλησε ὁ Κύριος τοῦ σώματος, ἔτρεξε ἡ ψυχή τοῦ Σωτήρα νά εὐαγγελισθεῖ στίς ψυχές τήν ἀπολύτρωσή τους.
Ἡ δέ Θεότης του ἔμενε καί στό σῶμα καί στήν ψυχή, διότι δέν χωρίσθηκε κατ’ οὐδένα τόπο καί τρόπο ἡ θεότητα ἀπό τήν ἀνθρωπότητα μετά τήν ἕνωσή τους. Ἀλλά καί στούς οὐρανούς ἦταν καί στόν τάφο παρευρίσκετο, χωρίς νά ἐπηρεασθεῖ καθόλου, διατηρώντας ἄφθαρτη τήν περιβολήν της.
Μετά τή φρικτή αὐτή οἰκονομία, κάποιος εὐγενής καί πλούσιος ἄνδρας, ὁ Ἰωσήφ, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία καί εἶχε γίνει μαθητής τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀποδίδοντας στό διδάσκαλό του, τό τελευταῖο χρέος μετά τήν τελευτή του, παρουσιάσθηκε στόν Πιλάτο παρακαλώντας τον καί λέγοντας: Γιά ἕνα νεκρό κάμω αὐτή τήν παράκληση, συκοφαντημένο ἀπό τούς ἐχθρούς καί, στόν καιρό τοῦ πάθους, ἐγκαταλελειμμένο ἀπό τούς φίλους.
Γιά ἕνα νεκρό ἱκετεύω, πού δέν ἔχει ἀποκτήσει οὔτε χρυσάφι οὔτε ἀσήμι οὔτε στρατιῶτες οὔτε συμμάχους οὔτε σωματοφύλακες, παρά μόνο μιά φτωχή μητέρα, ἡ ὁποία πλούτισε μέ τόν τοκετό της. Γιά ἕνα νεκρό πρεσβεύω πού πέθανε μέ τήν θέλησή του. Ἐπειδή, ἄν δέν ἤθελε, δέν θά εἶχε πεθάνει.
Ἄς κατεβεῖ λοιπόν ἀπό τόν σταυρό αὐτός πού σέ τίποτε κανέναν δέν ἀδίκησε, ἀλλά ἀντίθετα μυριάδες ἀνθρώπους εἶχε τιμήσει μέ εὐεργεσίες. Χάρισέ μου ἕνα δῶρο, ἀπό τό ὁποῖο δέν ἔχεις καλύτερο. Χάρισέ μου ἕνα δῶρο πού θά κάνει εὐτυχισμένο ἐμένα πού θά τό δεχθῶ. Δώρησέ μου τοῦτο τόν ζωοποιό νεκρό, καί ἐγώ παίρνοντάς Τον, νά τόν καλύψω στή γῆ. Δώρησέ μου τό τρισμακάριο σῶμα, τοῦ ὁποίου τόν θάνατο πένθησε ἡ κτίση.
Δώρησέ μου τό σῶμα ἀπό τό ὁποῖο σχίσθηκαν οἱ πέτρες, ἐκδηλώνοντας μέ τό ρῆγμα τό πένθος τους. Νά καταφιλήσω τά τραύματα τῶν ἁγίων χεριῶν, ἀπό τά ὁποῖα θεραπεύθηκαν τά τραύματα τῆς ψυχῆς μας. Νά ψηλαφήσω ἐκείνη τήν ἄχραντη πλευρά, ἀπό τήν ὁποία πήγασε αἷμα μυστικό καί ὕδωρ ἀναγεννήσεως.
Νά ἐνταφιάσουν τά χέρια αὐτά ἐκεῖνον πού πρόκειται νά λύσει τοῦ θανάτου τά σπάργανα. Νά κηδεύσουν τά ἁμαρτωλά τοῦτα δάκτυλα ἐκεῖνον πού ἔπραξε καί δίδαξε κάθε δικαιοσύνη. Νά ἀγγίξω τήν ἀναμάρτητη σάρκα, πού τρισμακάριος εἶναι αὐτός πού τήν ἀγγίζει μέ πίστη. Νά ὁδηγήσω στό μνῆμα αὐτόν πού θά ἀνοίξει τά μνημεῖα τῶν νεκρῶν. Νά δώσω σ’ αὐτούς πού ἔφυγαν ἀπό τή ζωή, τήν πηγή τῆς Ἀναστάσεως. Νά ἀνάψω καί σ’ αὐτούς πού κρατεῖ ὁ Ἅδης τό λύχνο τῆς Ἀναστάσεως.
Αὐτά ἔλεγε ὁ Ἰωσήφ σεβαστικά, καί ὁ Πιλάτος ὑπάκουσε μέ εὐμένια, ἐπειδή ἡ Θεία δύναμη τοῦ νεκροῦ πού τοῦ ζητοῦσε ὁ Ἰωσήφ ἐνεργοῦσε στούς ἁρμόδιους γιά τό θέμα θεοπρεπῶς, καί ἔτσι μάλαξε τήν ψυχή τοῦ Πιλάτου, ὥστε νά ὑπακούσει. Καί ἀμέσως ὁ πρεσβευτής ἀποδείχθηκε ἐνταφιαστής. Διότι παίρνοντας τό σῶμα πού ποθοῦσε, τό ἀγκάλιαζε καί τό καταφιλοῦσε, ἀκουμπώντας τά χείλη στά ἅγια μέλη, μέ τή σκέψη ὅτι «ἐάν ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα, ἀγγίζοντας τό ἱμάτιό του μέ πίστη, καταξήρανε τήν πηγή τοῦ αἵματος, ἐγώ πού πιάνω αὐτό τό ἴδιο τό Θεῖο Σῶμα, δέν θά πετύχω δωρεές;».
