Σε μια προσπάθεια να περιγράψει με λόγια τι βρίσκεται πέρα από την ανθρώπινη γλώσσα —την φύση της προσωπικής επικοινωνίας μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου— ο μεγαλύτερος από τους Βυζαντινούς μυστικιστές, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (949-1022), χρησιμοποιεί δύο χτυπητές παρομοιώσεις. Πρώτα, παρομοιάζει την μυστική εμπειρία με την κατάσταση ανθρώπου, που ανοίγει ένα παράθυρο σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Φαντασθείτε έναν άνθρωπο να κάθεται την νύχτα μέσα στο σπίτι του με όλες τις πόρτες κλειστές· κι έπειτα, υποθέστε ότι ανοίγει ένα παράθυρο ακριβώς την στιγμή που αστράφτει ξαφνικά μια αστραπή. Μη μπορώντας να υποφέρει την λάμψη της, αμέσως προστατεύει τον εαυτό του κλείνοντας τα μάτια του και αποτραβιέται απ’ το παράθυρο. Έτσι συμβαίνει και με την ψυχή, που είναι κλεισμένη στο βασίλειο των αισθήσεων· εάν ποτέ κρυφοκοιτάξει μέσα απ’ το παράθυρο του νου, τυφλώνεται από την λάμψη, σαν αστραπή, του αρραβώνος του Αγίου Πνεύματος που βρίσκεται μέσα της. Αδυνατώντας να υποφέρει την λαμπρότητα του αποκαλυπτόμενου φωτός, αμέσως ταράσσεται κι αποτραβιέται ολοκληρωτικά στον εαυτό της, βρίσκοντας καταφύγιο, όπως σ’ ένα σπίτι, ανάμεσα στα αισθητά και ανθρώπινα πράγματα. Σαν μια δεύτερη προσπάθεια, ο Νέος Θεολόγος περιγράφει την εμπειρία κάποιου που περπατά πλάι στη θάλασσα.
Ένας άνθρωπος που στέκεται στην ακρογιαλιά, ατενίζει τον ατέλειωτο ωκεανό, η ματιά του δεν μπορεί να φθάσει έως την άκρη του, και έτσι βλέπει μόνον ένα μικρό τμήμα. Έτσι συμβαίνει και με τον άνθρωπο, που θεωρείται άξιος να ατενίσει, διά μέσου της σκέψης, τον ατέλειωτο ωκεανό της δόξας του Θεού και να τον κοιτάξει με το μυαλό του· δεν τον βλέπει όπως είναι, αλλά μόνο τόσο μακρυά, όσο είναι προσιτά στα εσώτερα μάτια της ψυχής.
Κάποιος, που στέκεται στην ακρογιαλιά, και δεν είναι ευχαριστημένος απλώς με το να κοιτάζει την θάλασσα, μπορεί επίσης να περπατήσει μέσα σ’ αυτήν όσο μακρυά θελήσει. Έτσι συμβαίνει και με τους πνευματικούς ανθρώπους· ανάλογα με την θερμότητα της επιθυμίας τους, μπορούν να εισέλθουν συνειδητά μέσα στο φως του Θεού, συμμετέχοντας σ’ αυτό και βλέποντάς το.
Κάποιος που στέκεται στην ακρογιαλιά, όσο χρόνο παραμένει σε στεγνή γη μπορεί να δει τα πάντα γύρω του και να κοιτάξει βαθιά μέσα στην θάλασσα. Αλλά όταν αρχίζει να μπαίνει μέσα στα νερά και να βυθίζεται κάτω απ’ αυτά, όσο περισσότερο προχωρεί τόσο λιγότερα πράγματα βλέπει έξω. Έτσι συμβαίνει και μ’ αυτούς που γίνονται κοινωνοί του θεϊκού φωτός· όσο περισσότερο προχωρούν στην γνώση του Θεού, τόσο βαθύτερα βυθίζονται στην άγνοια.
Κάποιος που περπατά μέσα στα νερά της θάλασσας μέχρι τα γόνατα ή την μέση του, μπορεί να δει καθαρά οτιδήποτε είναι έξω από τα νερά. Αλλά όταν καταδυθεί στα βάθη και σκεπαστεί ολόκληρος απ’ το νερό, δεν μπορεί πια να δει τίποτα έξω και ξέρει μόνο ένα πράγμα, ότι είναι εντελώς κατεβασμένος στα βαθιά. Έτσι συμβαίνει και μ’ εκείνους που κάνουν πνευματικές προόδους και ανυψώνονται προς την τέλεια γνώση και θεωρία.
