1.Η οντολογική παρουσία της κενοδοξίας.
Το θέμα ερευνάται στο πλαίσιο της οντολογικής και υπαρξιακής πορείας. Για τον ι. Χρυσόστομο, η διαπαιδαγώγηση του χαρακτήρα γίνεται με την αναφορά του στη βάση της ύπαρξης, που είναι η «εικόνα του Θεού». Η άστοχη και καταστρεπτική πορεία του ανθρώπου, μπορεί να βρει την επαναγωγή της και να διασωθεί. Η αρνητική μορφή της κενοδοξίας αντιπαραβάλλεται με τη θετική προσφορά της αγωγής και μορφώσεως του ανθρώπου. Δεν είναι μια επιφανειακή αδυναμία ή αποτυχία του ανθρώπινου χαρακτήρα, αλλά παθητική μορφή ψυχοσωματικής διαταραχής, στην πορεία της κατά Χριστόν μορφωτικής αγωγής. Τα αποτελέσματα της διαταραχής αυτής είναι η διαίρεση του ενός Σώματος της Εκκλησίας, η διάσπαση της ενότητας της αγάπης, η αποκοπή της ψυχοσωματικής αρμονίας, γιατί η κενοδοξία «την έν σώμα εις πολλά διαιρούσαν μέλη και διασχίζουσαν την αγάπην;».
Η ψυχοπαθητική αυτή κατάσταση εκπηγάζει από την αποδοχή της αμαρτίας και επεκτείνεται σταδιακά στη σύνολη ύπαρξη, μέχρι και τα μύχια της ύπαρξης. Οπότε διαιρεί και υποδιαιρεί την ανθρώπινη φύση σε πολλά μέρη, αφού εξ ορισμού ανατρέπει τον οντολογικό χαρακτήρα της αγάπης. Το «ελεεινόν θέαμα», της παθητικής αυτής συνειδησιακής επιλογής, δημιουργεί στους ανθρώπους αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις, πολλές φορές ανίατες ή δυσκολοθεράπευτες.
Η Χρυσοστομική σκέψη ταυτίζει την κενοδοξία με την εωσφορική δύναμη, γιατί «τοιούτον τι της κενοδοξίας ο πονηρός δαίμων εστίν». Δεν εξετάζει την κενοδοξία ως αρνητικό ηθοπλαστικό παιδαγωγικό μέσο, αλλά προσεγγίζει την άβυσσο της αμαρτίας αυτής ως διαστροφική ψυχοσωματική δυσαρμονία, η οποία μπορεί να θεραπευθεί εντελώς μόνο εάν επιλεγεί η αλλαγή πορείας και επιστροφή στο σώμα της ενότητας του Χριστού.
2. Η πονηρία της κενοδοξίας.
Ο Χρυσόστομος φέρνει ως εικόνα της δαιμονικής και πονηρής δύναμης της κενοδοξίας το πρόσωπο της ωραίας και νεαρής «εταίρας». Φαντασθείτε, λέγει, ένα δαίμονα που να έχει μεταμορφωθεί σε εταίρα, να έχει φορέσει διαδήματα, χρυσές ζώνες, λίθους χρυσούς και τίμιους, ιμάτια χρυσά και αρώματα, ώστε να αιχμαλωτίζει την ανθρώπινη ύπαρξη, για να την οδηγήσει στην υποταγή της. Η όλη παιδαγωγική του αναφορά στο παράδειγμα παρουσιάζει ψυχολογικά και διδακτικά το πάθος της κενοδοξίας, λαμβάνοντας τις παραστάσεις από την αρχαία εποχή της Βίβλου, εμπνεόμενος και από το παράδειγμα του Ιωσήφ με τη γυναίκα του Πετεφρή (γ’ επιστολή ί. Χρυσοστόμου προς Ολυμπιάδα § 12 και 13).