Ἔπειτα, τυλίγοντας μέ καθαρό σεντόνι τόν καθαρό μαργαρίτη, τόν ἀπέθεσε στό δικό του καινούργιο μνῆμα, καί τοποθετώντας μιά πέτρα στό στόμιο τοῦ τάφου, γεμάτος δάκρυα, ἐπέστρεψε, γυρίζοντας συχνά πυκνά πρός τόν τάφο καί θρηνώντας τοῦ διδασκάλου τή στέρηση.
Ἀλλά ἔφθασε τοῦ Ἰωσήφ τήν εὐσέβεια τῶν Ἰουδαίων ἡ ἀσέβεια. Ἐπειδή πάλι οἱ θεομάχοι συγκεντρώθηκαν τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, καί προσῆλθαν στόν Πιλάτο λέγοντας: «Κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ὁ πλάνος ἐκεῖνος ἔτι ζῶν εἶπε: μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. Κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τόν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας. Μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταί αὐτοῦ νυκτός, κλέψωσιν αὐτόν, καί εἴπωσι τῷ λαῷ ὅτι ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν. Καί ἔστω ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης».
Τί λές ἐσύ πλάνε καί παράνομε Ἰουδαῖε; Ἦταν πλάνος αὐτός πού θεράπευσε τούς ὁμοεθνεῖς σου λεπρούς; Ἦταν πλάνος αὐτός πού ἀπάλλαξε τούς τυφλούς πατριῶτες σου ἀπό τήν νύκτα πού εἶχε γεννηθεῖ μαζί τους; Πλάνος ἦταν αὐτός πού ἐλευθέρωσε τούς δαιμονισμένους ἀπό τήν μανία τῶν δαιμόνων; Πλάνος ἦταν αὐτός πού στήν ἔρημο σοῦ πρόσφερε γεῦμα χωρίς καμιά καλλιέργεια; Πλάνος ἦταν αὐτός πού κάλεσε τόν Λάζαρο νά βγεῖ ἀπό τόν τάφο, καί μέ τόν λόγο του ξύπνησε τόν νεκρό σάν αὐτός νά κοιμόταν; Ἦταν πλάνος ὁ Χριστός; καί ποιός ἄλλος εἶναι ἀληθινός; Ἦταν πλάνος ὁ Χριστός;
Γιατί λοιπόν φοβᾶσαι αὐτά πού εἶπε ὁ πλάνος; Πλάνος ἦταν; Καί φοβᾶσαι τοῦ νεκροῦ τή φωνή; Ἀλήθεια, μήπως εἶπε κάτι γιά τήν Ἀνάσταση, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε; Μήπως πιστεύεις αὐτά πού προεῖπε; Γιατί λοιπόν ἄδικα ταλαιπωρεῖσαι γιά τήν ἔκβαση; Ἄν λοιπόν δέν ἀναστηθεῖ ὁ νεκρός γιά τόν ὁποῖο μεριμνᾶς, τότε εἶναι πλάνος, ὅπως βλασφημεῖς.
Τί τούς ἀποκρίθηκε λοιπόν ὁ Πιλάτος; «Ἔχετε κουστωδίαν. Ὑπάγετε, ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε». Ἐάν γιά τόν ἀντίθεο καί παράνομο, ὅπως τόν ἀποκαλεῖτε, τόσο πολύ ἔχετε φρίξει· ἄν ἐσεῖς οἱ ζωντανοί φοβᾶσθε τόσο τόν νεκρό, φρουρά ἔχετε, στρατιῶτες ἔχετε. Ἐκστρατεῦστε οἱ πολλοί κατά τοῦ Ἑνός. Ἀσφαλίστε τόν νεκρό, πού τόσο φοβᾶσθε, ὅπως γνωρίζετε.
Θέλετε νά σφραγίσετε τόν τάφο; Σφραγίστε τον. Θέλετε νά τόν περιβάλετε μέ σιδερένιες ἁλυσίδες; Κάντε το κι αὐτό. Μήν πῆτε ὕστερα: ἄν μᾶς ἄφηνες νά φρουρήσουμε τόν τάφο δέν θά χάναμε τόν νεκρό. Πηγαίνετε, ἀσφαλίστε τον, ὅπως γνωρίζετε.
Ἄν φανεῖ ἐκεῖ ὁ Πέτρος, θανατῶστε τον μέ τά ὅπλα σας. Ἄν ἔλθει κάποιος ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ναζωραίου, σηκωθῆτε ἀμέσως καί σκοτῶστε τον. Ἐπιμείνετε νά τόν φυλάσσετε μέ προσοχή καί ἀκρίβεια, μήν κατορθώσει κάποιος ὕποπτος νά κλέψει τόν ἐχθρό σας.
