Ο ελληνικός λαός παρά τις πολλές του αδυναμίες ευλαβείται ιδιαίτερα την Παναγία. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται τόσο από το πλήθος Ιερών Προσκυνημάτων, Ιερών Ναών και Μοναστηριών που έχουν κτισθεί προς τιμήν της και κοσμούν τη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα, όσο και από τις σωζόμενες θαυμάσιες εικόνες της που έχουν αγιογραφήσει διάφοροι αγιογράφοι και γίνονται πόλος έλξης χιλιάδων χριστιανών.
Για τους περισσότερους ανθρώπους, ο Αύγουστος θεωρείται μήνας ξεκούρασης, διακοπών και θερινής ραστώνης. Όμως, για τους χριστιανούς είναι και μήνας νηστείας, Παρακλήσεων στην Υπεραγία Θεοτόκο, μήνας των μεγάλων εορτών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, της Κοιμήσεως της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου. Κι όταν η ανάπαυση του σώματος συνδυάζεται με πνευματική αναζήτηση και ανάλογη θεώρηση του κάλλους της κτίσεως, αποτελεί πραγματική ευλογία για τον ταλαιπωρημένο σύγχρονο άνθρωπο. Τότε μπορεί κάλλιστα, οι διακοπές να γίνουν αφορμή για συγκινήσεις μοναδικές, ευκαιρίες ψηλάφησης της χριστιανικής μας πολιτιστικής παράδοσης και ακύρωσης του κακού που διαβρώνει την κοινωνία μας.
Οι πληροφορίες των ιερών Ευαγγελιστών για την Παναγία δεν είναι πολλές. Η ίδια ασκούνταν στη σιωπή και κρατούσε στην καρδιά της τις πνευματικές εμπειρίες και τα παράδοξα γεγονότα που βίωνε κοντά στον Κύριο. Τις περισσότερες από αυτές διασώζει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Είναι εκείνος που αναφέρει, εκτός από τη θεία Γέννηση, κι άλλες στιγμές για το βίο της μητέρας του Κυρίου. Γράφει χαρακτηριστικά ο ευαγγελιστής: «και η μήτηρ αυτού διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. 2,51).
Στο Ευαγγέλιο του Όρθρου της εορτής του Δεκαπενταύγουστουκαι του Μικρού Παρακλητικού Κανόνα (Λουκ. 1, 39 κ.ε.) περιγράφεται η επίσκεψη της Μαριάμ στην Ελισάβετ, μητέρα του τιμίου Προδρόμου. ΄Οταν οι δυο γυναίκες αντάλλαξαν το συνηθισμένο ασπασμό, «εσκίρτησε το βρέφος εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία αυτής». Ο Πρόδρομος από τα σπλάχνα της μητέρας του αναγνώρισε τον καρπό της κοιλίας της Παρθένου! Πλήρης Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ φώναξε δυνατά: «Είσαι ευλογημένη από τον Θεό περισσότερο από όλες τις γυναίκες. Ευλογημένο και το παιδί που έχεις στα σπλάχνα σου. Χαρά σε σένα που πίστεψες, ότι θα εκπληρωθούν τα λόγια του Ευαγγελισμού».
Τότε η Μαριάμ είπε: «Η ψυχή μου δοξάζει τον Κύριο, και το πνεύμα μου νιώθει αγαλλίαση για το Θεό, το σωτήρα μου, γιατί έδειξε την ευμένειά του στην ταπεινή του δούλη. Από τώρα θα με καλοτυχίζουν όλες οι γενεές, γιατί ο δυνατός Θεός έκανε σε μένα θαυμαστά έργα».Και πράγματι εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια οι γενεές των ανθρώπων μακαρίζουν την Παρθένο Μαρία, την μητέρα του ενανθρωπήσαντος Λόγου και μητέρα όλου του κόσμου. Κτίζουν προς τιμήν της περίλαμπρα μοναστήρια, καθεδρικούς ναούς και ταπεινά εξωκλήσια, εκφωνούν θεσπέσιους λόγους, συνθέτουν ύμνους, ποιήματα και μελωδίες ιερές, αγιογραφούν εικόνες και αναδεικνύουν μεγάλα προσκυνήματα.