Αφού λοιπόν ξεγελάσει με τα εξωτερικά κοσμήματα, τα στολίδια και την ομορφιά της τον περαστικό άνθρωπο, οδηγώντας τον στο διαμέρισμά της. Φαντασθείτε, λέγει, τί τρόμος θα τον κυριεύσει όταν πετάξει όλα της τα στολίδια από πάνω της και παρουσιάσει τον πραγματικό εαυτό της του κατάμαυρου και άγριου δαίμονα. Αν καταλάβουμε την ηθοποιία και την παγίδα της σκηνοθεσίας, τότε δύσκολα θα ξεμπλέξουμε από τα δίχτυα της, γιατί: «μέλι γαρ αποστάζει από χειλέων γυναικός πόρνης» (Παρ. 5, 3). Η ηθοποιία αυτή έδειχνε μια εικόνα ανθρώπου, που στηρίζεται όχι στο κάλλος της ψυχής, αλλά στην απομόνωση της σωματικής ομορφιάς από τον ψυχικό και πνευματικό πλούτο της προσωπικότητας.
Με την «επέραστο όψι», που σαγηνεύει τις εγωκεντρικές δυνάμεις του ανθρώπου, προσπαθεί να αποδεσμεύσει την ύπαρξή του από την αγάπη του Θεού. Η ύπαρξη, αφού στηριχθεί με τη δική της βούληση στις προσωπικές της δυνάμεις, χάνει την προσωπική της υπόσταση. Εδώ, πολύ ορθοπαιδαγωγικά, ο Χρυσόστομος τονίζει την ελευθερία της επιλογής της ύπαρξης, σε αντίθεση με τον απόλυτο προορισμό που αναπτύχθηκε στη δυτική σκέψη.
Η έξοδος της ύπαρξης από τη διαλογική περιοχή της συνάντησης του Εγώ με το Εσύ, μέσω της αγάπης του Θεού, εμφανίζει την ύπαρξη ως αριθμητική μονάδα ή σε απλή επιβίωση ή σε απρόσωπη μάζα, που κινείται στο χώρο της αβεβαιότητας, με όλα τα επώδυνα της επικυριαρχίας των φθοροποιών βιολογικών στοιχείων, από τη φθορά στον αιώνιο θάνατο.
3. Η ηθική αταξία ως αποτέλεσμα δυσαρμονίας της ύπαρξης.
Η Χρυσοστόμια παιδαγωγική σκέψη χρησιμοποιεί τις αρνητικές εικόνες που εμφανίζει «ο δαίμων της κενοδοξίας», ώστε με διδακτικό τρόπο να οδηγήσει στη φανέρωση του οντολογικού περιεχομένου της ύπαρξης, δίχως να παραμερίζει την ηθικολογία.
Ο άνθρωπος ως «κατ’ εικόνα Θεού» μπορεί να κινείται στο χώρο και το επίπεδο του Θεού, ώστε οι πράξεις και ενέργειές του, ήθος και ηθική, να κάνουν εμφανή την παρουσία του Θεού. Η Χρυσοστόμια σκέψη δεν κινείται στο στείρο μοραλισμό, αλλά αποκαλύπτει τον «έσω άνθρωπο της καρδίας». Επειδή η άνεση και η αργία καταστρέφουν τους περισσότερους ανθρώπους, ο Θεός κατέστησε τη ζωή μας «παιδευτήριο», και την ανέμειξε με μέριμνα, μόχθο και βάσανα, ώστε να τιμωρείται «το επαναστατικό και υπερήφανο φρόνημα της σκέψεώς μας» (Ρ.G. 55, 119). Η προσπάθεια της Χρυσοστόμιας παιδαγωγίας είναι να συνδεθεί ο άνθρωπος μέσω της πίστης στην κοινωνία της αγάπης του Χριστού, που ολοκληρώνεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Ο προστάτης αυτός των Γραμμάτων και των Τεχνών, έχει χαρακτηρισθεί ως Doctor Eucharisticus, γιατί μέσω αυτού του μυστηρίου της αγάπης, της θυσίας και της ολοκλήρωσης, ο άνθρωπος μετέχει στην πηγή των αέναων, όχι μόνο διά βίου αλλά αιώνια.
