Κατά τη σημερινή ημέρα, η Εκκλησία τιμά την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η εορτή αυτή έχει να κάνει με την εκπλήρωση της υποσχέσεως του Ιωακείμ και Άννα, ότι εάν αποκτούσαν παιδί θα το αφιέρωναν στον Θεό. Έτσι, οι γονείς προσέφεραν την Υπεραγία Θεοτόκο στον αρχιερέα Ζαχαρία και παρέμεινε στον ναό για δώδεκα χρόνια, μέχρι που έγινε ο Ευαγγελισμός.
Η ευαγγελική περικοπή που λέγεται τη ημέρα εκείνη δείχνει τον τρόπο που κάθε Χριστιανός πρέπει να ιεραρχεί τη ζωή του. Περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς, τον Ιησού Χριστό που πήγε σε ένα χωριό και εισήλθε σε σπίτι όπου κατοικούσε μια γυναίκα, ονόματι Μάρθα. Αυτή είχε μια αδελφή, τη Μαρία που είχε κάτσει στα πόδια του Ιησού και άκουγε το κήρυγμα του. Η Μάρθα όμως, είχε ασχοληθεί αποκλειστικά με την προετοιμασία του γεύματος και άλλες ασχολίες. Στη συνέχεια, παραπονέθηκε στον Ιησού Χριστό ότι η αδελφή της την έχει αφήσει μόνη της να κάνει τις προετοιμασίες. Εκεί της απάντησε ο Ιησούς, «Μαρθα, Μαρθα, εφορτώθηκες πολλές φροντίδες, ταλαιπωρείσαι και κουράζεσαι δια να ετοιμάσης πολλά. Ενα όμως είναι το χρησιμώτερον και απαραίτητον, η πνευματική τροφή, την οποίαν προσφέρω εγώ. Η δε Μαρία εδιάλεξε την καλήν μερίδα, την πνευματικήν, η οποία και δεν θα της αφαιρεθή ποτέ από κανένα. Διότι αι ωφέλειαι από την πνευματικήν τροφήν είναι αιώνιαι και αναφαίρετοι.»
Είναι εύκολο στη ζωή του ο άνθρωπος να παρασυρθεί και να ξεστρατίσει από τον δρόμο του προς την σωτηρία της ψυχής του. Το κακό δεν είναι να ξεφύγει ο άνθρωπος αλλά να παραμείνει στο λάθος δρόμο. Πολλά πράγματα έχουν αξία για τον άνθρωπο αλλά τίποτα δεν είναι ανώτερο από τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ότι γίνεται με τον Χριστό στο κέντρο θα έχει ουσία και ωφέλεια. Όποτε ο άνθρωπος παραμελεί τον Χριστό, αίρεται η Χάρις του Θεού και υπάρχουν πολλά προβλήματα.
Η τροφή που ομιλεί ο Ιησούς Χριστός δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από τη Θεία Ευχαριστία, το Σώμα και Αίμα Του. Έχοντας διανύσει ήδη την πρώτη εβδομάδα της Αγίας Τεσσαρακοστής των Χριστουγέννων, καλούνται οι πιστοί, μετανοώντας να εξαλείψουν, όσο το δυνατό, τα πάθη τους και να πλησιάσουν τον Θεό. Η περίοδο της Τεσσαρακοστής βοηθά τον άνθρωπο να παρακινηθεί σε θερμότερο πνευματικό αγώνα. Δεν πρέπει να αφήνει ο άνθρωπος να χάνει το στόχο του που εν τέλει, είναι η θέωση του.
Σήμερα, πολλοί φοβούνται την Θεία Ευχαριστία επειδή θεωρούν ότι μπορεί να κολλήσουν αρρώστια. Αυτή η άποψη όμως κρύβει απιστία προς το τι ακριβώς είναι η Θεία Κοινωνία. Είναι αδιανόητο ένας βαπτισμένος Χριστιανός Ορθόδοξος να πιστεύει ότι υπάρχει πιθανότητα να κολλήσει κάποιο μικρόβιο από το Άγιο Ποτήριο. Αυτή η σκέψη δείχνει ένα βαθύτερο πρόβλημα που αποδεικνύει την πνευματική πενία που υπάρχει στους περισσοτέρους Χριστιανούς. Ο άνθρωπος όπως φροντίζει για την υλική πλευρά του, έτσι και περισσότερο πρέπει να δείχνει ενδιαφέρον για την πνευματική τροφή. Χωρίς πρωτίστως τη Θεία Ευχαριστία και εν γένει, τα Άγια Μυστήρια της Εκκλησίας, ο άνθρωπος αδυνατεί να δει το Φώς και να προσέλθει σε αυτό. Ο φόβος είναι φυσικός στον καθένα αλλά μπροστά από το Δόγμα της Εκκλησίας, είναι χρέος του κάθε πιστού να υπερβεί αυτόν τον φόβο. Όχι η Εκκλησία να αλλοιώσει το δόγμα Της ώστε ο άνθρωπος να αναπαυθεί στα πάθη και φοβίες του, που κάτι τέτοιο μόνο καταστροφή μπορεί να φέρει. Όταν υπάρχει άρρητη εμπιστούνη και αγάπη προς κάποιο πρόσωπο (στην προκειμένη περίπτωση, τον ίδιο τον Θεό), οι φοβίες υποχωρούν.
Συμπερασματικά, γίνεται κατανοητό ότι ο μόνος τρόπος για τον άνθρωπο να φτάσει στην σωτηρία της ψυχής του είναι να υπερβεί το Εγώ του, που συμπεριλαμβάνει όλες τις φοβίες και αδυναμίες και να τα αποθέσει όλα στον Θεό. Αυτό βέβαια δεν γίνεται μέσα σε μια νύχτα αλλά είναι καθημερινή πάλη, όπως ακούγεται στο Αποστολικό ανάγνωσμα κατά την εορτή του Αγ. Δημητρίου, «Εάν δε και συμμετέχη κανείς εις αθλητικούς αγώνας, δεν παίρνει ως βραβείον τον στέφανον, εάν δεν αγωνισθή κατά τρόπον νόμιμον.» Χρειάζεται προσπάθεια για να αλλάξει εν Χριστώ ο άνθρωπος και να επιστρέψει στο καθ’ ομοίωση του Θεού. Με τα εφόδια που δίνει η Ορθόδοξη Εκκλησία, μπορεί ο άνθρωπος να σταματήσει να «μεριμνά και να τυρβάζη περί πολλά» και να προσηλωθεί στον Κύριο Ιησού Χριστό όπως η αδελφή της Μάρθας, η Μαρία. Αμήν!