Ο μυστικός λοιπόν, είναι κάποιος που ανοίγει ένα παράθυρο στο σκοτεινό δωμάτιο της ψυχής του και κοιτάζει για μια στιγμή το φως που είναι έξω απ’ αυτόν και συγχρόνως μέσα του· που ατενίζει τον απέραντο ωκεανό της θεϊκής δόξας και, που δεν κοιτάζει μόνο την θάλασσα απ’ έξω, αλλά βυθίζεται κιόλας μέσα της, και σκεπάζεται εντελώς απ’ τα νερά της θεότητας, ώστε δεν γνωρίζει πια τίποτα απ’ όσα είναι πάνω στη στεγνή γη —τον συνηθισμένο κόσμο των αισθήσεων — αλλά μόνο τον Θεό.
Η Προσωπική Μαρτυρία της ζωής του Αγίου Συμεών.
Αυτά είναι δύο ανάμεσα στα πάμπολλα σύμβολα που ο Νέος Θεολόγος χρησιμοποιεί για να περιγράψει το μυστήριο της επικοινωνίας του ανθρώπου με τον ζώντα Θεό. Προτού γυρίσουμε να κοιτάξουμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια την μυστική του θεολογία, θα είναι χρήσιμο να θυμηθούμε δύο χαρακτηριστικά της μοναστικής του εμπειρίας, που έχουν μια ειδική σημασία για την πνευματική του διδασκαλία. Ο Άγιος Συμεών είναι ένας βαθιά προσωπικός συγγραφέας, και δεν είναι επομένως σωστό να συζητήσουμε τη θεωρία του ξεχωριστά απ’ την ζωή του.
Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ο υπερβολικά στενός σύνδεσμος που υπήρχε ανάμεσα στον Νέο Θεολόγο και στον πνευματικό πατέρα του, τον Συμεών τον Ευσεβή ή Ευλαβή, ένα μοναχό της φημισμένης μονής Στουδίου στην Κων/λη. Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος για πρώτη φορά δέχθηκε την επίδραση του ενόσο ήταν πολύ νέος, υπηρετώντας ως θαλαμηπόλος στο σπιτικό ενός σπουδαίου ευγενούς στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Όταν, μερικά χρόνια αργότερα, έγινε ο ίδιος μοναχός, αυτό δεν ετερμάτισε τον σύνδεσμό του με τον πνευματικό πατέρα του, γιατί μπήκε στο ίδιο κοινόβιο του Στουδίου και έζησε κάτω απ’ την άμεση, καθημερινή, ακόμα και ωριαία καθοδήγηση του Συμεών του Ευσεβούς. Ο εξαιρετικά στενός δεσμός μεταξύ των δύο Συμεών, διδάσκαλου και μαθητή, δημιούργησε δυσχέρειες για τους άλλους μοναχούς και τελικά για τον ηγούμενο, ώστε ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μονή Στουδίου. Πήγε σε ένα άλλο κοινόβιο στην μονή του Αγ. Μάμμα αλλά κι εκεί κράτησε τον Συμεών τον Ευσεβή ως πνευματικό γέροντά του. Μετά τον θάνατο του πνευματικού πατέρα του, χωρίς να περιμένει για καμμία επίσημη απόφαση από μέρους των εκκλησιαστικών αρχών, άρχισε αμέσως να τιμά τον Συμεών τον Ευσεβή σαν άγιο, κανονίζοντας να ιστορηθεί μια εικόνα του, συνθέτοντας λειτουργία προς τιμήν του, και γιορτάζοντας την επέτειο του θανάτου του με πλήρεις λειτουργικές τελετές. Γι’ αυτό τον κατέκριναν αυστηρά, αλλά αυτός υπερασπίσθηκε σταθερά το δικαίωμά του να τιμήσει τον δάσκαλό του μεταξύ των αγίων.
