«Ἰδών δέ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἒξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὃτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε».
Δεν δοκίμασε χαρά ο Πέτρος, αλλά κατάπληξη από την πρωτοφανή εκείνη αλιεία «παρά τήν λίμνην Γενησαρέτ». Δεν σκέφθηκε καθόλου το υλικό κέρδος, που θα είχε από την πώληση της μεγάλης εκείνης ποσότητας των ψαριών. Αλλά περισσότερο συγκλονιστικά συναισθήματα τον πλημύρισαν. Το πλήθος των ψαριών, από το βάρος των οποίων κινδύνευαν να βυθιστούν τα δύο πλοία, του άνοιξαν τα μάτια της διανοίας και της καρδιάς, για να αισθανθεί ποιος είναι ο Ιησούς, στην δύναμη του οποίου οφειλόταν η πρωτοφανής εκείνη αλιεία και ποιος ήταν αυτός απέναντι στον Ιησού. Γεμάτος θάμβος, κατάπληξη και ιερό δέος, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και με συναίσθηση της μικρότητός του είπε· «ἒξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὃτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε».
Στην πραγματικότητα δεν ήθελε με κανένα τρόπο να χωρισθεί από τον Κύριο. Δεν ήθελε ούτε ο Κύριος να τον εγκαταλείψει, ούτε αυτός να αφήσει τον Κύριο. Αυτή την αγαθή του διάθεση, αυτόν τον ιερό πόθο, τον εξεδήλωσε αμέσως μόλις τον κάλεσε ο Κύριος. Διότι εγκατέλειψε χωρίς δισταγμό πλοία, δίκτυα και οικογένεια και ακολούθησε ως πιστός και αχώριστος μαθητής τον Χριστό, «ἀφέντες ἃπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ». Πλημμυρισμένος από ένα υπέρλαμπρο φως ο Πέτρος είδε πολύ καθαρά αφ’ ενός μεν την δική του μικρότητα, αφ’ ετέρου το ασύλληπτο μεγαλείο του Διδασκάλου.
Τι ήταν ο Πέτρος; Ένας ψαράς της Τιβεριάδας, ένας αγράμματος άνθρωπος της Καπερναούμ, ένας βιοπαλαιστής, που θαλασσοπνιγόταν νύκτα και ημέρα, ρίχνοντας και ξαναρίχνοντας τα δίκτυα, για να πιάσει και να πωλήσει τα ψάρια, ώστε να ανταποκριθεί στις μεγάλες ανάγκες της οικογένειάς του. Η κοινωνική του θέση δεν ήταν η καλύτερη, οι γνωριμίες του περιορισμένες, η ικανότητά του να καταλαβαίνει τα μεγάλα και υψηλά νοήματα πολύ πτωχή.
Αντίθετα ο Χριστός ήταν ο παντοδύναμος Κύριος, ο οποίος με ένα Του λόγο, με ένα νεύμα Του έκανε καταπληκτικά, αναρίθμητα θαύματα. Θεράπευε ασθενείς, καθάριζε λεπρούς, φώτιζε τυφλούς, έδιωχνε δαιμόνια. Με ένα Του νεύμα μαζεύτηκε το πλήθος αυτό των ψαριών στα δίκτυα του Πέτρου. Ήταν ο άφθαστος Διδάσκαλος, ο ακαταμάχητος συζητητής, ο κήρυκας των πλέον υψηλών αληθειών, τις οποίες ανέλυε και πρόσφερε με χάρη, ώστε να ελκύει, με σαφήνεια για να τις εννοεί και ο πιο απλός άνθρωπος.
Επί πλέον ο Πέτρος αναλογίσθηκε τα σφάλματα, στα οποία ως άνθρωπος είχε πέσει, τις παραβάσεις του θείου θελήματος, τις αδυναμίες που υπήρχαν στην ψυχή του, την αμαρτωλότητά του από τότε, που άρχισε να καταλαβαίνει τον εαυτό του, μέχρι και αυτής της ώρας. Εξ άλλου αισθάνθηκε και διαισθάνθηκε το απαστράπτον ηθικό μεγαλείο του Χριστού, την άσπιλη αγνότητά Του, τον πλούτο των αρετών Του, τον ασύλληπτο θησαυρό της αγιότητάς Του. Αργότερα θα γράψει σε μια του επιστολή ότι ο Χριστός «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι»[1].