Ο Χρυσοστομικός έλεγχος ήταν γνωστός στην εποχή του, αλλά και σε όλους όσους γνωρίζουν γιατί πέθανε στην εξορία. Καυτηρίαζε τις αρνητικές εκφράσεις του δημόσιου βίου επωνύμων και απλοϊκών, για να αποκαλύψει την απαίδευτη πορεία των ανθρώπων προς την εύκολη οδό της αμαρτίας, να διαπιστώσει την αλλοίωση της κάθε ύπαρξης και να προσφέρει τη δυνατότητα θεραπείας στο μυστήριο της Εκκλησίας. Η μέριμνά του ως υπεύθυνου παιδαγωγού, είχε επιρρίψει περισσότερο την ευθύνη της στους «νεοσσούς». Τονίζει ότι η ηθική ακεραιότητα του ανθρώπου βοηθεί στην αποκατάσταση της προσωπικότητας, που διαχέεται και αλλοιώνεται με τη διαστροφή της εναλλαγής των σωματικών μίξεων. Η σωματική ολοκλήρωση και ένωση ανάμεσα στα δύο φύλα εκφράζει τη φανέρωση των προσώπων, που είναι ανεπανάληπτα και δεν επιδέχονται τις ηθικοδιαστροφικές παραλλαγές, ως δήθεν δυνατότητα μεγαλύτερης αισθησιακής απόλαυσης.
Αναλύοντας την περίπτωση της «φαύλης» γυναίκας, θέτοντας την σε αντιπαράθεση με το πάθος της κενοδοξίας, καταλήγει ότι υπάρχει ένα «φανταστικό», το οποίο ωθεί τον άνθρωπο στη νομιζόμενη ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Στην πραγματικότητα, χάνει την προσωπικότητα της υπόστασής του και η απόλαυση της ηδονής μετατρέπεται σε οδύνη καταθλιπτική. Η φαντασίωση που καταλαμβάνει την ύπαρξη όταν αποστασιοποιείται από τον παιδαγωγικό νόμο του Δημιουργού, είναι σαν την ψευδαίσθηση των καρπών των Σοδόμων.
Η επιφάνεια των καρπών αυτών είναι ωραία και στιλπνή και φαίνονται γεροί και νωποί. Μόλις, όμως, πάρεις στα χέρια σου για παράδειγμα ένα ρόδι ή μήλο, αμέσως θα αισθανθείς να υποχωρεί στο χέρι σου και όταν σπάσει ο φλοιός, θα χωθούν τα δάκτυλά σου στη σκόνη και στη στάχτη που έχει μέσα. Ακριβώς ένα τέτοιο πράγμα είναι η κενοδοξία. Η παιδαγωγική αυτή εικόνα φανερώνει το πόσο «επέραστη» είναι η αμαρτία, η οποία ορίζεται ως μια πραγματικότητα που ο άνθρωπος πριν από την αμαρτία, την εκλαμβάνει ως «μεγάλη και θαυμαστή», όμως μετά την αμαρτία είναι ανύπαρκτη, αλλοιωμένη, φανταστική και υποκρινόμενη. Αυτή η ψυχοσωματική αναταραχή περιγράφεται και στη Βίβλο, μετά την παρακοή των πρωτοπλάστων.
Η Χρυσοστομική εμβάθυνση στην ανθρώπινη ύπαρξη, υπερπηδά τα γνωστά πλαίσια της εξωτερικής επίφασης, για να επισημάνει τη ρίζα του κακού, ώστε ευνόητα να αποδείξει την κενοδοξία ως απαράδεκτη κατάσταση για την ομαλή διαμόρφωση της ύπαρξης.