Σ’ όλα αυτά μπορεί να παρατηρήσει κανείς ένα κλασσικό και επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό του Ανατολικού μοναχισμού, τον ειδικό σύνδεσμο μεταξύ του πνευματικού πατέρα και του παιδιού του, την μεταβίβαση της διδασκαλίας και της θεϊκής χάριτος διά μέσου της προσωπικής επαφής μεταξύ του πνευματικού και του μαθητή. Παράλληλα με την κανονική, και επίσημη «αποστολική διαδοχή» της επισκοπικής ιεραρχίας υπάρχει επίσης μία εσωτερική και κρυμμένη «αποστολική διαδοχή» πνευματικών ανθρώπων και τα δύο είδη της διαδοχής είναι, το καθένα με τον δικό του τρόπο, απαραίτητα στη ζωή της Εκκλησίας του Χριστού. Ένα σημείο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος στην περίπτωση του Νέου Θεολόγου είναι ότι ο πνευματικός του πατέρας, ο Συμεών ο Ευσεβής, ήταν ένας απλός μοναχός και όχι ιερέας.
Κατά δεύτερο λόγο, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος δεν ήταν ασκητής που ζούσε στην έρημο, αλλά, κατά την διάρκεια της πιο σημαντικής περιόδου της ζωής του (από το 980 περίπου έως το 1005) ήταν ηγούμενος στον Αγ. Μάμμα, ένα κοινοβιακό μοναστήρι στην Κων/λη. Ως ο ανώτερος ενός πολυάσχολου και πολυαναπτυγμένου κοινοβίου μέσα στην καρδιά της Αυτοκρατορίας, ήταν πολύ απασχολημένος με τις πρακτικές λεπτομέρειες της καθημερινής διοίκησης και δεχότανε συνεχώς επισκέψεις από λαϊκούς. Αυτό, η προσωπική του δηλ. διδαχή, αντικατοπτρίζεται στην πνευματική του διδασκαλία. Συγγραφέας, όχι όπως ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, που τονίζει την ανάγκη για μοναξιά και φυσική απομόνωση απ’ τον κόσμο, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος διδάσκει ότι ολόκληρη η μυστική ζωή είναι προσιτή σ’ όλους ανεξαιρέτως —όχι μόνο στον αναχωρητή και στον ερημίτη, αλλά και στον μοναχό σε μία αστική κοινότητα (κοινόβιο) και ακόμα και στους νυμφευμένους με τις ευθύνες της οικογένειας, με καθήκοντα που αφορούν το σπίτι και με ένα επάγγελμα. Για τον Άγιο Συμεών ο αποφασιστικός παράγων δεν είναι η εξωτερική ειρήνη και ησυχία, αλλά η εσωτερική ησυχία· και αυτή η εσωτερική ησυχία μπορεί να υπάρξει όχι μόνο στην έρημο, αλλά και στην πόλη. Όχι μόνο στο κελί του ερημίτη, αλλά και στην ζωή κάθε χριστιανικής οικογένειας. Είναι σημαντικό ότι το πρώτο όραμα του θεϊκού φωτός ήρθε στον Άγιο Συμεών πριν να πάρει μοναστικούς όρκους, όταν υπηρετούσε στο σπίτι του ευγενούς και πήγαινε καθημερινά στην Αυλή.
Για τον Άγιο Συμεών οι δύο έννοιες «μυστικισμός» και «κοινωνία» δεν είναι ασυμβίβαστες. Αντιθέτως, στην πνευματική του διδασκαλία επιμένει πάνω στους δεσμούς της αγάπης που ενώνουν τον χριστιανό με τους συνανθρώπους του. «Ήξερα έναν άνθρωπο, γράφει —και, σαν τον Άγιο Παύλο, φανερά αναφέρεται στον εαυτό του,— ήξερα έναν άνθρωπο, που επιθυμούσε τόσο πολύ τη σωτηρία των εν Χριστώ αδελφών του, που με καυτά δάκρυα και μ’ όλη την καρδιά του, συχνά ικέτευε τον Θεό, που αγαπά τους ανθρώπους ή να σωθούν οι άνθρωποι μαζί του ή διαφορετικά να καταδικασθεί κι αυτός μαζί τους… Ήταν τόσο δεμένος μαζί τους πνευματικά από μια ιερή αγάπη για το Άγιο Πνεύμα, που θα προτιμούσε να μην εισέλθει στο Βασίλειο των Ουρανών εάν αυτό θα σήμαινε να τους αποχωρισθεί.