Και να, ο Πέτρος κυριαρχημένος από την συναίσθηση της δικής του μικρότητας και αμαρτωλότητας, θαμπωμένος από την παντοδυναμία και το μεγαλείο του Χριστού φώναξε με βαθειά ταπεινοφροσύνη· «βγες, Κύριε, από το πλοίο μου, γιατί εγώ είμαι ένας αμαρτωλός άνθρωπος και δεν είμαι άξιος να σε έχω μέσα στο πλοίο μου. Δεν είναι σωστό και δίκαιο, να βρισκόμαστε σ’ αυτό τον τόπο, κοντά ο ένας στον άλλο, εσύ ο απειροτέλειος Διδάσκαλος και εγώ ένας αμαρτωλός ψαράς».
Και ο Χριστός άκουσε με στοργή αυτή την ομολογία του Πέτρου και βραβεύοντας την ταπεινοφροσύνη του – χαρακτηριστική αρετή των αληθινά μεγάλων – όχι μόνο δεν τον εγκατέλειψε αλλά τον προσέλαβε ως μαθητή Του και τον ανέδειξε κορυφαίο μεταξύ των Αποστόλων.
Το ίδιο ακριβώς δεν συνέβη και με τον προφήτη Μωϋσή; Όταν ο Θεός από την φλεγομένη και μη καιομένη βάτο του μίλησε και του ανέθεσε την μεγάλη αποστολή να ελευθερώσει από την σκληρή δουλεία τον Ισραηλιτικό λαό και ελεύθερο πλέον να τον οδηγήσει στη γη της επαγγελίας, ο Μωϋσής γεμάτος ταπεινοφροσύνη αρνήθηκε την υψηλή αυτή κλήση. Δεν τόλμησε ούτε προς την βάτο να στρέψει το βλέμμα του. «Κύριε, είπε προς τον Θεό, σε παρακαλώ θερμά, μη μου αναθέτεις αυτή την αποστολή. Διότι εγώ δεν έχω την ικανότητα να μιλάω, από πολύ χρόνο πριν και μάλιστα από την στιγμή, που άρχισες Συ ο Θεός, να μιλάς προς εμένα τον δούλο Σου»[2]. Για την ταπεινοφροσύνη του αυτή τον ανέδειξε μέγα ο Θεός.
Και ο πολύαθλος Ιώβ, μια μεγάλη προσωπικότητα της Παλαιάς Διαθήκης, μίλησε προς τον Θεό με βαθειά ταπεινοφροσύνη και εξουθένωση του εαυτού του. «Κύριε, του είπε, μέχρι τώρα με τα αυτιά μου άκουα για σένα και τα μεγαλεία Σου. Τώρα όμως σε είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Για το λόγο αυτό ελεεινολόγησα και εξουθένωσα τον εαυτό μου. Έλιωσα από ψυχική συντριβή. Αισθάνομαι ότι είμαι πράγματι χώμα και στάκτη»[3].
Όταν ο πανάγαθος και πάνσοφος Κύριος με συγκλονιστικά γεγονότα μάς μιλάει, όταν καλεί την μηδαμινότητά μας για μεγάλα έργα, όταν κάνει αισθητή την αγία Του παρουσία με την θεία χάρη Του, όταν εμπνέει στην καρδιά μας ιερά συναισθήματα, εμείς ας αναλογιστούμε την άπειρη απόσταση που μας χωρίζει από Αυτόν.
Ας σκεφθούμε την μικρότητά μας και την αμαρτωλότητά μας.
Ας πέσουμε στα γόνατά του με βαθειά ταπεινοφροσύνη και ας του πούμε, όχι «φύγε, Κύριε, από μένα», αλλά «μείνε, Κύριε, μαζί μου· βοήθησέ με τον αμαρτωλό να μένω πάντοτε μαζί σου». Αμήν.