Ο Λουκάς ο ιατρός, και σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση αγιογράφος, «ιστόρησε», περιέγραψε το πρόσωπο της Παναγίας και σε αυτόν αποδίδονται ορισμένες θαυματουργές εικόνες. Και συχνά πολλοί επισκέπτες ιερών προσκυνημάτων αναρωτιούνται, πώς είναι δυνατόν να φιλοτέχνησε μια συγκεκριμένη θαυματουργή εικόνα ο Απόστολος Λουκάς, αφού είναι πασιφανές ότι αυτή ανήκει σε μεταγενέστερους αιώνες. Μπορεί να είναι της περιόδου της εικονομαχίας, του 12ου ή του 14ου αιώνα ή και άλλης εποχής; Το ερώτημα βρίσκει την απάντησή του, εάν σκεφτούμε ότι η ορθόδοξη αγιογραφία αναπαριστά πρόσωπα και γεγονότα που περιγράφονται στην Αγία Γραφή και στην αγιολογική παράδοση της Εκκλησίας. Και οι αναπαραστάσεις αυτές είναι ένα είδος ιστορίας δια χρωμάτων. Μετατρέπεται ο λόγος σε εικόνα. Γι’ αυτό παρατηρώντας προσεκτικά αγιογραφημένους παλαιούς ναούς βλέπουμε τον αγιογράφο, που συνήθως μένει άγνωστος, να γράφει: «Ο ιερός ούτος ναός ιστορήθη εν έτει…». Οπότε, όλες οι εικόνες έχουν ως πηγή έμπνευσης ιερές ιστορίες και γίνονται τα βιβλία των αγραμμάτων, όπως διδάσκει ο Όσιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Έτσι λοιπόν και στην περίπτωση αυτή. Αφού ο Ευαγγελιστής Λουκάς διασώζει τις πιο πολλές πληροφορίες για την Παναγία, «ιστόρησε» με περισσότερες λεπτομέρειες το πρόσωπό της. Οι αγιογράφοι σε κάθε εποχή λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες αυτές, ιστορούν, δηλαδή αγιογραφούν τις εικόνες της. Με αυτή την έννοια κάθε αγιογράφος, για να φιλοτεχνήσει κάποια εικόνα της Παναγίας, αντλεί την έμπνευσή του από τον ευαγγελιστή Λουκά. Γι’ αυτόν το λόγο αποδίδονται τόσες πολλές εικόνες σε αυτόν.
Κάθε τόπος της ελληνικής επικράτειας καυχιέται για τη δικιά του Παναγιά. Αλλά και σε κάθε νησί του Πελάγους βρίσκεται κι ένας ναός με πρωτότυπο προσωνύμιο της Μητέρας του Θεού. Εξάλλου, κατά τον ποιητή, «η Παναγιά τα πέλαγα κρατούσε στην ποδιά της, η Σίκινο, την Αμοργό και τ’ άλλα τα παιδιά της». Κι όλοι έχουν ανάγκη από τη στοργή και την αγκαλιά της μάνας. Έτσι η Παναγία διαφημίζοντας τη μητρότητα, γίνεται η μεγάλη Μάνα και η Πλατυτέρα των ουρανών πού πάντα κρατά τα χέρια ανοιχτά.
Θα ήταν ανέφικτο να καταγράψει κάποιος κάθε μεγαλοπρεπή Ναό και κάθε ερημικό εξωκλήσι που έχει κτιστεί προς τιμήν της Θεοτόκου. Θα ξεχώριζα ορισμένα από τα σπουδαιότερα προσκυνήματα της Παναγίας στον ελλαδικό χώρο, όπου προσέρχονται ευλαβικά πλήθη πιστών για να ανάψουν ένα κερί στη χάρη της. Και τα προσκυνήματα αυτά συνδέονται με την ιστορία του Γένους.
Στο μοναστήρι της Παναγίας Προυσιώτισσας στην Ευρυτανία έβρισκε καταφύγιο, τρόφιμα και συμπαράσταση στον αγώνα ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Οι δύο πύργοι με τις πολεμίστρες που σώζονται πάνω από το μοναστηριακό συγκρότημα μέχρι σήμερα καθώς και τα αφιερώματα του οπλαρχηγού στη Μονή επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο κοντά στη Βέροια δεν αφορά μόνο τους Ποντίους και την μακραίωνη ιστορία τους. «Όταν λέμε Παναγία Σουμελά εννοούμεν όλη την ιστορία του χριστιανικού Ελληνισμού της Περιφέρειας», γράφει ο Φίλων Ξενίδης στην Ποντιακή Εστία το 1950. Και συνεχίζει, εννοούμε «Τας δόξας και χαράς του. Τα δημιουργήματά του, τας θρησκευτικάς εξάρσεις του, τας εθνικάς επιτεύξεις, τα τραγούδια του, τους θρύλους του, το πνεύμα, την ψυχή και την καρδιά του».