Μέ τέτοια λόγια καί ὅπλα καί στρατιῶτες ἐφοδιασμένοι οἱ ἐχθροί τοῦ Σωτήρα, ἔφθασαν μέ πολλή προθυμία καί μανία στόν τάφο, καί βάζοντας σιδερένιες σφραγίδες στό μνῆμα κάθισαν ἐκεῖ καί τόν φρουροῦσαν γιά τόσο διάστημα ὅσο θέλησε Ἐκεῖνος πού φυλασσόταν ἀπό αὐτούς.
Ἐν τῷ μεταξύ ἔφθασε ἡ δεύτερη μέρα. Καί τήν μέν πρώτη μέρα ὁ θάνατος ἀναμασοῦσε τό θήραμά του, καί θέλοντας νά τό δαγκώσει μέ τά δόντια τῆς διαφθορᾶς του, στάθηκε ἀδύνατο.
Καί πάλι τήν δεύτερη ἡμέρα θέλησε νά τό φάγει, ἀλλά δέν μποροῦσε. Ἀποροῦσε λοιπόν μόνος του καί ὅπως ἦταν φυσικό, κάτι τέτοιο σκεφτόταν μέσα του: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἀκαταμάχητος καί παράδοξος νεκρός; Ποιός εἶναι αὐτός πού νεκρώθηκε σύμφωνα μέ τό φυσικό νόμο καί μένει ἄφθαρτος ξεπερνώντας τό νόμο; Θεός δέν εἶναι ἐπειδή, ἄν ἦταν, δέν θά πέθαινε, ἀφοῦ θά ἦταν ἀσώματος. Ἄγγελος δέν εἶναι, ἀφοῦ ἔχει ἀνθρώπινη μορφή. Ὑπέκυψε σέ μένα, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀλλά δέν ὑποκύπτει στή φθορά, ὅπως ὁ Ἀδάμ. Σάν ἄνθρωπος ὑποχώρησε ἐνώπιόν μου, ἀλλά δέν ἀνέχεται νά πάθει ὅσα παθαίνουν οἱ θνητοί. Ἡ σάρκα του ἀποδεικνύεται ἀνώτερη ἀπό τή διαφθορά. Κανένας ἀπό τούς νεκρούς στούς ὁποίους ἔχω βασιλεύσει τόσους αἰῶνες, δέν φάνηκε ἐδῶ μέ σῶμα ὅπως αὐτό.
Ἄραγε μήπως τό σῶμα αὐτό εἶναι ἔνδυμα τοῦ Θεοῦ, καί γι’ αὐτό δέν μπορῶ νά τό μασήσω; Ἄραγε μήπως αὐτή εἶναι ἡ σκηνή τοῦ Λόγου; Ἄραγε μήπως αὐτός εἶναι ὁ ναός ἐκείνου πού εἶπε στούς Ἰουδαίους: «Λύσατε τόν ναόν τοῦτον καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν»;
Ἄραγε μήπως τό νά μένει ἀδιάφθορος σημαίνει ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθεῖ; Ἄραγε μήπως ὁ παράδοξος αὐτός νεκρός ἦλθε νά κατασκοπεύσει τούς νεκρούς; Ἄραγε μήπως πάρει καί τούς νεκρούς πού ἀπό παλαιά ἔχω καταπιεῖ καί τούς ἀνεβάσει ἐκεῖ ἐπάνω μαζί του;
Ἄραγε μήπως, ὅπως ὁ Ἰωνᾶς στήν κοιλιά τοῦ κήτους ἔζησε χωρίς νά κινδυνεύσει, ἔτσι καί αὐτός μένει ἐδῶ σέ μένα περιμένοντας τήν τρίτη ἡμέρα, γιά νά ἀναστηθεῖ πρῶτος αὐτός καί νά ἀνοίξει καί στούς ἄλλους νεκρούς τόν δρόμο;». Αὐτά ἔλεγε ὁ θάνατος, ὄχι μέ λόγια, ἀφοῦ μιλοῦσαν τά γεγονότα.
Ἐνῶ συνέβαιναν αὐτά, καί οἱ φύλακες τῶν Ἰουδαίων ἦσαν καθισμένοι κοντά στό μνῆμα, «ὀψέ Σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν Σαββάτων», ξημερώνοντας Κυριακή, «ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τόν τάφον».
Ὤ παράξενα καί παράδοξα θαύματα! Ὁ Πέτρος, ὁ πρῶτος στρατηγός τοῦ Χριστοῦ, φοβήθηκε το λόγο τῆς παιδίσκης καί ἀρνήθηκε ζωντανό τόν Κύριό του, καί γυναῖκες τόσο ἀδύνατες καί δειλές ἦλθαν νά τιμήσουν νεκρό τόν δάσκαλό τους.
Ἦλθαν νά δοῦν τόν τάφο. Διότι δέν εἶχαν ἀκόμη πιστεύσει ὅτι θά ἀναστηθεῖ. Ἦλθαν νά δοῦν τόν τάφο, ὥστε νά παρηγορήσουν λίγο τήν λύπη τους μέ τήν θέα τοῦ μνήματος. Διότι ὁ τάφος γνωρίζει νά παρηγορεῖ τίς πονεμένες ψυχές μέ τή θέα του, καθώς κάνει καί τό δάκρυ ὅταν χύνεται.
