Ὁ Ἅγιος ἦρθε στὸν Ἄθωνα τὸ 859 μ.Χ. καὶ ἄρχισε νὰ ἀσκεῖται ὡς σπηλαιώτης ἔγκλειστος γιὰ τρία χρόνια ὅπου κατατρόπωσε τοὺς δαίμονες. Μετὰ ὁ νόμος τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, τὸν βγάζει ἔξω γιὰ νὰ τὸν παραλάβει, νὰ τὸν γηροκομήσει. Οἱ περιστάσεις αὐτὲς φέρνουν τὸν Ὅσιο σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο γιὰ πρώτη φορὰ καὶ λίγο πιὸ ἔξω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἀνεβαίνει σὲ ἕναν στύλο καὶ γίνεται στυλίτης καὶ αὐτὸ τὸ κάνει χάριν ὠφελείας πρὸς τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἀγκάλιασε μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια. Εἶναι ὁ τελευταῖος στυλίτης στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Γρήγορα ὅμως ἐπιστρέφει πίσω στὸν ἀγαπημένο του Ἄθωνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μαζὶ μὲ δυὸ σπουδαίους συνασκητές, τὸν ὅσιο Ἰωάννη τὸν Κολοβὸ καὶ τὸν ὅσιο Συμεών, ὅπου καὶ οἱ δύο γίνονται κτήτορες Μονῶν, καταφεύγει σὲ ἕνα ἐρημονήσι τῶν Νέων, ὅπου εἶναι τὸ σημερινὸ Ἅγιος Εὐστράτιος.
Τὸ βάρβαρο γένος ὅμως τῶν Ἀγαρηνῶν μὲ τὶς πειρατεῖες στὸ Αἰγαῖο καὶ στὸν Ἄθωνα διώχνει τοὺς Ὁσίους καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ καταφύγουν στὰ ὅρη καὶ στὶς κοιλάδες. Ὁ ὅσιος ἔρχεται στὰ ὅρη τοῦ Πολυγύρου στή θέση Βραστάμου, τὸ σημερινὸ χωριὸ Βραστά, ὅπου δημιουργεῖ μία μοναστικὴ Σκήτη μὲ τοὺς μαθητές του. Ἐδῶ μὲσα σὲ ἕνα σπήλαιο ἀσκούμενος ἐκοιμήθη ὁ πρῶτος συνασκητὴς τοῦ Ὁσίου, ὁ ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀρμενίων ὁ ὁποῖος ἐμυρόβλησε καὶ τὸ λείψανό του παρέμεινε ἀδιάφθορο. Ὁ ὅσιος Εὐθύμιος σὰν ἕνα μάκτρο θεϊκὸ ἀπορροφώντας καθημερινὰ τὴ θεία χάρη, ἀφοῦ καθαρίστηκε ἀπὸ κάθε ἁμαρτία καὶ πάθος, δέχεται θεία ἀποκάλυψη καὶ ἐντολὴ θεϊκὴ νὰ ἐγκαταλείψει τὶς ἐρημιὲς καὶ νὰ μάχεται μὲ τοὺς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι πρὸ πολλοῦ ἔχουν νικηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρετή του, καὶ νὰ πάει στὰ ἀνατολικά τῆς Θεσσαλονίκης στὸν τόπο Περιστερές. Ἐκεῖ θὰ βρεῖ τὸν ἀρχαῖο ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ὁ ὁποῖος εἶχε καταντήσει σὲ μαντρὶ προβάτων καί, ἀφοῦ τὸν ἀνακαινίσει, νὰ τὸν καταστήσει Μοναστήρι καὶ φροντιστήριο ψυχῶν. Ἀρχίζει τὸ κτίσιμο τὸ 871 μ. Χ. καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς κόπους προσευχὲς καὶ θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις ὁλοκληρώνεται ἡ Μονὴ καὶ προικίζεται μὲ ὅλα τὰ πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα χρειάζονται γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν λειτουργία της.
Ὕστερα ἀπὸ σαρανταδύο χρόνια τελείας ξενητείας καλεῖ κοντά του τοὺς συγγενεῖς του, οἱ ὁποῖοι γίνονται μοναχοὶ καὶ ἱδρύει γιὰ τὶς γυναῖκες γυναικεία Μονή. Ποιμαίνει γιὰ δεκατέσσερα χρόνια τὰ Μοναστήρια του καί, ἀφοῦ ἀνδρώθηκαν πνευματικά, παραδίδει τὴν ἡγουμενία. Ἡ νοσταλγία γιὰ τὴν εἰρηνικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωὴ παρὰ τὸ ἀρξάμενον γῆρας τὸν ἑλκύει τόσο, ὥστε τὰ ἀφήνει ὅλα, τὶς ἀνθρώπινες παρηγοριὲς καὶ φεύγει καὶ πάλι γιὰ τὶς ἀγαπημένες βουνοκορφὲς τοῦ Ἄθωνος. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ οἱ μαθητές του καὶ οἱ μοναχοί του τὸν ΄΄καταδιώκουν΄΄ καὶ τὸν ἐνοχλοῦν. Γι’ αὐτὸ καὶ προγνωρίζοντας τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου παροικίας του, ἀφοῦ τοὺς χαιρέτησε παραθέτοντας πλούσια τράπεζα, κρυφὰ φεύγει ἀπὸ κοντά τους ἔχοντας μαζί του μόνο ἕναν μοναχὸ καὶ μὲ μία βάρκα πηγαίνει στὴν ἱερὰ νῆσο τὰ σημερινὰ Γιούρα στὶς Β.Σποράδες. Ἐκεῖ μόνος του μὲ μόνο τὸν Θεὸ ἔζησε τὶς τελευταῖες μέρες του ἐν ἄκρᾳ ἡσυχία καὶ προσευχὴ καὶ παρέδωσε τὴν ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ ἀγαπημένου του Κυρίου χάριν τοῦ ὁποίου ἐκδαπάνησε ὅλη του τὴ ζωή, στὶς 15 Ὀκτωβρίου τοῦ 898 μ. Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἔμεινε ἄφθαρτο καὶ εὐωδιάζον καὶ ὕστερα μεταφέρθηκε στή Μονὴ τῶν Περιστερῶν. Τη βιογραφία του συνέγραψε ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης Βασίλειος,που υπήρξε και μαθητής του Αγίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, διηυγασμένος, ἠκολούθησας, Χριστῷ ὁσίως, θεοφόρε παμμάκαρ Εὐθύμιε· καὶ διαφόροις ἐν τόποις ἐξέλαμψας, καὶ τῷ χειμάρρῳ τοῦ Ἄθω ἡσύχασας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.