Η αγία Τατιανή, η «περιβεβλημένη ταῖς ἀρεταῖς τό ἀήττητον, καί πεποικιλμένη ἐλαίῳ τῆς ἁγνείας καί τῷ αἵματι τῆς ἀθλήσεως», καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε επί των ημερών του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235μ.Χ.). Ήταν γόνος πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας και ο πατέρας της είχε διατελέσει τρεις φορές ύπατος που ήταν το ανώτατο αιρετό δημόσιο αξίωμα των Ρωμαίων. Η αρχοντική καταγωγή και η ευμάρεια της οικογένειάς της εξασφάλισαν στην ενάρετη και όμορφη Τατιανή την απαιτούμενη αγωγή και παιδεία. Το γεγονός μάλιστα αυτό την κατέστησε αξιοπρόσεκτη και περιζήτητη μέσα στην κοινωνία της Ρώμης. Παράλληλα όμως η πλήρης αφοσίωσή της στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και ο διαρκής πνευματικός της αγώνας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, την παρακίνησαν στο να προσφέρει πλουσιοπάροχα τις υπηρεσίες της ως διακόνισσα που αποτελούσε άλλωστε θεσμό της αρχαίας χριστιανικής Εκκλησίας. Έτσι επιδόθηκε με όλες τις φυσικές δυνάμεις και τα πνευματικά της χαρίσματα στη διακονία των συνανθρώπων και κυρίως των αναξιοπαθούντων, αφού το έργο των διακονισσών ήταν πρωτίστως τα έργα αγάπης και φιλανθρωπίας. Γι’ αυτό και περιποιόταν τους ασθενείς, εφοδίαζε με τρόφιμα τους ενδεείς και τους πεινασμένους, επισκεπτόταν τους φυλακισμένους και καθοδηγούσε τις γυναίκες στον δρόμο της εναρέτου πολιτείας και της εν Χριστῴ ζωής και σωτηρίας. Μάλιστα η αριστοκρατική καταγωγή της σε συνδυασμό με τον ένθεο και ακάματο ζήλο, με τον οποίο επιτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, την έκαναν να αποκτήσει ξεχωριστή θέση μεταξύ των χριστιανών, ενώ οι ειδωλολάτρες απορούσαν με το θυσιαστικό πνεύμα και την αυταπάρνηση που επιδείκνυε στο φιλανθρωπικό έργο και τη διακονία των αναξιοπαθούντων. Αξιομνημόνευτος ήταν ο ενθουσιασμός που είχε, όταν βοηθούσε τους ιερείς στις βαπτίσεις των γυναικών, αλλά και όταν τηρούσε την τάξη στις γυναίκες κατά την τέλεση των ιερών ακολουθιών της Εκκλησίας, ενώ απέναντι σε κάθε αναξιοπαθούντα αδελφό επιδείκνυε αξιοθαύμαστη στοργή και ευαισθησία.
Το θεάρεστο όμως έργο της θεομακαρίστου νύμφης του Χριστού αγίας Τατιανής προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, το μίσος των ειδωλολατρών της Ρώμης. Γι’ αυτό και όταν κηρύχθηκε διωγμός εναντίον των χριστιανών επί των ημερών του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου, βρήκαν την ευκαιρία οι φανατικοί ειδωλολάτρες να καταγγείλουν στις ρωμαϊκές αρχές την πάνσεμνο Τατιανή ως χριστιανή. Έτσι συνελήφθη για την πίστη της και οδηγήθηκε ενώπιον των αρχόντων για να απολογηθεί. Κατά την ανάκριση που διατάχθηκε, η ενάρετος και ευσεβής Τατιανή ομολόγησε με ξεχωριστή παρρησία και αξιοθαύμαστο θάρρος την πίστη της στον Ενανθρωπήσαντα Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα. Όμως παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν είτε με υποσχέσεις για πλούσια δώρα είτε με κολακείες ή ακόμα και με απειλές για φρικτά μαρτύρια, δεν κατόρθωσαν οι ειδωλολάτρες άρχοντες να τη μεταπείσουν να αρνηθεί τη χριστιανική της πίστη και να προσκυνήσει τα ψεύτικα είδωλα. Μάλιστα κατ’ εντολήν του ίδιου του αυτοκράτορος οδηγήθηκε μετά βίας στον ειδωλολατρικό ναό του Απόλλωνα για να προσφέρει θυσία στα άψυχα είδωλα. Εκεί αφού προσευχήθηκε με όλη της τη δύναμη στον Κύριο, συνταράχθηκαν τα ειδωλολατρικά αγάλματα που βρίσκονταν μέσα στο ναό και μάλιστα με τέτοια ένταση, ώστε όλα κατέπεσαν και συνετρίβησαν. Το γεγονός αυτό εξαγρίωσε τον αυτοκράτορα και τους παριστάμενους στρατιώτες σε τέτοιο βαθμό, ώστε μετά και τη θαρραλέα ομολογία της στον Ιησού Χριστό, δόθηκε η εντολή να την υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια. Αρχικά τη χτύπησαν ανελέητα στο πρόσωπο, ενώ με σιδερένια νύχια της έσχισαν τα βλέφαρα και τα μάγουλα. Η Τατιανή παρέμεινε όμως σταθερή και αλύγιστη στη χριστιανική της πίστη, ενώ προσευχόταν για τη σωτηρία των βασανιστών της, ώστε να γνωρίσουν και εκείνοι τον αληθινό Θεό. Έτσι η προσευχή της αθληφόρου μάρτυρος ήταν τόσο δυνατή, ώστε οκτώ στρατιώτες πίστεψαν στο όνομα του Κυρίου και της ζήτησαν να τους συγχωρήσει. Η μεταστροφή όμως των βασανιστών της αγίας εξόργισε τον αυτοκράτορα, ο οποίος έδωσε αμέσως τη διαταγή να τους κρεμάσουν και να τρυπήσουν τα σώματά τους με κοφτερά σπαθιά, ενώ κατόπιν τους αποκεφάλισαν.