Ἦλθαν νά δοῦν τόν τάφο, καί πλησίαζαν, ὄχι ὅμως ὅσο ποθοῦσαν, ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῶν Ἰουδαίων. Πότε-πότε πλησίαζαν κοντύτερα καί κρυφά. Ἔρραιναν τόν τάφο μέ μύρα καί πάλι ἔφευγαν χωρίς νά γίνουν ἀντιληπτές.
Στέκονταν ἔτσι ἀπό μακριά, καί ἀτενίζοντας τόν τάφο μέ μάτια δακρυσμένα, μέ στεναγμούς καί ὀδυρμούς, νόμιζαν ὅτι ὑπηρετοῦν τόν Κύριο. Κάπου-κάπου κατηγοροῦσαν καί τούς Ἰουδαίους μέ σιγανή φωνή, λέγοντας ἡ μιά στήν ἄλλη, ὅπως εἶναι φυσικό: «Πῶς τόλμησαν αὐτά τά πράγματα ἐναντίον ἑνός τέτοιου Δεσπότη, χωρίς νά ἔχουν καμμιά δίκαιη κατηγορία ἐναντίον του;
Πῶς δέν ἔφριξαν καρφώνοντάς τον στό Σταυρό; Αὐτόν τόν ὁποῖο βλέποντας ὁ ἥλιος νά σταυρώνεται ἔφυγε; Πῶς δέν φοβήθηκαν νά παραδώσουν στό θάνατο αὐτόν πού τίποτε ἄξιο θανάτου δέν ἔπραξε;
Πῶς δέν χόρτασαν τήν ὠμότητά τους οὔτε μετά τό θάνατο, πού μάταια τόν προεκάλεσαν; Ἔστω, τόν καιρό πού ζοῦσε, εἶχαν τόση μανία ἐναντίον του. Γιατί ὅμως καί μετά τόν θάνατο στέκονται στό μνῆμα, ἐμποδίζοντας καί τούς εὐεργετημένους νά εἰσέλθουν καί μέ θάρρος νά προσκυνήσουν τόν τάφο, καί νά τοῦ ἀποδώσουν μέ τά δάκρυα μικρή ἀμοιβή γιά τή χάρη πού ὁ καθένας ἔχει λάβει;»
Μέ παρόμοιους ὀδυρμούς πενθοῦσαν οἱ γυναῖκες σάν νεκρό τόν Χριστό, ὅταν αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ πενθούμενος Δεσπότης, διαφεύγοντας τήν προσοχή τῶν φυλάκων καί ἀφήνοντας τόν τάφο σφραγισμένο, εὐθύς βρέθηκε ἔξω ἀπ’ αὐτόν, ὅπως μόνος Αὐτός γνωρίζει, καί ἔστειλε ἕναν ἄγγελο λέγοντάς του: «πήγαινε σ’ αὐτές τίς γυναῖκες τίς ἀνδρεῖες καί πιστές, πού πενθοῦν καί μέ νομίζουν ἀκόμη νεκρό, καί πληροφόρησέ τες ὅτι νίκησα τό θάνατο καί, ὅπως βλέπεις, ζῶ. Μετάβαλε τή σκυθρωπότητά τους σέ φαιδρότητα. Μετακίνησε μέ τό χέρι σου τό λίθο, τόν ὁποῖο ἀσφάλισαν πολλά χέρια μαζί.
Δεῖξε τους πόσα μπορεῖ ἕνας νόμιμος στρατιώτης νομίμου Βασιλιά, ἐναντίον πολλῶν ἀνόμων στρατιωτῶν ἑνός τυράννου. Βάλε τίς γυναῖκες μέσα στό θάλαμο τοῦ τάφου, ὥστε ἐρευνώντας τόν τόπο ὅπου μέ τήν θέλησή μου εἶχα τοποθετηθεῖ νεκρός, νά ἀνυμνήσουν τή δύναμή μου.
Νά φανεῖς καί στούς φύλακες τοῦ μνήματος φοβερός, καί κατάπληξέ τους ὅλους μέ τήν ὄψη σου, γιά νά μάθουν ἀπό τή δύναμή σου ὅτι ὄχι ἀπό ἀδυναμία, ἀλλά ἀπό φιλανθρωπία ὑπέμεινα τό θράσος τους. Σύ νά προπορευθεῖς ἀναγγέλλοντας τόν βασιλικό θρίαμβο, καί ἐγώ, ἐρχόμενος μαζί σου, θά σαλεύσω πάλι τή γῆ, γιά νά γίνει ὁ σεισμός συνήγορος τῆς ἀναγγελίας σου».
Ἔφθασε λοιπόν γρήγορα στό δεσποτικό τάφο ὁ ἄγγελος. Δέν τόλμησε νά παρακούσει τοῦ Κυρίου τό πρόσταγμα. Καί πρῶτα μέν, ὅταν ἔφθασε, ταρακούνησε τή γῆ γιά νά ξυπνήσει τούς φύλακες, καί ἔχοντάς τους μάρτυρες νά τούς φανερώσει τήν αἰτία γιά τήν ὁποία ἦλθε.
Κατόπιν, καθώς αὐτοί κοιτοῦσαν, κύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου καί κάθισε πάνω της καταγελώντας τίς σιδερένιες σφραγίδες, καί βλέποντας ἐπιτιμητικά τούς Ἰουδαίους πού ἐμπιστεύθηκαν στήν πέτρα τήν ἀσφάλεια.