Η Μεγαλόχαρη της Τήνου θυμίζει τη βύθιση της Έλλης, την εθνική προσβολή και τη δυναμική αντίδραση των ελλήνων με το έπος του 1940. Οι αγωνιστές του 1940 αισθάνονταν την παρουσία και την προστασία της Παναγίας ακόμη και στο μέτωπο. Διότι προφανώς πολεμούσαν από φιλότιμο, αφού αναγκάσθηκαν να υπερασπισθούν την ελευθερία και το δίκαιο. Απαντώντας σε κάποιους που ρώτησαν τον Γέροντα Παΐσιο, γιατί η Παναγία δεν έκανε θαύμα στην Τήνο την ημέρα της μνήμης της, όταν οι Ιταλοί ανατίναξαν την “΄Ελλη”, είπε ότι Εκείνη, «έκανε μεγαλύτερο θαύμα. Το τίναγμα της “΄Ελλης” προκάλεσε την αγανάκτηση των Ελλήνων. Κατάλαβαν οι ΄Ελληνες ότι οι Ιταλοί δεν σέβονται τίποτε και αγανάκτησαν, οπότε μετά τους έδιωξαν φωνάζοντας “αέρα”. Αλλιώς θα έλεγαν: “ Και αυτοί θρησκεύουν· είναι φίλοι μας”. Δεν θα καταλάβαιναν την ασέβεια των Ιταλών».
Επιπλέον, υπάρχει κι ένας ξεχωριστός τόπος, ο οποίος είναι εξολοκλήρου αφιερωμένος στην Κυρία Θεοτόκο. Κι αυτός είναι το «Περιβόλι της Παναγίας», το ΄Αγιον ΄Ορος, από όπου έφθασε παλαιότερα στη Θεσσαλονίκη η «εφέστιος» θαυματουργή εικόνα του «’Αξιον Εστιν». Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα κειμήλια της Αγιορείτικης Πολιτείας που ο λαός της Θεσσαλονίκης υποδέχθηκε με δέος και σεβασμό πριν λίγα χρόνια. Υπολογίζονταν, ότι καθημερινά έφθαναν στην Εκκλησία του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, για να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα του αγίου και την εικόνα του «΄Αξιον Εστίν» 10 με 12 χιλιάδες προσκυνητές.
Σε κάθε ευκαιρία άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες, γυναίκες, νέοι, ηλικιωμένοι και παιδιά από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό προστρέχουν ευλαβικά και αποθέτουν τους καημούς και τις ενδόμυχες προσευχές τους στην Μητέρα του Κυρίου και ελπίδα των χριστιανών.
Κι αυτή η σχέση του γένους με την Παναγία έχει βαθιές ρίζες, που ανάγονται στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους και κορυφώνονται στο Βυζάντιο. Ενδεικτικά δείγματα της στενής και διαχρονικής αυτής σχέσης αποτελούν ο Ακάθιστος ΄Υμνος και οι Παρακλητικοί Κανόνες, που είναι από τα πιο δημοφιλή κείμενα της Εκκλησίας μας. Αλλά και κάθε Μοναστήρι του Αγίου Όρους έχει μία ή περισσότερες θαυματουργές εικόνες της Παναγίας.
Παράλληλα, εκτός από τα θεσπέσια μοναστικά κέντρα που έκτισε η ευλάβεια των μοναχών, τις θαυματουργές εικόνες που αγιογράφησαν δεξιοτέχνες αγιογράφοι, τους υπέροχους ύμνους που συνέθεσαν μεγάλοι μελωδοί της Εκκλησίας, και νεοέλληνες κοσμικοί ποιητές έχουν αναφερθεί στο άγιο όνομά της.
Ο Οδυσσέας Ελύτης συνέταξε «Το ΄Αξιον εστι», το οποίο όπως έχει γραφεί, είναι «προσανατολισμένο θεματικά και ρυθμικά στην εκκλησιαστική μας υμνογραφία και ειδικότερα σ΄ εκείνη που έχει την προσευχητική αναφορά της στο πρόσωπο της Παναγίας». Παρά τις ενστάσεις για την επιφανειακή σχέση του Ελύτη με τη χριστιανική γραμματεία είναι χαρακτηριστικοί οι παρακάτω ικετευτικοί στίχοι του:
«΄Ελα Κυρά και Παναγιά
με τ΄ αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
Στον ΄Ηλιο και στο Θάνατο».
Επίσης, ο Κώστας Βάρναλης σε ένα ποίημά του, που τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης, και επιγράφεται «Οι πόνοι της Παναγίας», την παρουσιάζει να μιλά στον Μονογενή της, όπου μεταξύ άλλων του λέει:
«Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες να σε σταυρώσουν».
Σε κάθε εποχή η Παναγία γίνεται καθρέπτης των μοναχών και στήριγμα των κληρικών. Παραμυθεί τους απελπισμένους, συντροφεύει τους μοναχικούς, ενθαρρύνει όσους «πεινούν και διψούν» για τη δικαιοσύνη, ανταποκρίνεται μυστικά στα αιτήματα των μανάδων και εμπνέει με το παράδειγμα του βίου της όσους με άδολη καρδιά εύχονται «η Παναγιά μαζί μας».
Πηγή: https://www.pemptousia.gr/2022/08/avgoustos-o-minas-tis-panagias/