Μετά τη μαρτυρική τελείωση των οκτώ βασανιστών οδηγήθηκε και πάλι η αθληφόρος μάρτυς ενώπιον των αρχόντων για να την πείσουν να θυσιάσει στους ψεύτικους ειδωλολατρικούς θεούς. Μάλιστα προσπάθησαν να τη δελεάσουν με διάφορες υποσχέσεις και κολακείες. Όμως η πλήρης αφοσίωσή της στον Ιησού Χριστό εξαγρίωσε και πάλι τους φανατικούς ειδωλολάτρες, οι οποίοι αφού τη γύμνωσαν, άρχισαν να τη χτυπούν με σιδερένια ραβδιά. Κατόπιν την κρέμασαν και της κατέσχισαν το αγνό της σώμα με σιδερένια άγκιστρα και χτένια, ενώ στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή. Όμως κανένα από τα φρικτά βασανιστήρια δεν έκαμψε το σθεναρό αγωνιστικό της φρόνημα και την ακλόνητη πίστη της στον ένα και αληθινό Θεό. Προκειμένου μάλιστα να την ταπεινώσουν και να τη διασύρουν, της έκοψαν όλες τις τρίχες της κεφαλής της, ξυρίζοντάς την. Μ’ αυτόν τον αναίσχυντο τρόπο εξευτελισμού πίστευε ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας ότι θα λύγιζε και θα αναγκαζόταν ντροπιασμένη να προσκυνήσει τα άψυχα και ψευδή είδωλα. Εκείνη όμως θεωρούσε τον ονειδισμό για τον Χριστό τιμή, η οποία θα προστίθετο στις πολλαπλές ευλογίες που είχε ήδη δεχθεί πλουσιοπάροχα από τον Θεό.
Όμως τα φρικτά βασανιστήρια της παρθενομάρτυρος Τατιανής, τα οποία υπέμεινε με ανείπωτη αγαλλίαση και υπομονή, συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, αφού διατάχθηκε να τη ρίξουν και σε πυρακτωμένο καμίνι. Αλλά και μέσα στη φωτιά η αθληφόρος μάρτυς του Χριστού διαφυλάχθηκε σώα και αβλαβής χάρη στην πανσθενουργό δύναμη του Κυρίου, όπως είχε συμβεί και με τους εν Καμίνῳ Αγίους Τρεις Παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία για να την κατασπαράξουν, αλλά εκείνα δεν της επιτέθηκαν καθόλου και έτσι δεν της προξένησαν απολύτως καμία βλάβη.
Βλέποντας ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος το συνεχιζόμενο ακμαίο αγωνιστικό φρόνημα και την ακλόνητη χριστιανική πίστη της πολυάθλου μάρτυρος παρά τα φρικτά βασανιστήρια, στα οποία υποβλήθηκε, διέταξε να την αποκεφαλίσουν έξω από την πόλη. Τότε η πάνσεμνος νύμφη του Χριστού οδηγήθηκε στον χώρο της θανατικής της εκτέλεσης. Αφού προσευχήθηκε στον Ουράνιο Νυμφίο που την αξίωσε να μείνει μέχρι τέλους αφοσιωμένη και πιστή σ’ Εκείνον, ο Οποίος σταυρώθηκε και αναστήθηκε για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους, δέχθηκε με αγαλλίαση το επίγειο τέλος της. Έτσι με τη δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική της τελείωση έλαβε επάξια από τον αθλοθέτη Κύριο τον καλλίνικο και αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου για να συνευφραίνεται αιώνια μαζί με τον Νυμφίο Χριστό.
Απολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἰσχύι τῆς πίστεως, κραταιωθεῖσα σεμνή, νομίμως ἐνήθλησας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Τατιανὴ ἔνδοξε πάσας γὰρ τᾶς ἰδέας, τῶν δεινῶν ἐνεγκοῦσα, ἤσχυνας τὸν Βελίαρ, τὴ ἀτρέπτω σου στάσει ἐξ οὐ τῆς κακοτροπίας πάντας ἀπάλλαξαν.