«Ἦν δέ ἡ μορφή αὐτοῦ ὡς ἀστραπή». Πράγματι, ὅπου δέν ὑπάρχει νέφος ἁμαρτίας γιά νά σκιάσει, ἐκεῖ ἡ λαμπρότητα τῆς μορφῆς εἶναι πολλή. «Καί τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών». Διότι εἶχε τή μορφή καί τή στολήν ἀντάξια τῶν γεγονότων πού ἐπρόκειτο νά διακηρύξει. Ἐπειδή ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ὁ ἀγγελιοφόρος τοῦ χαρμόσυνου γεγονότος νά εἶναι σέ ὅλα του χαροποιός.
Ἀφοῦ κατέπληξε ἀπό τόν πολύ φόβο τούς φύλακες καί σχεδόν νέκρωσε ὅλους τούς παρόντες Ἰουδαίους, «γιατί φοβεῖστε», τούς λέγει, «Φαρισαῖοι, γιατί τρέμετε καί πέσατε ὅλοι μέ τά πρόσωπα κάτω σάν νεκροί; Σ’ ἐμένα τό δοῦλο νεκροί καί στόν Δεσπότη τολμηροί; Ἐγώ ὁ στρατιώτης σᾶς φάνηκα φοβερός, καί ὁ Βασιλιᾶς τῶν Οὐρανῶν εὐκαταφρόνητος;
Τήν παρουσία ἑνός ἀγγέλου δέν τήν ἀντέχετε, καί πῶς φανταστήκατε ὅτι θά ἀποδυναμώσετε τήν ἐνέργεια τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ἀγγέλων; Ἀφοῦ δέν εἶστε σέ θέση νά ἐμποδίσετε ἐμένα τόν οὐράνιο ἐργάτη νά μετακινήσω τήν πέτρα, πῶς θά μπορούσατε νά ἐμποδίσετε τόν τεχνίτη ὅλης τῆς κτίσεως πού θέλει νά ἀνακαινίσει τό ναό τοῦ σώματός του;
Δέν μπορεῖτε νά ἐμποδίσετε τό δημιούργημα καί ἐπιχειρεῖτε νά ἀντισταθῆτε στόν ποιητή; Ἀλλά σηκωθῆτε καί κοιτάξτε γύρω σας προσεκτικά: Μήπως ὁ Πέτρος εἶναι τώρα μαζί μου; Μήπως κάποιος ἀπό τούς ἁλιεῖς κλέβει μαζί μέ ἐμένα τόν νεκρό; Μήπως ἔχει ὁ Θεός ἀνάγκη βοηθοῦ; Μήπως χρειάζεται συνεργάτη ὁ Θεός Λόγος γιά τήν ἀνάσταση τοῦ σώματός του;».
Αὐτά εἶπε στούς Φαρισαίους καί τούς φύλακες καί, ἀφήνοντάς τους νά σπαρταροῦν στό ἔδαφος, ἔστρεψε πρός τίς γυναῖκες τό πρόσωπο. Καί πρῶτα μέν τίς κύτταξε μέ βλέμμα ἥμερο καί ἱλαρό. Ἔπειτα ἔδιωξε τό φόβο τῆς ψυχῆς τους φωνάζοντάς τους: «Μή φοβεῖσβε ὑμεῖς».
Αὐτοί νά δειλιάσουν καί νά φοβηθοῦν, ἐπειδή εἶναι ἐχθροί καί πολεμοῦν. Σεῖς ὅμως μή φοβεῖσβε, ἀλλά νά σκιρτᾶτε καί νά χαίρετε, ἐπειδή οἱ πράξεις σας ἀξίζουν βραβεῖα. Σεῖς μή φοβεῖσθε. Ἀφοῦ σέ μία Δεσποτία ἀνήκουμε, δοξάζουμε τόν ἴδιο Κύριο. «Οἶδα ὅτι Ἰησοῦν τόν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε». Δέν εἶπε «Ἰησοῦν τόν νεκρόν».
Ἀφοῦ τότε δέν ἦταν νεκρός, ἀλλά «Ἰησοῦν τόν ἐσταυρωμένον», αὐτόν πού γιά σᾶς κατεφρόνησε τήν αἰσχύνην τοῦ σταυροῦ. Ζητεῖτε Ἐκεῖνον πού ζητεῖ αὐτούς πού τόν ζητοῦν. «Ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δέ ἐμέ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν». Ζητεῖτε αὐτόν πού εἶναι «ἐγγύς τῶν ἐπικαλουμένων αὐτόν». Γνωρίζω ὅτι τόν Ἰησοῦν τόν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε. «Οὐκ ἔστιν ὧδε», δέν εἶναι ἐκεῖ πού νομίζετε. Δέν εἶναι ἐκεῖ ὅπου τόν εἶχαν τοποθετήσει.
Τί λέγεις, ἄγγελε; Δέν εἶναι ἐδῶ ὁ Δεσπότης μας καί Κύριος; Δέν εἶναι ἡ ἀφορμή τῶν δακρύων μας ἐδῶ; Μάταια τόν πενθήσαμε; Μάταια τοῦ προσφέραμε αὐτά πού ἁρμόζουν στούς νεκρούς; Δέν εἶναι ἐδῶ; Τόν μετέφεραν πάλι κάπου ἀλλοῦ οἱ πονηροί; Φθόνησαν καί τήν ταφή του, αὐτοί πού εἶχαν φθονήσει τήν ζωή του; Δέν εἶναι ἐδῶ; Ἀλλά ποῦ εἶναι; Εἰπέ μας, σέ παρακαλοῦμε, γρήγορα.
Στήριξε τίς ψυχές μας πού τρέμουν. Μή προσθέσεις πένθος ἄλλο στό πένθος μας. Δεῖξε μας τόν τόπο τοῦ νεκροῦ πού ἀναζητοῦμε, ὥστε τρέχοντας γρήγορα ἐκεῖ νά ἀφήσωμε τή λύπη νά ξεχυθεῖ ἀπό τά μάτια μας.
Καί ὁ ἄγγελος εἶπε: «Θέλετε νά μάθετε πού εἶναι αὐτός πού ἀναζητεῖτε καί πῶς ἀναστήθηκε; Θά σᾶς διηγηθῶ ἐγώ, ἐπειδή γι’ αὐτό μέ ἔστειλε σέ σᾶς ὁ Ἴδιος ὁ νεκρός πού ζητᾶτε, γιά νά σᾶς διδάξω τήν Ἀνάσταση, καί νά θεραπεύσω τίς ψυχές σας καί τά δάκρυα νά σταματήσω καί νά σᾶς τονώσω εὐφραίνοντάς σας μέ τή διήγηση. «Ἠγέρθη, καθώς εἶπε». Ἀλήθευσε καί τώρα ὅπως συνήθως ἡ Ἀλήθεια, καί αὐτά πού εἶπε μέ τά λόγια, τά ἐξεπλήρωσε μέ τά ἔργα.
Ἡ ἀθάνατος θεότητά Του δέν ἔπαψε νά ζῆ. Καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου τῆς σάρκας, τό θνητό του σῶμα, κλείνοντας τά σωματικά του μάτια, δέχθηκε τόν ὕπνο τοῦ θανάτου. «Ἀναπεσῶν γάρ ἐκοιμήθη ὡς λέων» βασιλικά, ξέφυγε ὅμως καί ἐξῆλθε ἀπό ἐδῶ θεοπρεπῶς. Δέν ἀντιλήφθηκαν οἱ φύλακες τήν διέλευση Ἐκείνου πού φρουροῦσαν. Διότι δέν ἦσαν ἄξιοι αὐτόν τόν ὁποῖο πολεμοῦσαν νά τόν δοῦν ἀναστημένο. Δέν ἐμπόδισε ὁ τάφος τήν Ἀνάσταση τοῦ Παντοδύναμου. Δέν μπόρεσε ὁ θάνατος νά δέσει αὐτόν πού δέν ἔχουν δέσει οἱ ἁμαρτίες. Ὑπεχώρησε χωρίς νά θέλει ὁ τύραννος στό Βασιλιά. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅδης ἔτρεμε ἀπό τόν φόβο του.
Οἱ θυρωροί τοῦ Ἅδου, πετώντας τά κλειδιά καί ἀνοίγοντας τίς πύλες, δέν τόλμησαν νά ποῦν τίποτε σέ κανένα ἀπό ἐκείνους πού ἀναστήθηκαν μαζί του. Ἀναστήθηκε, λοιπόν, καθώς εἶπε. Πῶς νά σᾶς διηγηθῶ τά ἀνέκφραστα; Πῶς νά κηρύξω αὐτά πού νικοῦν κάθε λόγο καί νοῦ; Πῶς νά ἐξηγήσω τῆς Δεσποτικῆς Ἀναστάσεως τό μυστήριο;
Καί ὁ Σταυρός μυστήριο εἶναι. Καί ὁ τριήμερός του θάνατος μυστήριο. Καί ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τόν Σωτήρα εἶναι μυστήρια. Διότι, ὅπως γεννήθηκε «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» τῆς παρθενίας, ἔτσι ἀναστήθηκε μέ κλεισμένο τόν τάφο. Καί ὅπως γεννήθηκε πρωτότοκος ἀπό τήν μητέρα ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔτσι μέ τήν Ἀνάστασή του ἔγινε πρωτότοκος τῶν νεκρῶν.
Ὅπως, λοιπόν, δέν ἔλυσε τήν παρθενία τῆς Παρθένου μητέρας μέ τήν γέννησή του, ἔτσι δέν ἔλυσε τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος μέ τήν Ἀνάστασή του. Οὔτε λοιπόν τήν γέννησή του μπορῶ σέ λέξεις νά περιλάβω, οὔτε τήν φυγή ἀπό τό μνῆμα νά καταλάβω. Βλέπω τόν τόπο τῆς Ἀναστάσεως, καί προσκυνῶ τήν Ἀνάσταση. Δέν πολυεξετάζω τήν Ἀνάσταση. Προσκυνῶ τόν τόπο τοῦ θαύματος, ἄν καί δέν ἀντιλαμβάνομαι τόν τρόπο τοῦ πράγματος. Αὐτά πού βλέπω, ἐκεῖνα θέλω νά σᾶς ὑποδείξω. «Δεῦτε, ἴδετε τόν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος». Γι’ αὐτό μετετόπισα τόν λίθο. Ὄχι γιά νά χαρίσω πύλη ἐξόδου στόν Ἰησοῦ. Δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό τήν δική μου βοήθεια ἡ βοήθεια τῶν ἁπάντων. Ἐπειδή ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, πρίν ἀποκυλίσω τόν λίθο, ὅπως θέλησε, ἀναπήδησε. Ἀλλά τό ἔκαμα γιά νά ἐξετάσετε σεῖς τόν τόπο, καί νά ἀνυμνήσετε τόν ἀναστημένο Χριστό.
«Δεῦτε ἴδετε τόν τόπο ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος». Ἴδετε τώρα τόν τόπο, καί σέ λίγο θά δῆτε καί τόν παράδοξο καρπό τοῦ τόπου. Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τόπο ὅπου ὁ διάβολος δέχθηκε τήν καίρια πληγή. Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τόπο στόν ὁποῖο γράφθηκε τό συμβόλαιο τῆς δικῆς σας ἀναστάσεως.
Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τόπο στόν ὁποῖο πέθανε ὁ θάνατος. Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τόπο στόν ὁποῖο σπάρθηκε ὁ ἄσπορος κόκκος τοῦ σώματος καί βλάστησε τό πλούσιο στάχυ τῆς ἀθανασίας. Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τόπο πού εἶναι πιό εὐχάριστος ἀπό ὅλους τούς παραδείσους. Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τόπο πού εἶναι λαμπρότερος ἀπό κάθε βασιλικό νυμφικό κοιτώνα. Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τάφο πού χωρίς φωνή διακηρύττει τοῦ θαμμένου τή δύναμη. Σκύψτε νά δῆτε τό μνῆμα πού ἔγινε πύλη τῆς ἄφθαρτης ζωῆς.
Σκύψετε νά δῆτε τό σπήλαιο ἀπό τό ὁποῖο μεταφερθήκατε στόν οὐρανό. Σταματῆστε τούς στεναγμούς καί τά δάκρυα. Πές τε στό θάνατο χορεύοντας: «Ποῦ σου θάνατε τό κεντρί; πού σου ἅδη τό νίκος;». «Καί ταχύ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν, καί ἰδού προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν. Ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε. Ἰδού εἶπον ὑμῖν».
Κοιτάξτε μήν κρύψετε τό θαῦμα στή σιωπή. Δέν εἶναι ἀκίνδυνος γιά τούς δούλους ἡ ἀποσιώπηση τῶν θαυμάτων τοῦ Κυρίου. «Καί ἐξελθοῦσαι ταχύ ἀπό τοῦ μνημείου μετά φόβου καί χαρᾶς μεγάλης, ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν καί ἰδού προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν. Ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμῖν».
Τίς γυναῖκες αὐτές προέτρεπε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά τρέχουν πιό γρήγορα, λέγοντας μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα: «Γυναῖκες ἐρχόμεναι ἀπό θέας, δεῦτε. Οὐ γάρ λαός ἔστιν ἔχων σύνεσιν».
Καθώς λοιπόν ἔτρεχαν οἱ μυροφόρες γυναῖκες μέ φόβο καί πόθο πολύ, καί συνηγωνίζονταν μεταξύ τους γιά τήν ταχύτητα τῆς ὁδοιπορίας, ἀφοῦ ἡ κάθε μιά ἤθελε νά φθάσει πρώτη καί νά φέρει στούς Ἀποστόλους τό Εὐαγγέλιο πού τούς ἐμπιστεύθηκαν, ξαφνικά τούς παρουσιάσθηκε ὁ Σωτήρας, ἐπισφραγίζοντας τά λόγια τοῦ ἀγγέλου μέ τήν σφραγίδα τῆς μορφῆς Του.
Καί ἀνεπτέρωσε τίς ψυχές τους λέγοντάς τους «Χαίρετε…». Ἡ κατάκριτη Εὔα δικαιώθηκε. Ὁ ἐξόριστος Ἀδάμ ἀνακλήθηκε. Ἡ ἀπόφαση ἔχει πλέον λυθεῖ. Ὁ πονηρός ὄφις καταπατήθηκε, ὁ διάβολος ἔχει πλέον καταπέσει, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου καταισχύνθηκαν. Οἱ ἐχθροί κατατροπώθηκαν. Οἱ Ἰουδαῖοι πενθοῦν ἀπαρηγόρητα.
Οἱ Φαρισαῖοι θρηνοῦν γι’ αὐτό πού τόλμησαν. Ὁ σταυρός φάνηκε συνήγορός μου. Ὁ τάφος ἔγινε μάρτυρας τῆς δύναμής μου. Ὁ θάνατος ὁμολογεῖ τήν ἥττα του. Ὑπογράφηκε γιά τούς ἀνθρώπους ἡ ἀθανασία. Μαζί μου ἀνακαινίσθηκε ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων. Μαζί μέ ἐμένα θά ξαναζήσουν ὅλοι αὐτοί πού πέθαναν.
Μαζί μέ ἐμένα βασιλεύει αὐτός μέ τόν ὁποῖο ἔχω ἑνωθεῖ. Στό πρόσωπό μου στεφανώθηκε ἡ εἰκόνα μου. Αὐτοί εἶναι οἱ καρποί τῆς τριήμερης ταφῆς μου. Αὐτοί εἶναι οἱ στέφανοι τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου. Αὐτοί εἶναι οἱ βασιλικοί μαργαρίτες τῆς δικῆς μου βασιλείας, τούς ὁποίους παίρνοντας ἀπό τό βυθό τοῦ Ἅδη τούς ἔφερα στούς ἐραστές μου.
Γιά ὅλα αὐτά λοιπόν νά χαίρετε, νά χορεύετε, νά ἀγάλλεσθε, νά πανηγυρίζετε. Πηγαίνετε νά τά ἀναγγείλετε στούς ἀδελφούς μου. Βλέπετε πόσον ἀμνησίκακος εἶμαι καί φιλάνθρωπος. Ὀνομάζω ἀδελφούς ἐκείνους πού μέ ἐγκατέλειψαν ἐπάνω στό σταυρό. Ἐπειδή γνωρίζω νά μακροθυμῶ, ὅταν ὑβρίζωμαι.
Γνωρίζω νά ὑπομένω τήν ἀχαριστία. Γνωρίζω νά ἀνέχωμαι τίς ἀδυναμίες τῶν φίλων μου. Γνωρίζω νά ἐλεῶ καί νά δέχωμαι ὅσους ἁμαρτάνουν καί δακρύζουν γι’ αὐτό. «Ὑπάγετε, ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τήν Γαλιλαίαν, κακεῖ με ὄψονται». Ἀναγγείλατε στούς μαθητές μου τά μυστήρια πού σεῖς εἴδατε.
Γίνετε πρῶτες διδάσκαλοι τῶν διδασκάλων. Ἄς μάθει ὁ Πέτρος, πού μέ ἀρνήθηκε, ὅτι μπορῶ καί γυναῖκες νά ἀναδείξω ἀποστόλους. Ἄς πορευθοῦν καί στήν ἄλλη Γαλιλαία νά δοῦν τήν πτωχή λίμνη ἀπό τήν ὁποία τούς ἁλίευσα, γιά νά ἁλιεύσουν κι αὐτοί τά λογικά ψάρια. Ἄς δοῦν τή λίμνη ἀπό τήν ὁποία τούς μετέθεσα στήν ἀνθρώπινη θάλασσα.
Αὐτά ἔλεγε στίς γυναῖκες ὁ Κύριος. Αὐτός καί τώρα παρίσταται ἀοράτως στήν κολυμβήθρα γιά ἐκείνους πού πιστεύουν. Αὐτός ἀγκαλιάζει τούς νεοφώτιστους ὡς φίλους καί ἀδελφούς καί τούς λέγει: Χαίρετε. Αὐτός γεμίζει μέ χαρά καί εὐφροσύνη τίς καρδιές καί τίς ψυχές τους. Αὐτός ἀποπλύνει τούς ἀκάθαρτους μέ τό ὕδωρ τῆς χάριτος. Αὐτός χρίει ἐκείνους πού ἀναγεννιῶνται μέ τό μύρο τοῦ Πνεύματος. Αὐτός προσφέρει στούς δούλους του τό πνευματικό συμπόσιο. Αὐτός λέει πρός ὅλους τούς εὐσεβεῖς: «Λάβετε, φάγετε τόν οὐράνιον ἄρτον. Λάβετε τήν πηγή τῆς πλευρᾶς μου, πού ἀντλεῖται συνεχῶς καί ποτέ δέν ἐξαντλεῖται. Ὅσοι πεινᾶτε, χορτάστε. Ὅσοι διψᾶτε, μεθύστε σωτήριο καί σώφρονα μέθη».
Ἀλλά ὤ Βασιλιᾶ τῶν Οὐρανῶν, πού κάθεσαι στά δεξιά τῆς μεγαλωσύνης ἐκεῖ ψηλά, ὁ Κύριος τῶν Ἀσωμάτων δυνάμεων, Σύ πού ὅπως θέλεις καθοδηγεῖς τήν κτίση, πού κυβερνᾶς μέ καλωσύνη τήν ἀνθρωπότητα, Σύ πού μᾶς χάρισες τήν ἡμέρα καί τήν πανήγυρη αὐτή, ἐλέησέ μας, ὅπως ἐλέησες τήν πόρνη· μή μᾶς ἀποδιώξεις, ἄν μέ τό θάρρος πού ἔχουμε στήν φιλανθρωπία σου τολμήσουμε μέ χέρια ἁμαρτωλά νά κρατήσουμε τό ἅγιό σῶμα σου. Καί ὅπως δέν ἀπόδιωξες ἐκείνη τήν ἁμαρτωλή, τήν πόρνη πού κράτησε τά ἄχραντα πόδια σου, νά ἀνεχθεῖς, σέ παρακαλοῦμε, καί ἐμᾶς τούς ἀνάξιους πού σέ κρατοῦμε, καί ὡς φιλάνθρωπος, περιποιήσου ὅλους ἐμᾶς καί σαγήνευσέ μας στά δίκτυα τοῦ φόβου σου. Ὅπως συνέλαβες τόν τρισμακάριο Παῦλο ἀπό τόν οὐρανό καί τόν ἀνέδειξες Ἀπόστολο, ἀξίωσε καί ἐμᾶς νά γιορτάζουμε μέ καθαρή συνείδηση τήν ἡμέρα τῆς τριήμερης καί ζωοποιοῦ Ἀναστάσεώς σου.
Διότι Σύ εἶσαι ὁ μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Δεσπότης, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν. «Καί σοί πρέπει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία σύν τῷ Παναχράντῳ σου Πατρί καί τῷ ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».